Είδαμε "Tα Ωραία μας Χέρια" – Αξίζει!

<p class="intro" style="text-align: justify;">Θεατρικό τελετουργικό εικαστικής τελειότητας.</p>
<p style="text-align: justify;">Όσην ώρα κρατάει το τραγούδι των τζιτζικιών και οι ανέμελες φωνές που έρχονται πίσω από το λευκό μάρμαρο σκέφτομαι τούτο-κι ας μην έχω δει παρά μόνο δυο λεπτά παράστασης: Ότι η γενναιότητα δεν μας περισσεύει κι όταν ή όπου την αναγνωρίζουμε καλό είναι να την τιμούμε. Γιατί, μην μου πείτε, πως δεν απαιτεί θάρρος μια παράσταση που καταπιάνεται με το οδυνηρό τέλος της θνητότητας με ποιητικούς παιάνες. Κι όταν η πρόθεση γίνεται παραστάσιμο γεγονός το ίδιο θάρρος έρχονται να μοιραστούν οι καλλιτέχνες με τους θεατές απέναντι τους.<br /> Δεν γνωρίζω ανθρώπους συμφιλιωμένους με αυτή τη νομοτέλεια, παρότι ο θάνατος είναι η μοναδική απόλυτη γνώση που συνοδεύει την ανθρώπινη φύση από τα γεννοφάσκια της. Επίσης δεν είμαι ένας τέτοιος άνθρωπος-αν αυτό έχει την παραμικρή σημασία. Όμως για την απώλεια μπορώ να μιλήσω, όπως φαντάζομαι μπορεί και ο κάθε ανοίκειος με μια κατάσταση άγνοιας και ολοκληρωτικού φόβου.</p>
<p style="text-align: justify;">Ο πόνος της απώλειας είναι ένα βάρος πολύ προσωπικό για τον καθένα και ο καθένας μέλει να το σηκώσει. Όμως, η απώλεια δεν αφορά μόνο τον ζώντα μα και το νεκρό. Στο σώμα που πλέον κείτεται. Το πένθος διασχίζει και την άλλη πλευρά, είναι μάλλον μια καθολικότητα. Την άλλη πλευρά, την ανεξερεύνητη – που μόνο θρήνοι, παραδόσεις και ποιητές έχουν αγγίξει – επισκέπτεται η παράσταση της Έφης Μπίρμπα «Τα ωραία μας χέρια». Οδηγημένη από μια εμπειρία προσωπικής απώλειας. Σαν το παράθυρο που έχει αφήσει ανοιχτό στο ολόλευκο σκηνικό της• για να περάσει το φοβισμένο βλέμμα του ζωντανού. Τι θα αντικρίσει; Έναν τόπο σαν μαυσωλείο. Ένα μη τόπο. Μαυροντυμένες φιγούρες (μόνο τα χέρια τους μένουν εκτεθειμένα) λυγερές μα σιωπηλές που σαν σκιές εξερευνούν το νέο «χώρο», τον άλλο κόσμο. Σωριάζονται, στέκονται ξανά στα πόδια τους, περιφέρονται λες και αναζητώντας νόημα σε ένα τόπο που μοιάζει με μαυσωλείο. Αποχωρίζονται τις ολόμαυρες τούφες της κόμης τους. Ψηλαφούν την ύλη που χάνεται. Σηκώνουν την ξύλινη, επίπεδη επιφάνεια του νεκροσέντουκου σαν μαρτυρικό σταυρό στην πλάτη. Σκαρφαλώνουν πάνω της, δίνοντας τον αγώνα της ανάληψης, σαν να είναι κλαδί δέντρου. Σηκώνουν ο ένας τον άλλον στην πλάτη. Ποιος είναι τώρα ο νεκρός και ποιος ο ζωντανός; Συλλέγουν και σκορπούν το στάρι -ή μήπως είναι χώμα-που γλιστρά ανάμεσα στα δάχτυλα τους.</p>
<p style="text-align: justify;">Η ζωή και ο θάνατος αναδεύεται μέσα στο λευκό και στο μαύρο, ανάμεσα σε σκόρπια λόγια-ο Ευθύμης Φιλίππου υπογράφει ένα ελλειπτικό, μη συνειρμικό κείμενο-και αναμνήσεις βιβλιογραφίας βουτηγμένες κι αυτές στην «άλλη πλευρά» που κάποιοι σίγουρα θα ανακαλέσουν. Ο Μάρκες, ο Μπουκόφσκι και ο Τσβάιχ συνοδεύουν την παράδοση των γιαγιάδων και των προγιαγιάδων μας, σε ένα μελαγχολικό, βασανιστικά αργό, μα βαθύτατα λυρικό και εικαστικά τέλειο τελετουργικό που-παρά τα κινησιολογικά κλισέ του- καταφέρνει να συγκινήσει και να ημερεύσει τους φόβους μας. Δεν θα ξεχάσω σκηνές, ανάμεσα τους κι εκείνη του φινάλε, για την εθιστική, υπνωτιστική ομορφιά τους που εύχομαι κάπου, κάπως, κάποτε να μοιάζουν με τον ύπνο του θανάτου.</p>
<p style="text-align: justify;">tospirto</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Διάρκεια:</strong> 80'<br /> <strong>Συγγραφέας:</strong> Ευθύμης Φιλίππου<br /> <strong>Σκηνοθέτης:</strong> Έφη Μπίρμπα<br /> <strong>Παίζουν:</strong> Ιπποκράτης Δελβερούδης, Νίκος Καμόντος, Ελένη Μολέσκη, Ευαγγελία Ράντου, Άρης Σερβετάλης, Αχιλλέας Χαρίσκος<br /><strong>Στο Θέατρο Ροές</strong></p>

Σχετικά άρθρα