Kαρκίνος μαστού. Ποιες γυναίκες κινδυνεύουν;

Καθώς ο καρκίνος του μαστού προσβάλλει όλο και περισσότερες γυναίκες στον δυτικό κόσμο, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ποιοι παράγοντες ευνοούν την εμφάνισή του, ώστε να είμαστε σε θέση να προφυλαχθούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Γράφει η Χειρούργος Μαστού και Λέκτορας Χειρουργικής Φιορίτα Πουλακάκη

Ως «παράγοντας» κινδύνου αναφέρεται οτιδήποτε αυξάνει την πιθανότητα που έχει ένας άνθρωπος να αναπτύξει καρκίνο. Παρόλο που οι παράγοντες κινδύνου επηρεάζουν την ανάπτυξη καρκίνου, οι περισσότεροι από αυτούς δεν προκαλούν άμεσα καρκίνο (δεν συνδέονται άμεσα με την πρόκληση καρκίνου).

Ορισμένοι άνθρωποι με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου δεν αναπτύσσουν ποτέ τη νόσο, ενώ άλλοι στους οποίους δεν έχουν διαπιστωθεί παράγοντες κινδύνου, νοσούν. Παρόλα αυτά, η γνώση των παραγόντων κινδύνου από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο και η γνωστοποίησή τους σε ιατρό ενδεδειγμένης ειδικότητας μπορεί να τον βοηθήσει να προσδιορίσει τον τρόπο της ζωής του αλλά και να πάρει σημαντικές αποφάσεις για την υγεία του. Η αλλαγή αυτή του τρόπου ζωής σε συνδυασμό με τις περεταίρω διαγνωστικές εξετάσεις που θα συστήσει ο εξειδικευμένος ιατρός, ονομάζονται εξατομικευμένη στρατηγική μείωσης ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

Ηλικία. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού αυξάνει με την ηλικία, με τους περισσότερους καρκίνους να εκδηλώνονται στις γυναίκες μετά την ηλικία των 50 που έχουν ήδη μπει στο στάδιο της εμμηνόπαυσης. Σύμφωνα με στοιχεία του NHS (Εθνικό Σύστημα Υγείας της Αγγλίας), 8 στις 10 περιπτώσεις καρκίνου του μαστού συμβαίνουν σε γυναίκες άνω των 50 ετών.

Προσωπικό ιστορικό καρκίνου του μαστού. Η γυναίκα που είχε στο παρελθόν νοσήσει με καρκίνο του μαστού στον ένα μαστό, έχει 1% με 2% πιθανότητες ανά έτος να αναπτύξει καρκίνο του μαστού στον άλλο μαστό.

Προσωπικό ιστορικό καρκίνου των ωοθηκών. Το ιστορικό του καρκίνου των ωοθηκών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, ενώ εάν στην ασθενή έχουν διαπιστωθεί μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2, ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών, αυξάνει περαιτέρω.

Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού. Οι γυναίκες με συγγενείς 1ου βαθμού (μητέρα, αδελφή, κόρη) που έχουν διαγνωστεί με καρκίνο μαστού, εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Όσες περισσότερες είναι οι συγγενείς που έχουν νοσήσει, (είτε από την πλευρά του πατέρα, είτε από της μητέρας) με τη συγκεκριμένη μορφή καρκίνου και μάλιστα σε νεαρή ηλικία (ένδειξη ότι πρόκειται για κληρονομούμενη μορφή της νόσου), τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες ανάπτυξής της. Ωστόσο, οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του μαστού δεν είναι κληρονομούμενες (δεν περνάνε δηλαδή από γενιά σε γενιά). Παρόλα αυτά, κάποια συγκεκριμένα γονίδια, γνωστά ως BRCA1 και BRCA2 μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης τόσο καρκίνου του μαστού όσο και καρκίνου των ωοθηκών, ενώ ένα τρίτο γονίδιο, το TP53, επίσης φαίνεται να συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Εάν οι συγγενείς που έχουν νοσήσει με καρκίνο μαστού είναι 2ου βαθμού (γιαγιά, θεία, ανιψιά, εγγονή) και πάλι ο κίνδυνος ανάπτυξης της νόσου εμφανίζεται αυξημένος.

Γενετική Προδιάθεση. Οι μεταλλάξεις των γονιδίων BRCA1 και BRCA2 συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών. Η μετάλλαξη των συγκεκριμένων γονιδίων μπορεί να διαπιστωθεί μέσω εξέτασης αίματος. Ωστόσο, το γενετικό αυτό τεστ δεν ενδείκνυται σε όλους τους ενδιαφερόμενους δεδομένου ότι θα πρέπει να προηγηθεί μια συμβουλευτική περίοδος που θα βοηθήσει τον υποβαλλόμενο στο τεστ να διαχειριστεί τα αποτελέσματά του. Οι ερευνητές εκτιμούν πως τα γονίδια που συνδέονται με κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού ευθύνονται για το 5% με 10% του συνόλου των περιπτώσεων ανάπτυξης της νόσου.

Έκθεση σε οιστρογόνα και προγεστερόνη. Οι ορμόνες, οιστρογόνα και προγεστερόνη, συνδέονται με την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου (όπως η ανάπτυξη του μαστού) και με την εγκυμοσύνη, ενώ η «παραγωγή» τους στο γυναικείο οργανισμό μειώνεται στην εμμηνόπαυση. Η έκθεση των γυναικών σε αυτές τις ορμόνες επί μακρόν αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Συγκεκριμένα:

Οι   γυναίκες που ξεκίνησαν την έμμηνο ρύση πριν την ηλικία των 11 με 12 ετών ή  που μπήκαν στη φάση της εμμηνόπαυσης μετά την ηλικία των 55 ετών εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού διότι τα κύτταρα  του στήθους έχουν εκτεθεί στα οιστρογόνα και την προγεστερόνη για μακρύ χρονικό διάστημα.

Οι   γυναίκες που εγκυμονούν στο πρώτο τους παιδί μετά την ηλικία των 35 ετών ή  που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε η εγκυμοσύνη τους εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο  ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Η εγκυμοσύνη έχει προστατευτική δράση      ενάντια στον καρκίνο του μαστού δεδομένου ότι ωθεί τα κύτταρα του μαστού   στην τελική φάση της ωρίμανσης, ενώ φαίνεται πως και ο θηλασμός δρα  προστατευτικά ενάντια στην ανάπτυξη της νόσου.

Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης. Η πρόσφατη λήψη (εντός των τελευταίων πέντε ετών) και η μακρόχρονη λήψη (επί σειρά ετών) μετεμμηνοπαυσιακής θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Τα στοιχεία μάλιστα αποδεικνύουν πως τα νέα περιστατικά διάγνωσης καρκίνου του μαστού σημείωσαν μείωση καθώς μειώνονταν και ο αριθμός των γυναικών που προχωρούσε σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης.

Τρόπος ζωής. Όπως και με άλλες μορφές καρκίνου, έτσι και με τον καρκίνο του μαστού, πλήθος ερευνών έχουν καταδείξει πως ποικίλοι παράγοντες του τρόπου ζωής μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη της νόσου.

-Πρόσφατες  έρευνες έχουν καταδείξει πως οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που είναι και παχύσαρκες παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

Η  έλλειψη σωματικής δραστηριότητας μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου  του μαστού διότι η άσκηση μειώνει τα επίπεδα των ορμονών, ενεργοποιεί το  μεταβολισμό και ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα. Η αυξημένη σωματική δραστηριότητα  συνδέεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.

Η  κατανάλωση αλκοολούχων ποτών, δύο ή και περισσότερων ανά ημέρα, όπως  μπύρα, κρασί και ποτά με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αλκοόλ, αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου.

Ακτινοβολία. Η ιονίζουσα ακτινοβολία σε υψηλές δόσεις, μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού. Ωστόσο, τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ακτινοβολίας που λαμβάνει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ετήσιας μαστογραφίας της δεν συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου. Το αντίθετο μάλιστα, η συγκεκριμένη απεικονιστική εξέταση βοηθά στην ανίχνευση της νόσου σε πρώιμο στάδιο και στην καλύτερη πρόγνωση της υγείας της γυναίκας.

Πυκνοί Μαστοί. Ο πυκνός μαστικός ιστός είναι σχετικά δύσκολο να «αναγνωστεί» στη μαστογραφία γι’ αυτό κι ένας μικρός όγκος σε πυκνούς μαστούς μπορεί να εντοπιστεί με δυσκολία. Οι ερευνητές επίσης διεξάγουν σχετικές μελέτες για να διαπιστώσουν εάν η πυκνότητα των μαστών αυξάνει και τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού. Σίγουρα όμως μέχρι στιγμής δεν υπάρχει τεκμηρίωση ότι η πυκνότητα των μαστών σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου

Άτυπη Υπερπλασία. Πρόκειται για ειδική αλλοίωση είτε στους πόρους είτε στα λόβια. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες με διαγνωσμένη άτυπη υπερπλασία τετραπλασιάζεται σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, ενώ εάν συνυπάρχει και κληρονομικό οικογενειακό ιστορικό, ο κίνδυνος ανάπτυξης της νόσου σημειώνεται έξι φορές μεγαλύτερος. Η θεραπευτική της προσέγγιση συνιστά χειρουργική βιοψία.

Ύψος, πάνω από το μέσο όρο. Όσες γυναίκες έχουν μεγαλύτερο του μέσου όρου ύψος είναι πιο πιθανό να αναπτύξουν καρκίνο του μαστού συγκριτικά με τις μέτριες σε ύψος γυναίκες. Η αιτία στην οποία έχει αποδοθεί η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν έχει εξακριβωθεί, υπάρχουν όμως εικασίες ότι οφείλεται στη διατροφή και τις ορμόνες αλλά και την αλληλοεπίδραση μεταξύ γονιδίων.

Λοβιακό Καρκίνωμα in situ (LCIS). Με τον όρο «in situ καρκίνωμα» αναφέρονται οι περιπτώσεις όπου τα κύτταρα με κακοήθεια περιορίζονται στο επιθήλιο του λοβίου (λοβιακό καρκίνωμα) και δεν φαίνεται να διασπούν τη βασική μεμβράνη. Το in situ αποτελεί περισσότερο ένα δείκτη αυξημένου κινδύνου εμφάνισης αμφοτερόπλευρου πορογενούς ή διηθητικού καρκίνου του μαστού, παρά μια προκαρκινωματώδη βλάβη αυτή καθαυτή. Ο κίνδυνος ανάπτυξης ετερόπλευρου και ομόπλευρου καρκίνου του μαστού εμφανίζεται ίδιος ενώ η συνύπαρξη οικογενειακού ιστορικού καρκίνου του μαστού αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφάνισης διηθητικού καρκίνου.

Σχετικά άρθρα