Πόσο υγιείς θεωρείτε ότι είστε;

Η απειλή της υγείας.

Γράφει η καθηγήτρια ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και συγγραφέας, κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου.

Πόσο υγιής θεωρείτε ότι είστε; Αν το ερώτηµα εµφανιζόταν σε κάποια δηµοσκόπηση (έστω κατευθυνόµενη από φανερές ή λιγότερο φανερές προθέσεις) θα µέναµε συγκλονισµένοι από τις απαντήσεις.

«Υγεία είναι µια κατάσταση πλήρους σωµατικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς η απουσία νόσου ή αναπηρίας». Πόσοι σήµερα, µε βάση αυτόν τον ορισµό της Παγκόσµιας Οργάνωσης Υγείας, θα έσπευδαν να αποφανθούν «Ναι! Είµαι υγιής»; 

Πρώτο θύµα η ψυχική υγεία. Τα καθησυχαστικό σύνορο που από τα βάθη των αιώνων χώριζε το «οµαλό» από το «φυσιολογικό» θρυµµατίζεται. Το ρήµα «τρελαίνοµαι» δεν εκφέρεται πλέον ως σχήµα λόγου αλλά ως ένα συντριπτικό απτό βίωµα. Ποτέ άλλοτε ο φρενοβλαβής, ο ταξιδευτής στα πλοία των τρελών του Μεσαίωνα, ο εξόριστος από την πόλη δεν είχε έλθει τόσο κοντά µε εµάς.

Ποτέ άλλοτε ο λεγόµενος ψυχικά υγιής δεν πλησίασε τόσο πολύ τον ψυχικώς πάσχοντα. Εκτεθειµένοι και οι δύο στη συνεχή απειλή µιας βαθιάς οδύνης. Ιδού ορισµένα δεδοµένα: ραγδαία αύξηση των αυτοκτονιών, των ακούσιων ψυχιατρικών εγκλεισµών, των καταθλίψεων, (κυρίως µεταξύ των ανέργων), των ψυχοσωµατικών εκδηλώσεων, των αγχωδών διαταραχών, της εξάρτησης από ουσίες παράνοµες (ναρκωτικά) και νόµιµες (αλκοόλ και ψυχοφάρµακα), αρχίζοντας µάλιστα από πολύ νεαρές ηλικίες. 

Αξίζει να επισηµάνουµε όµως τις λιγότερο ορατές αυτοκαταστροφικές συµπεριφορές, όπως είναι η ραγδαία αύξηση των τροχαίων ατυχηµάτων ή η επικίνδυνα αυξανόµενη απροθυµία να απευθυνθούµε σε κάποιον γιατρό ακόµη και όταν σωµατικά συµπτώµατα εµποδίζουν την καθηµερινότητά µας.

Το «σύνδροµο της ανεργίας» αγκαλιάζει και τους εργαζοµένους που τελούν υπό την απειλή της απόλυσης και την αποδοχή όρων εργασιακού µεσαίωνα. H ιερότητα των ανθρωπίνων σχέσεων βεβηλώνεται. Η ψυχαναγκαστικά πλέον εγκατεστηµένη µέσα µας σκέψη «από πού θα βρω τα λεφτά να πληρώσω όλα όσα έρχονται και ακόµη δεν γνωρίζω;» υπονοµεύει την αντοχή των σχέσεων µεταξύ γονιών, συζύγων, φίλων, εραστών. 

Επιδηµιολογικά δεδοµένα αποτυπώνουν µέσα από αριθµούς το ψυχικό κόστος της κρίσης. Εξίσου όµως σηµαντική είναι µια τεράστια, αχανής γκρίζα ζώνη που δεν καλύπτεται από τις στατιστικές και απλώνεται ανάµεσα στο «υγιές» και στο «παθολογικό». Θα την ονοµάσω ζώνη µιας άγριας µελαγχολίας .

Σε αυτήν κινούνται όλοι όσοι δίχως απαραιτήτως να πάσχουν από µια ψυχική διαταραχή αδυνατούν να ανταποκριθούν στον ορισµό της «υγείας». «Μη υγιείς» λοιπόν. Στο έλεος της αρρώστιας. Ας µη µας παραξενεύει η οξύτητα των λέξεων. ∆εν πρέπει να τις φοβόµαστε τις λέξεις, αξίζει να τις κάνουµε να ακολουθούν την ακρότητα των φαινοµένων που επιχειρούν να περιγράψουν, ειδάλλως χάνουν τη δύναµή τους. Πληθαίνουν µέρα µε τη µέρα όσοι συνωστίζονται στην γκρίζα ζώνη της άγριας µελαγχολίας. 

Πώς ζουν; Μα δεν έχουµε παρά να ρίξουµε µια µατιά γύρω µας και µέσα µας. Να αναγνωρίσουµε τη διάχυτη δυσφορία, την απόγνωση που εκτρέφει τη βία, τις αιφνίδιες διακυµάνσεις του θυµικού, την ευερεθιστότητα µαζί µε την απάθεια, την αναλγησία απέναντι στο άλλον, µαζί µε τον αυτο-οικτιρµό, την αναγόρευση αποδιοποµπαίων τράγων, τη θεµιτή οργή στους κρατούντες να εναλλάσσεται µε την αθέµιτη οργή ενάντια στον εαυτό µας. Τη θεσµικά αποδεκτή βία που µια ολόκληρη κοινωνία καλείται αδιαµαρτύρητα να υποστεί. 

∆εν έχουµε παρά να ακούσουµε εξάχρονα παιδιά σε απογυµνωµένα από βιβλία και οράµατα σχολεία να ρωτούν µε αγωνία τους δασκάλους τους «κυρία, πότε θα διώξουν από τη δουλειά τη µαµά, τον µπαµπά µου;». 

Τα σκουπίδια στους δρόµους, µια απειλή για τη δηµόσια υγεία, τι γίνεται όµως µε τις πεταµένες σαν σκουπίδι ζωές; Το «πεθαίνω σαν χώρα» τριάντα τρία χρόνια µετά δικαιώνει δραµατικά τον συγγραφέα του. 

Ωστόσο και πάλι όσα λέω αδυνατούν να περιγράψουν τα συµβαίνοντα. «Αυτό που θέλω να πω αστράφτει απρόσιτο». Ο στίχος του σουηδού, βραβευµένου µε Νοµπέλ, ποιητή συνοψίζει, όπως µόνον η ποίηση µπορεί, τη φτώχεια του λόγου να αποδώσει αυτό που ζούµε.

Κι όµως, η προοπτική δεν είναι νεκρή. Γιατί, όπως και να το κάνουµε, η Ιστορία δεν γνωρίζει αδιέξοδα και κενά. Αυτό που δεν γνωρίζουµε κεντρίζει τη σκέψη µας. Η σκέψη ήταν πάντα απαισιόδοξη, όµως η σκέψη είναι εκείνη που δεν αφήνει το συναίσθηµα να παγώσει και µπορεί να µας κάνει να φανταστούµε τον Σίσυφο, όπως προτρέπει ο Καµύ, ευτυχισµένο. Η σκέψη είναι εκείνη που µπορεί να µας κάνει, παραφράζοντας τον Χεµινγκγουέι, να δεχθούµε ότι «ο άνθρωπος (όπως και µια χώρα) καταστρέφεται αλλά ποτέ δεν νικιέται». Η ζωντανή και εµψυχωµένη από την καρδιά σκέψη είναι εκείνη που µπορεί να µας κάνει να αντιµετωπίσουµε τη βαρβαρότητα µένοντας αλληλέγγυοι στον διπλανό µας και αντιστεκόµενοι στις χθόνιες τεχνικές τού «διαίρει και βασίλευε». Η άγρυπνη σκέψη προσφέρει τη δυνατότητα µεταµόρφωσης του µέλλοντος. Ενός µέλλοντος που δεν είναι κανενός, παρά µόνο της Ιστορίας, µιας Ιστορίας που δεν έπαψε ποτέ να µας εκπλήσσει. Κανείς απ’ όσους σήµερα διαφεντεύουν τη ζωή µας δεν µπορεί να γίνει ιδιοκτήτης του µέλλοντος. Ο,τι κι αν κάνουν, «το µέλλον θα ανήκει στην έκπληξη». Αρκεί να κρατήσουµε ως κόρην οφθαλµού σε εγρήγορση τη σκέψη και το µυαλό µας. Η δυναµική της αγρυπνώσας σκέψης, όπλο µαγικό που γκρεµίζει σαθρές αυτοκρατορίες . Εγκώµιο λοιπόν σε µιαν ακοίµητη σκέψη σε πείσµα όλων των καιρών, σε πείσµα όλων των περιστάσεων.

Στα τυφλά βαδίζουµε, αλλά αν το γνωρίζουµε η τυφλότητα αποκτά µια δύναµη, την προφητική δύναµη του Μπόρχες και του Τειρεσία. Την προφητική δύναµη ενός ολόκληρου λαού που µπορεί να καταστρέφεται αλλά ποτέ δεν νικιέται. 

 

 

To άρθρο της κυρίας Φωτεινής Τσαλίκογλου πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα στις 23/10/2011.

Σχετικά άρθρα