Είδαμε το «Δαμάζοντας τα κύματα» σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη

<p class="intro" style="text-align: justify;">Ως ανήσυχο, σκληρό και προσωπικής αισθητικής, το θέατρο της Ρούλας Πατεράκη δεν παύει να έχει μεγάλο ενδιαφέρον.</p>
<p style="text-align: justify;">Καθισμένη στα αριστερά της σκηνής, με ένα μικρόφωνο ανά χείρας, η Ρούλα Πατεράκη προλογίζει την παράσταση της <strong>«Δαμάζοντας τα κύματα»</strong> ως ένα εγχείρημα, μια Magna Carta σύγχρονου ρεαλισμού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Στην πραγματικότητα είναι μια συμβολική κίνηση της  σκηνοθέτιδος όχι μόνο για να οριοθετήσει τις προσδοκίες της, αλλά για να καταρτίσει έναν Δεκάλογο, να ορίσει το δόγμα της παράστασης της.<br /> Όπως και ο Λανς Φον Τρίερ τοποθετεί την ηρωίδα του, την γλυκιά Μπες υπό τον ασφυκτικό έλεγχο μιας δογματικής, θρησκόληπτης κοινωνίας έτσι και η Πατεράκη δίνει συγκεκριμένες ελευθερίες στη σκηνοθεσία της. Κι όπως ο αιρετικός κινηματογραφιστής βάζει την Μπες να ανοίγει διάλογο με το Θεό και δημιουργό της έτσι και η Πατεράκη συνομιλεί με τον Τρίερ, ως δημιουργό του κειμένου. Και δεν πρόκειται για μια μεταφορική συνομιλία αλλά μια ρεαλιστική διαδικασία όπου η Πατεράκη δηλώνει το σεβασμό, το δέος ακόμα και τον ερωτισμό που μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα στο έργο και τον δημιουργό του.  </p>
<p style="text-align: justify;">Η προσέγγιση της στο αριστούργημα του Δανού Τρίερ ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ποιητικό στοιχείο – παρότι ο ρεαλισμός κατά σημεία, αποδεικνύεται η αχίλλειος πτέρνα της παράστασης. Είναι προφανές ότι η Πατεράκη επιχειρεί με κάθε τρόπο να «γειώσει» την ιστορία της μολονότι αφορά στην ιστορία μιας ανώνυμης αγίας, ενός προσώπου που εξερευνά την πίστη ως υπέρβαση στο πλαίσιο μιας συντηρητικής κοινωνίας που ευαγγελίζεται την πίστη μόνο μέσα από τους περιορισμούς και τις αγκυλώσεις της Εκκλησίας.<br /> Το λιτό, βιομηχανικό σκηνικό, η σκοτεινή ατμόσφαιρα της Βόρειας Θάλασσας, η ταυτόχρονη κινηματογράφηση αποσπασμάτων της δράσης (ως μάτι του Θεού ή του Τρίερ άραγε;), η πιστή παρακολούθηση της πλοκής, η υπερ-προβολή των γυμνών σωμάτων των ηρώων είναι τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία επενδύει για να αποδώσει την έννοια του πραγματικού. Από την άλλη, η διαρκής παρουσία στη σκηνή ενός Άνδρα και μιας Γυναίκας με το μήλο ανά χείρας, ως φορείς του Προπατορικού Αμαρτήματος, είναι μια υπόμνηση στις Γραφές εγκατεστημένο ως υπαρξιακό υλικό του σύγχρονου κόσμου. Μαζί με κάποιες, ωραίας «φωτογραφίας» σκηνές, όπου η ηρωίδα ζει και δεν ζει ανάμεσα στους συγχωριανούς της οι οποίοι την δηλητηριάζουν συνθέτουν ένα περιβάλλον πιο λυρικό, που λειτουργεί στις παρυφές του ρεαλισμού.<br /> Δομικά, η παράσταση ανεβαίνει βασισμένη στις αρχές του σινεμά. Η δραματουργία που είναι κατακερματισμένη σε σκηνές αποτίει μεν φόρο τιμής στο αδελφό φιλμ, επεκτείνει δε τη διάρκεια της. Την ίδια ώρα, ανάμεσα στο πλήθος των σκηνών υπάρχουν κι εκείνες που “περισσεύουν” κομίζοντας μια ήδη δοσμένη πληροφορία,  άλλες που αναγκάζουν τους ηθοποιούς σε άχαρα πέρα – δώθε ή στην «απενεργοποίηση» μελών του θιάσου στο πίσω μέρος της σκηνής. Η μεγάλη διάρκεια μοιραία οδηγεί σε αρρυθμίες στη ροή της παράστασης ειδικά στο δεύτερο μισό της – θυσιάζοντας την επιθυμητή συγγένεια με τον κινηματογράφο. Το πρόκριμα του ρεαλισμού τέλος, δίνει το άλλοθι σε μια ατυχή εκτέλεση του φινάλε και ξεθωριάζει απότομα την συγκίνηση που κρύβει ως καθαυτή σκηνή στην κάθαρση των χαρακτήρων.<br /> Οι «κατασκευαστικές» ατέλειες υποχωρούν μπροστά στις ερμηνείες των βασικών πρωταγωνιστών. Καταρχάς, η Ρούλα Πατεράκη έχει εξασφαλίσει ένα εξαιρετικό ζευγάρι στους ρόλους της Μπες και του Γιαν, του ζευγαριού που ζει μια υπερβατική αγάπη και γι' αυτό διαφοροποιείται από τη μάστιγα των «αιματηρών πρέπει» που έχουν δομήσει την κοινωνία τους. Ξεπερνώντας εντελώς τους, εξ ορισμού, κινδύνους του μελοδράματος δίνουν δύο πολύ ανθρώπινα πορτρέτα των χαρακτήρων τους. Η Ιωάννα Τσιριγκούλη μετά την πολύχρονη απουσία από το ελληνικό θέατρο επιστρέφει με μια ερμηνεία με ψυχή, σπαρακτική, αληθινή, που πείθει και εξοικειώνει τον καθέναν από εμάς με την έννοια του «θαύματος» – όχι ως μια χριστιανική πράξη θυσίας αλλά ως μια πράξη μεγαλειώδους αγάπης. Στο ίδιο μήκος κύματος, φυσικός, αυθεντικός και ανεπιτήδευτος και ο Άκης Σακελλαρίου που επιπλέον έχει να ανταποκριθεί και στη συνθήκη μιας καθηλωμένης ερμηνείας στο κρεβάτι του πόνου. Τους πλαισιώνουν με στέρεες ερμηνείες τόσο ο Γιώργος Παπαπαύλου υποδυόμενος τον γιατρό Ρίτσαρντσον όσο και η Παρθενόπη Μπουζούρη ως Ντόντο. Στους μικρότερης έκτασης ρόλους αλλά με τον τόνο που τους αρμόζει ξεχωρίζουμε τον αειθαλή Γιάννη Βογιατζή στο ρόλο του Μίνιστερ και της Τασίας Σοφιανίδου στο ρόλο της στρυφνής, αγέλαστης μάνας.<br /> Ως ανήσυχο, σκληρό και προσωπικής αισθητικής, το θέατρο της Ρούλας Πατεράκης δεν παύει να έχει μεγάλο ενδιαφέρον.</p>
<p style="text-align: justify;">tospirto</p>

Σχετικά άρθρα