Μπορούμε να προλάβουμε τα καρδιαγγειακά νοσήματα;

Η ταχεία άνοδος των δεικτών νοσηρότητας και θνησιμότητας του ελληνικού πληθυσμού τις τελευταίες δεκαετίες επιβάλλει την άμεση έναρξη προγραμμάτων πρόληψης από την παιδική ηλικία. Αν ξέραμε το σωστό τρόπο διατροφής, ζωής και άσκησης των καρδιαγγειακά νοσήματα θα μπορούσαν να ελαττωθούν κατά 80%. Και όμως. Η στρατηγική πρόληψης παραμένει άγνωστη ακόμα, στην Ελλάδα.

Γράφει ο Αντώνης Καφάτος, Ομότιμος Καθηγητής Προληπτικής Ιατρικής &Διατροφής, στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης

– Μπορούμε να προλάβουμε τα καρδιαγγειακά νοσήματα;

Όπως δείχνουν τα δεδομένα του Center for Diseases Control στις ΗΠΑ καθώς και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, μόνο το 12% των πρόωρων θανάτων μπορούν να προληφθούν με τις υπάρχουσες υπηρεσίες υγείας ενώ τα 2/3 (67%) μπορούν να προληφθούν με παρέμβαση στον τρόπο ζωής και το περιβάλλον. Το 24% έχουν σχέση με γενετικούς παράγοντες αλλά η δράση τους μπορεί να μειωθεί με αλλαγές στον τρόπο ζωής, διατροφής και άθλησης. Δυστυχώς το 99% των πιστώσεων για την υγεία δαπανώνται στις υπηρεσίες υγείας και τα φάρμακα, ενώ λιγότερο από το 1% δαπανάται για την πρωτογενή πρόληψη και αυτό περιλαμβάνει κυρίως τα εμβόλια. Παρά τη συνεχή τεράστια χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας το χρέος συνεχώς συσσωρεύεται και διογκώνεται ενώ οι υπηρεσίες υγείας υπολειτουργούν.

-Υπάρχει στρατηγική πρόληψης καρδιαγγειακών νοσημάτων στην Ελλάδα;

Η στρατηγική για πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη είναι άγνωστη στη χώρα μας ενώ η διεθνής βιβλιογραφία σαφώς συμπεραίνει ότι τα καρδιαγγειακά νοσήματα μπορούν να ελαττωθούν κατά 80% με αλλαγές στον τρόπο ζωής, διατροφής και άσκησης, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 κατά 90% και οι καρκίνοι σε ποσοστό από 30 – 70%.Το πρώτο βήμα σχεδιασμού στρατηγικής πρωτογενούς πρόληψης είναι η πληθυσμιακή διάγνωση της υγείας και διατροφής αντιπροσωπευτικού δείγματος ενηλίκων και παιδιών της χώρας μας που θα επαναλαμβάνεται ανά δεκαετία. Τα δεδομένα αυτά θα δείξουν το μέγεθος των προβλημάτων υγείας και διατροφής του ελληνικού πληθυσμού, τις πληθυσμιακές ομάδες με τις μεγαλύτερες ανάγκες ενώ η αποτελεσματικότητα προγραμμάτων πρωτογενούς πρόληψης θα αξιολογείται ανά δεκαετία για διαπίστωση θετικών ή αρνητικών μεταβολών στους δείκτες υγείας, νοσηρότητας και θνησιμότητας του πληθυσμού.

-Υπάρχουν προγράμματα πρόληψης των νοσημάτων αυτών στη χώρα μας;

Ένα τέτοιο πρόγραμμα άρχισε η Κλινική Προληπτικής Ιατρικής και Διατροφής του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης το 1992-93 με όλα τα (6.000) παιδιά της Κρήτης που ενεγράφησαν στην 1η δημοτικού. Τα 4.171 ήταν ομάδα παρέμβασης και τα υπόλοιπα 1.510 ήταν ομάδα ελέγχου χωρίς εκπαίδευση. Η εκπαιδευτική αυτή παρέμβαση βασίστηκε σε έντυπο και ηλεκτρονικό υλικό που ετοιμάστηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης για το νηπιαγωγείο και χωριστά για κάθε τάξη του δημοτικού, γυμνασίου και λυκείου. Στην αρχή του ακαδημαϊκού έτους γινόταν ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των εκπαιδευτικών για να επινοήσουν διαδραστικές και βιωματικές δραστηριότητες επιπρόσθετα αυτών που τους δόθηκαν στο έντυπο υλικό, με συμμετοχή των γονιών στις ασκήσεις, με επισκέψεις σε αγροκτήματα, σε αγορές τροφίμων, σε κήπους, μουσεία ιστορικά και φυσικής Ιστορίας, κ.α.

-Ποια ήταν τα αποτελέσματα του προγράμματος αυτού;

Διαχρονικά και δέκα χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος παρέμβασης διαπιστώθηκε σημαντικά μικρότερη αύξηση στο δείκτη μάζας σώματος στην ομάδα παρέμβασης σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου. Στο παλίνδρομο τρέξιμο αντοχής σημειώθηκε σημαντικά μεγαλύτερη επίδοση στην ομάδα παρέμβασης. Η ολική χοληστερόλη μειώθηκε σημαντικά περισσότερο στην ομάδα παρέμβασης σε σχέση με την ομάδα ελέγχου, ενώ η LDL-χοληστερόλη μειώθηκε σημαντικά στην ομάδα παρέμβασης και αυξήθηκε στην ομάδα ελέγχου. Επίσης, σημαντικά μικρότερο ποσοστό παιδιών  της ομάδας παρέμβασης κάπνιζε το 2002 σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου.  Η εκπαιδευτική παρέμβαση φαίνεται ότι βελτιώνει το επίπεδο υγείας των παιδιών και ελαττώνει σημαντικά τους παράγοντες κινδύνου για χρόνια νοσήματα. Αν αυτές οι θετικές επιδράσεις συνεχιστούν τις επόμενες δεκαετίες, ίσως να είναι δυνατή η μείωση των παραγόντων κινδυνου για χρόνια νοσήματα.

 

 

 

 

 

Σχετικά άρθρα