Mαζί τα φάγαμε; Ενοχή,Ντροπή και Συλλογική κατάθλιψη.

«Μαζί τα φάγαμε;

Ενοχή, Ντροπή Και Συλλογική Κατάθλιψη»

Γράφει ο Στέλιος Στυλιανίδης, Ψυχίατρος-Ψυχαναλυτής, Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και η

Χριστίνα Μαμαλούδη, Ψυχολόγος

 

«Όταν όλοι μας γίνουμε ένοχοι, τότε θα έχουμε δημοκρατία», Αλμπέρ Καμύ

Διαφοροποιούμε παραδοσιακά την ντροπή από την ενοχή σε σχέση με τις λειτουργίες που διατηρούν με τα διάφορα στοιχεία της ψυχικής λειτουργίας. Η ενοχή εκφράζει μία ένταση μεταξύ του Εγώ και του Υπερεγώ (σύστημα το οποίο αποτελεί τη «συνείδηση» του ατόμου, περιλαμβάνει ιδεώδη και αξίες, απαγορεύσεις και εντολές και λειτουργεί ως λογοκριτής), με αφετηρία την παραβίαση την πραγματική ή την φαντασιακή ενός απαγορευμένου πράγματος, μιας απαγόρευσης. Η ντροπή υποδηλώνει περισσότερο μία κατάσταση έντασης μεταξύ του Εγώ και του Ιδεώδους του Εγώ (σύστημα το οποίο περιλαμβάνει ηθικές, θρησκευτικές κοσμοθεωριακές και λοιπές αξίες του ατόμου, τα ιδεώδη, τα ιδανικά και τις φιλοδοξίες του). Μαρτυρά την αποτυχία του Εγώ σε σχέση με το ναρκισσικό του σχέδιο. Μέσα στην ντροπή το Εγώ δεν φταίει αλλά είναι ανάξιο, είναι αναξιοπρεπές. Εάν η ενοχή προέρχεται από την εμπειρία της απώλειας ενός αντικειμένου αγάπης ή από την πράξη της καταστροφής του, αντίθετα η ντροπή προέρχεται όχι μόνο από την εμπειρία να χάσει κανείς ή να καταστρέψει το αντικείμενο αλλά από την εμπειρία να είναι κανείς χαμένος ή να είναι κατεστραμμένος για το αντικείμενο.

Με άλλα λόγια, η ενοχή είναι ένα αίσθημα που σχετίζεται με τη συνείδηση του ατόμου και τις επιταγές της, οι οποίες συχνά μπορεί να βιώνονται ως ιδιαίτερα αυστηρές και απαιτητικές. Η ντροπή από την άλλη οργανώνεται υπό το βλέμμα του σημαντικού Άλλου και σχετίζεται με αισθήματα απόρριψης ή αποδοχής. Μέσα από αυτή την οπτική μπορούμε να πούμε ότι η ντροπή είναι για τη μελαγχολία αυτό που είναι η ενοχή για την κατάθλιψη.

Στο πλαίσιο μιας γενικευμένης κατάστασης κοινωνικής ανομίας, ηθικής κατάρρευσης, συλλογικής ενοχής και ντροπής, πλήρους ρευστότητας των κοινωνικών δεσμών, δραματικής κοινωνικής ανασφάλειας και εγκατάλειψης κάθε συλλογικού οράματος, μέσα σε μια κατάρρευση αξιών και αποεπένδυση της ελπίδας, ο ανθρώπινος ψυχισμός διαθέτει δύο κύριες διεξόδους:

1. Την απόσυρση, την αποεπένδυση από κάθε συλλογικότητα, την καταθλιπτική ακινησία, συνδεδεμένη και με μείζονες ψυχοσωματικές αντιδράσεις/ψυχικές κινήσεις αυτοκαταστροφικότητας.

2. Την «εύκολη» και εκφορτιστική για την ένταση λύση του acting out, της καταστροφικότητας, της αέναης επανάληψης των ψυχικών κινήσεων του θανάτου και όχι της ζωής.

Η διαφθορά στην ελληνική κοινωνία δεν βασίστηκε μόνο σε κάποια κακοποιά στοιχεία αλλά στην αντίδραση μιας κοινωνίας που αρνείται την ανάπτυξή της. Το κράτος σε υποχρεώνει να διαφθαρείς κι εσύ για να ζήσεις, το εκμεταλλεύεσαι σαν οικογένεια, σαν σόι, σα συντεχνία. Πρόκειται για μια άκρως ανώμαλη σχέση που, όπως λέει ο Στέλιος Ράμφος, βρίσκεται στη ρίζα του σημερινού μας προβλήματος. Το κράτος προσπαθούσε για πολλά χρόνια να πολλαπλασιάσει τις μίζες ώστε να πολλαπλασιαστεί η συν-ενοχή. Κι εδώ το σύνθημα, η πρόταση του Πάγκαλου που έκανε πάρα πολύ μεγάλη ηχώ και διακίνησε πολλά συναισθήματα θετικά και αρνητικά στην ελληνική κοινωνία, το «Μαζί τα φάγαμε», εν μέρει ακουμπάει σε μια εσωτερική πραγματικότητα του κάθε πολίτη, όταν σαν τοξικομανής θέλει όλοι να παίρνουν ναρκωτικά, ώστε να μοιραστεί την ενοχή του. Έτσι το κράτος δημιουργεί συνθήκες που σε καλούν να τις παραβιάσεις. Να υπάρχει δηλαδή ένα κλίμα ευρείας συν-ενοχής ώστε η θεραπεία να δείχνει αδύνατη εκτός του συνολικού θανάτου και της συνολικής κατάρρευσης.

Η ντροπή είναι ένα μετασυναίσθημα που συγκεντρώνει διαφορετικά και διάσπαρτα στοιχεία. Είναι μία αλληλεπίδραση προκλήσεων συναισθηματικών , σεξουαλικών, συγκινησιακών και κοινωνικών. Αυτά τα στοιχεία παράγουν κόμβους άγχους, κόμβους επιθυμιών, συναισθημάτων που εξουδετερώνουν τις δυνατότητες έκφρασης και επικοινωνίας και κλείνουν τα άτομα σε εξαιρετικά έντονες συγκρούσεις. Το σύνολο της ύπαρξης είναι μέσα σε αυτές τις συνθήκες πραγματικά μολυσμένο από την ντροπή. Η ντροπή εκτός από αποδιοργανωτική μπορεί να είναι επίσης κινητοποιητική. Μπορεί να αναδειχτεί κατ’ επανάληψη και με βίαιο τρόπο κατά τη διάρκεια μιας ζωής ή ακόμη να διαλύσει μια καριέρα.

Η αναστολή έρχεται να υπογραμμίσει την ανικανότητα του υποκειμένου να αντιδράσει και αυτό το γεγονός έρχεται να εντατικοποιήσει την κατάσταση της ταπείνωσης. Η επιθετικότητα που δεν μπορεί να εκφραστεί στην κατεύθυνση αυτού που ταπεινώνει το άτομο τότε γυρνάει ενάντια στο άτομο. Κι έτσι η ντροπή προϋποθέτει την απόσυρση. Σε άλλες καταστάσεις, η ντροπή μπορεί να παίξει το ρόλο μιας τιμωρίας και ενός καταναγκασμού που οδηγεί το υποκείμενο να στρατευτεί σε μία ζωή που να σημαδεύεται από την υπέρμετρη φιλοδοξία και σχεδόν να αγγίζει τα όρια της μεγαλομανίας.

Υπάρχει λοιπόν, σε συνάρτηση και με τα προηγούμενα είδη ντροπής, μια κοινωνική ντροπή που εμφανίζεται όταν το άτομο είναι στιγματισμένο σε σχέση με την ταυτότητά του , τη φυλή του, τη θρησκεία του, την κοινωνική του κατάσταση ή την πολιτισμική του κατάσταση.

Το άτομο που αισθάνεται τραυματισμένο το ναρκισσισμό του, όπως σε κάθε προσπάθεια επούλωσης τραύματος, πρέπει να οδηγήσει τα πράγματα ώστε το τραύμα αυτό να μην συνδέεται με βιώματα επώδυνα ντροπής και ενοχής. Πρέπει η ντροπή και η ενοχή να εξαλειφθούν. Η ντροπή όμως και η ενοχή μπορούν να βρίσκονται στη γένεση του τραυματισμού, στο βαθμό που αυτά τα συναισθήματα διαταράσσουν και χτυπούν ανελέητα το εγώ, του επιβάλλουν μία ψυχική εργασία ιδιαίτερα πιεστική ή το αποδιοργανώνουν. Το επώδυνο βίωμα του τραύματος, το οποίο συνοδεύεται από συναισθήματα ντροπής και ενοχής, επαναλαμβάνεται κάθε φορά που διάφορες κοινωνικές καταστάσεις κάνουν το άτομο να νιώθει ταπεινωμένο. Σε τελευταία ανάλυση μπορούμε να πούμε ότι η προσπάθεια επούλωσης του τραύματος γίνεται μέσα από την εξάλειψη του βιώματος της ντροπής και της ενοχής. Η ντροπή και η ενοχή επιβάλλουν μια ψυχική εργασία που προσπαθεί να θεραπεύσει τον τραυματισμό και τα αποτελέσματα του.

 Για παράδειγμα, η απώλεια της ταυτότητας, ο κατακερματισμός του εθνικού ιδεώδους («Πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας θα’ ναι»), η εισβολή του ξένου-μετανάστη σαν απειλή για την εθνική συνοχή, το χαμηλό ιδεώδες του εγώ σε σχέση με τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη, η κοινωνικοοικονομική κρίση που μετατρέπεται σε ηθική κρίση αποτελούν, όλα αυτά τα στοιχεία μαζί, ένα σύνολο πραγμάτων που οδηγούν στην ντροπή και στην ενοχή, στη μελαγχολία ή στην κατάθλιψη αλλά και εναλλακτικά στο μίσος απέναντι στον άλλο και στην επιβολή επί του άλλου ασκώντας ταυτόχρονα μια αντισυστεμική κριτική και προσπαθώντας να διαφοροποιηθούν και να αλλάξουν τη σαπίλα του συστήματος.

Τι μπορεί να γίνει λοιπόν για να αλλάξουν τα πράγματα; Να κατανοήσουμε βαθύτερα, ο καθένας ατομικά και όλοι μαζί στις κοινωνικές ομάδες που ανήκουμε, τη διαβρωτική λειτουργία της ενοχής και της ντροπής μέσα μας και στον κοινωνικό μας περίγυρο. Επομένως, μόνο η επένδυση στις κινήσεις αλληλεγγύης, σε ένα συλλογικό σχέδιο δράσης και στην ανάπτυξη νέων δεσμών με τους άλλους μπορεί να είναι οι αυθεντικές και αποτελεσματικές απαντήσεις στην κρίση. Σε πείσμα της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, του κλίματος συλλογικής κατάθλιψης, ορισμένοι άνθρωποι εξακολουθούν να πράττουν το σωστό και το δύσκολο, να πορεύονται με ευθύνη και ήθος, να υπερβαίνουν τις ειδήσεις των οκτώ (ποιες ειδήσεις άραγε μετά το ακροδεξιό πραξικόπημα κατάργησης της ΕΡΤ και στέρησης της όποιας πολυφωνίας;). Αυτή η παράλληλη Ελλάδα, όπως εύστοχα γράφει ο Γιώργος Γραμματικάκης, «είναι η πραγματική Ελλάδα, η μόνη Ελλάδα». Μια Ελλάδα που δεν φοβάται τον φόβο.

Σχετικά άρθρα