Συμφιλιώσου με την θλίψη σου. Μια ιστορία.

Ο Ακάλυπτος.

Το παράθυρο του ιατρείου μου στην Αθήνα βλέπει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας, έναν χώρο έκτασης 5 Χ 5, στο μέσο των γύρω οικοδομών. Μια συκιά καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση και απλώνει τα κλαδιά της ακριβώς εμπρός από το παράθυρο. Εδώ και 3-4 χρόνια τα κλαδιά της μένουν γυμνά, έξω από λίγες διάσπαρτες τούφες φύλλα εδώ κι εκεί. Υποθέτω δεν άντεξε τα απόνερα με τις χλωρίνες που πετά από ψηλά η γειτόνισσα όταν καθαρίζει το μπαλκόνι τηςΓράφει ο ψυχαναλυτής, Κωνσταντίνος Γεμενετζής.

Ομολογώ, και με απορία, ότι, έξω από τέτοια ζητήματα οικολογίας και αισθητικής, ο ακάλυπτος ποτέ δεν με είχε απασχολήσει ως αυτός τούτος. Έμενε αφανής. Και τώρα σκέφτομαι πως η αφάνεια συνιστά ακριβώς ένα χαρακτηριστικό του. Ο ακάλυπτος δεν αφορά κανέναν. Δεν είναι χώρος κατοίκησης. Η συκιά του διαφέρει από μια συκιά του κήπου, όπως εκείνη που στον ίσκιο της κάποτε ολοκλήρωσα ένα βιβλίο, ή η άλλη που μελετάς τα σύκα της πως ωριμάζουν, παίρνεις τα έτοιμα για συντροφιά στο πρωινό σου και για γλυκό και για μαρμελάδα τις χειμωνιάτικες μέρες.

 Η συκιά του ακάλυπτου, η μοίρα της, μου θυμίζει έναν χαρακτηρισμό του ρωμαϊκου δικαίου για εκείνον τον άνθρωπο ο οποίος, λόγω μιας παράβασης, έχει αποκλειστεί από την κοινωνία, και κανείς μπορεί να τον σκοτώσει χωρίς να τιμωρηθεί: homo sacer. Ο homo sacer, ο καταραμένος άνθρωπος, συμβολίζει την απόλυτα φονεύσιμη ζωή. “Homines sacri” θα μπορούσαν να αποκληθούν και οι Εβραίοι στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, οι κρατούμενοι στο Guantanamo, αυτοί που δεν έχουν χαρτιά, αυτοί που ζητούν άσυλο, οι οποίοι, σε έναν χώρο εκτός νόμου, περιμένουν την απέλαση τους στα λεγόμενα “κέντρα φιλοξενίας”.

Η συκιά μου, τα περιστέρια, και ότι άλλο μπορεί να ζει και να κινείται στον ακάλυπτο, θα ήταν τέτοια πράγματα – ressacrae. Απόκληρα και απόβλητα. Ο ακάλυπτος είναι ένα είδος no man’s land. Άνετα τον περιδιαβάζουν τα αδέσποτα και οι κλέφτες.Ο ακάλυπτος είναι συνάμα ένας ενδιάμεσος χώρος ο οποίος, ακριβώς επειδή είναι ακατοίκητος, είναι διαπερατός και αφήνει να κυκλοφορούν ελεύθερα τα σημάδια της παρουσίας των γύρω κατοίκων: μουσική και τηλεφωνήματα, τηγανίσματα και ψησίματα, καυγάδες κι ερωτικοί στεναγμοί, ντυσίματα και γδυσίματα, ρούχα που στεγνώνουν στα μανταλάκια, όλα εκτεθειμένα σε κοινή θέα, σε κοινή όσφρηση, σε κοινό άκουσμα.

Όμως πως κι από που προκύπτει καν ένας ακάλυπτος; Σκέφτομαι λοιπόν ότι ο ακάλυπτος προκύπτει αναγκαστικά από τη δόμηση σε τετράγωνα. Και χρειάζεται, για να μπορεί στις οικοδομές που τον περιβάλλουν να κυκλοφορεί κάποιος αέρας, να μπαίνει κάποιο φως. Και τα τετράγωνα, πως προκύπτουν; Από τους ευθείς δρόμους που διασταυρώνονται, και τα σχηματίζουν. Και τι εξυπηρετούν οι ευθείς δρόμοι; Σε αντίθεση με τα σοκάκια και τα καλντερίμια; Την ταχύτερη δυνατή μετακίνηση και την ευκολότερη απόληξη στον προορισμό. Εξυπηρετούν τη ζωή που κυριαρχείται από την σκοπιμότητα, την ενεργητικότητα. Την vita activa.

Χέρι-χέρι με τη νεκρίλα του ακάλυπτου πηγαίνει η πλευρά της οικοδομής που εφάπτεται του δρόμου, που διαποτίζεται απο τη δράση, τη ζωηράδα, το αεικίνητο, που δεν κοιμάται ποτέ. Και καθώς από εδώ εννοούμε το νόημα της ζωής, η πλευρά που εφάπτεται των δρόμων είναι η πρόσοψη, αυτό που δείχνουμε, η βιτρίνα.

Το ότι μιλάμε για βιτρίνα τόσο εννοώντας την πρόσοψη των σπιτιών όσο και την εικόνα μας που προβάλλουμε στους άλλους, δεν είναι τυχαίο. Όπως κατοικούμε σπίτια, έτσι κατοικούμε τον εαυτό μας. Στον βαθμό λοιπόν που είμαστε προσηλωμένοι σε μια ζωή που ορίζεται από την σκοπιμότητα, την χρηστικότητα, την ενεργητικότητα, το σπίτι του εαυτού μας θα έμοιαζε με τα σπίτια που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Θα είχαμε δύο τρόπους επαφής με τους άλλους. Μία βιτρίνα, μία εικόνα του εαυτού μας με την οποία θα επικοινωνούσαμε, και μία πίσω πλευρά, μία νεκρίλα, η οποία θα γειτόνευε με τους άλλους μέσω κάποιου ακάλυπτου.

Ποια θα ήταν τότε αυτή η μορφή μας; Η μορφή της νεκρίλας, της ακινησίας, της αχρηστίας; Της μοναχικότητας;  Όπου τα πράγματα δεν μας αφορούν και η παρουσία τους γίνεται ενόχληση και βάρος;  Όμως τώρα δεν περιγράφω σημάδια της πλήξης; Θα μπορούσε η πλήξη να εννοηθεί ως η πλευρά του εντός μας ακάλυπτου, η πίσω πλευρά των φρέσκων, των δραστήριων, των χαμογελαστών μορφών με τις οποίες μας βομβαρδίζουν οι διαφημίσεις και μας καλούνε να τις υιοθετήσουμε; Και θα μπορούσε ακόμη κάποτε να οξύνεται μεταλλασσόμενη σε κατάθλιψη; Μήπως η vita activa είναι συνάμα και vita sacra; Μήπως η ενεργητική ζωή κουβαλάει αναγκαστικά τη σκιά της; Την καταραμένη ζωή;

Η σκιά της vita sacra δεν χρειάζεται πρώτα να μας πλακώσει για να κάνει εμφανή την παρουσία της. Προβάλλει καθημερινά, στις παρυφές του οπτικού μας πεδίου. Θυμάμαι εδώ στίχους του T. S. Eliot:

 “Όπως, σ’ ένα θέατρο,

Σβήνουν τα φώτα για ν’ αλλάξει το σκηνικό

Μ’ ένα κούφιο πλατάγισμα φτερών, με μια κίνηση σκότους στο σκότος,

Και ξέρουμε πως οι λόφοι και τα δέντρα, το μακρινό πανόραμα

Κι η έντονη, εντυπωσιακή πρόσοψη, όλα μαζεύονται –

Ή όπως, όταν ένας υπόγειος σιδηρόδρομος, στη σήραγγα, μεταξύ δύο σταθμών, σταματά για πολλή ώρα

Κι η κουβέντα ανάβει και σιγά-σιγά σβήνει σε σιωπή

Και πίσω από κάθε πρόσωπο βλέπεις το πνευματικό κενό να βαθαίνει

Αφήνοντας μόνο τον επιτεινόμενο τρόμο να μην έχεις τίποτα να σκεφτείς·

Ή όταν, σε νάρκωση με αιθέρα, ο νους έχει συνείδηση, όμως συνείδηση από τίποτα.”

“Συνείδηση, όμως συνείδηση από τίποτα”… Το ξέρουμε από τη συνύπαρξη στο ασανσέρ, τις ουρές στην τράπεζα και στις δημόσιες υπηρεσίες, την αναμονή στα φανάρια. Είναι ακόμα η αμηχανία ανάμεσα σε ανθρώπους που έξαφνα δεν έχουν να πουν τίποτα.  Η ανεργία, η αχρηστία, η αρρώστια. Κάποιες φορές η εικονική πραγματικότητα των κοινωνικών δικτύων.

Η άλλη πλευρά, αυτή της πρόσοψης, της βιτρίνας, θέλει μια ζωή γεμάτη εμπειρίες, εμπειρίες όπως αυτές που υπόσχεται η διαφήμιση. Εδώ ανήκουν ακόμα η αναγόρευση κάποιων καταστάσεων σε αλάτι της κατά τα άλλα άνοστης ζωής, όπως η επιτυχία, η αναγνώριση, ο έρωτας, τα παιδιά, αλλά και το shopping therapy, τα ναρκωτικά, το γήπεδο. Η πλευρά της πρόσοψης είναι ένα σαφάρι μικρών και μεγάλων εμπειριών.

Όταν λείπουν, όταν δηλαδή παίρνει κεφάλι η άλλη πλευρά, κανείς λέει πως τότε “δεν ζει”. Η μη ζωή θα ήταν η παράδοση στο κενό που είναι ακάλυπτο, που δεν καλύπτεται από την δράση. Θα ήταν το κενό ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν εξατομικευτεί σε μεγάλο βαθμό. Τότε ο άλλος, ο γείτονας, ο διπλανός στον υπόγειο σιδηρόδρομο, στο ασανσέρ, στις ουρές  είναι παντελώς ξένος, τόσο ξένος που ούτε ξενίζει πια, είναι απλά ενόχληση. Τότε η πλήξη και η κατάθλιψη θα ήταν μορφές ενός αδιέξοδου εγκλεισμού στην ατομικότητα, η οποία εκδηλώνεται πλέον ως βάρος και μοναχικότητα και καταραμένη ζωή.

Ενδεχομένως ο κόσμος της δράσης και το σκορποχώρι της ατομικότητας καθορίζουν τελικά και τον τρόπο που συνήθως χτίζουμε τα σπίτια μας. Ενδεχομένως οι οικοδομές μας είναι μία εικόνα του εαυτού μας. Γι’ αυτό και συχνά, στην πρόοδο μιας ψυχοθεραπείας, οι άνθρωποι, αλλάζοντας οι ίδιοι, μετακομίζοντας σε μιαν άλλη μορφή του εαυτού τους, μετακομίζουν και σε άλλο σπίτι.

Ο Freud παρομοίαζε το ασυνείδητο με το σκοτεινό, αραχνιασμένο υπόγειο, στο οποίο κατέβαινε με τους ασθενείς του και το περιεργάζονταν. Σήμερα τα υπόγεια είναι φωτεινά. Ίσως, σήμερα, ένα ζητούμενο της ψυχοθεραπείας, αν όχι και της κοινωνίας μας γενικότερα, θα ήταν να προσέξουμε τον ακάλυπτο και την πλευρά μας που ανήκει σ’ αυτόν. Να την δεχτούμε όπως είναι, ακαλλώπιστα και απερίφραστα. Να πάψουμε να την κλωτσάμε, όταν μας συμβαίνει, στον υπόγειο και στις ουρές και στα φανάρια και στην πλήξη και στην κατάθλιψη. Να την κάνουμε φίλη μας κι αυτήν, όσο παράδοξο και ν’ ακούγεται. Ίσως έτσι τα σπίτια μας, και ο εαυτός μας, να γίνονταν περισσότερο φιλόξενα.

Είναι δυνατός άραγε ένας άλλος, λιγότερο διχασμένος, λιγότερο βεβαρυμένος τύπος ανθρώπου; Που θα κατοικούσε αλλιώτικα σπίτια; Γράφει ο νεαρός Hölderlin σ’ ένα γράμμα: “Πιστεύω σε μια επανάσταση των νοοτροπιών και των τρόπων σκέψης, η οποία θα κάνει όσα προηγήθηκαν να κοκκινίζουν από ντροπή”. Και γι’ αυτούς τους τρόπους σκέψης διαβάζουμε στον “Ζαρατούστρα” του Nietsche: “Είναι οι σιγαλινότερες λέξεις που φέρνουν την καταιγίδα. Σκέψεις που έρχονται πάνω σε πόδια περιστεριών, κατευθύνουν τον κόσμο.”

Σχετικά άρθρα