Μπρους Τσάτουιν: ιστορίες νομαδικής ζωής

<p><strong>του Αναστάση Βιστωνίτη, εφημερίδα Το Βήμα </strong></p>
<p><strong>Μπρους Τσάτουιν – Ο υμνητής της νομαδικής ζωής</strong></p>
<p>Ταγμένος στην περιπέτεια και στο ταξίδι γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας και εισήλθε την Ιστορία μέσω της Γεωγραφίας, προσδίδοντας στην πεζοπορία ένα σχεδόν θρησκευτικό περιεχόμενο.</p>
<p>(…) Mυθοποιήθηκε όχι μόνο όσο ζούσε αλλά και επί μία δεκαετία και πλέον μετά το θάνατο του από AIDS, το 1989 στα 49 του χρόνια. Ο μύθος του επιβιώνει και σήμερα που η ταξιδιογραφία γνωρίζει νέα άνθηση – και σε αυτό η συμβολή του Τσάτουιν, ο οποίος εντούτοις απέρριπτε τον όρο ταξιδιωτική λογοτεχνία, υπήρξε τεράστια.</p>
<p>Η ζωή και το έργο του είναι η μεγαλύτερη διάψευση του μοντερνιστικού δόγματος ότι ο συγγραφέας δεν έχει βιογραφία. Ο Τσάτουιν ακόμη και την αρρώστεια που τον οδήγησε στον θάνατο τη μυθοποίησε, ισχυριζόμενος σε μια συνέντευξη του το 1987 ότι είχε προσβληθεί στην Κίνα από μια σπάνια ασθένεια που την είχε προκαλέσει ένας μύκητας.</p>
<p>Εξι βιβλία πρόλαβε να εκδώσει όσο ζούσε εκείνος ο νομάς: τρία μυθιστορήματα, δύο ταξιδιωτικά και μια συλλογή από δοκίμια, ρεπορτάζ και πέντε "διηγήματα" (όπως τα θεωρούσε) με τίτλο 'Τι κάνω εγώ εδώ' που τον δανείστηκε από έναν άλλο νομάδα του 19ου αιώνα: τον Ρεμπό. Μπορεί κανείς εύκολα να προβεί σε συγκρίσεις και παραλληλισμούς, αλλά οι ομοιότητες φθάνουν ως ένα σημείο. Διότι κατά την κοινοτοπία όλοι οι συγγραφείς μπορεί να έχουν σκεφτεί τουλάχιστον μια φορά να παρατήσουν τη λογοτεχνία – όμως ο Ρεμπό είναι ο μόνος που την εγκατέλειψε. Ο Τσάτουιν εντούτοις, όσο κι αν θεωρούσε τον Ρεμπό "αδελφή ψυχή", ως συγγραφέας υπήρξε ο αντίποδας του τρομερού παιδιού της γαλλικής ποίησης. Ο Τσάτουιν φεύγοντας "απέδρασε" από την Αγγλία, ενώ ο Ρεμπό από τη λογοτεχνία, την οποία ο πρώτος δεν εγκατέλειψε ποτέ. Με τον θάνατο του ο βίος του θεωρήθηκε από αρκετούς εντυπωσιακότερος του έργου του, ενδεχομένως επειδή κι ο ίδιος επεδίωκε να συναντήσει και να μεταγράψει το "θαυμαστό", όπως έλεγε, το άγνωστο δηλαδή, ή αν θέλουμε να είμαστε ακριβέστεροι, να το μετατρέψει σε έναν μύθο που να περιέχει την αλήθεια και το ψέμα, γιατί τον κόσμο που ανακαλύπτουμε, ταυτοχρόνως τον επινοούμε.</p>
<p>Κάποιοι είπαν πως ο Τσάτουιν ήταν "γεννημένος ψεύτης" αλλά και "δημοσιογράφος από κούνια"- μολονότι ο ίδιος τα απέρριπτε και τα δύο, όπως δεν δεχόταν ότι υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ταξιδιογραφία και την καθαρή μυθοπλασία. Αυτό βεβαίως ισχύει πρωτίστως για τα δικά του κείμενα. Όσο για τη δημοσιογραφική πλευρά, αν και δεν θεωρούσε τον εαυτό του δημοσιογράφο, τα πραγματικά περιστατικά τον διαψεύδουν.</p>
<p><img src="/contentfiles_2016/0112abaabrucepatagw.jpg" alt="" width="150" height="221" /></p>
<p>Ο Τσάτουιν προτού πάει στην Παταγωνία το 1974, όπου έμεινε επί έξι μήνες κι εξέδωσε κατόπιν το 'Στην Παταγωνία', το βιβλίο που θα τον έκανε διάσημο εν μια νυκτί, θήτευσε για ένα διάστημα στο επάγγελμα ως συντάκτης και ρεπόρτερ του περιοδικού των Sunday Times.</p>
<p>To ταξίδι στην Παταγωνία δεν ήταν το πρώτο του εξωτικό, ας πούμε, ταξίδι. Προηγήθηκαν ταξίδια στο Πακιστάν, στον Νίγηρα, στην Δαχομέη και στη Ρωσία για τα οποία είχε γράψει νωρίτερα στα δημοσιογραφικά του κείμενα, όπου επιχειρούσε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Στη Ρωσία συνάντησε τη Ναντέζντα Μαντελστάμ, χήρα του κορυφαίου ποιητή Οσιπ Μαντελστάμ που πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κοντά στο Βλαδιβοστόκ το 1938.</p>
<p>(…) Είναι δυνατόν να τον διαβάζεις όταν γράφει πως η ιστορία του Μπουένος Άιρες βρίσκεται στον τηλεφωνικό του κατάλογο ή ότι η πόλη του Μπόρχες του θύμιζε τη Ρωσία και να μην αναρωτιέσαι: "μα τι λέει τώρα;"</p>
<p>Ο Τσάτουιν έφτασε στην Παταγωνία τον Δεκέμβριο του 1974, πέντε μήνες μετά τον θάνατο του δικτάτορα της Αργεντινής Χουάν Περόν. Εκεί ανακάλυψε έναν κόσμο ερήμην, μια ξεχασμένη Ατλαντίδα που την κατοικούσαν τυχοδιώκτες, ξέμπαρκοι, γέροι Ινδιάνοι, βοσκοί, μπάρμεν, ευαγγελιστές, κατάλοιπα της τσαρικής Ρωσίας – μια κοινωνία που αναγόταν πέρα και πάνω από το αφιλόξενο τοπίο και εισερχόταν στον μαγικό τόπο της φαντασίας του μεταμορφώνοντας τον και καθιστώντας τον πραγματικό.</p>
<p><img src="/contentfiles_2016/0112abaabrucecha.jpg" alt="" width="640" height="638" /></p>
<p>Το νόημα της νομαδικής ζωής</p>
<p>Βιβλίο αιχμής όμως δεν είναι μόνο το 'Στην Παταγωνία' αλλά και τα 'Μονοπάτια των τραγουδιών', καρπός των εμπειριών που αποκόμισε από ένα ταξίδι στην Κεντρική Αυστραλία, όπου ανακάλυψε την ιστορία των Αβορίγινων που συνδέονται με την καταγωγή τους μέσα από τα τραγούδια τους, την ύψιστη έκφραση του προφορικού πολιτισμού. Πρόκειται για ταξίδι στους αρχαίους μύθους, μια βαθιά διείσδυση στο νόημα της νομαδικής ζωής και μια επιβεβαίωση της άποψής του ότι το σπίτι του καθενός βρίσκεται απουδήποτε ή, όπως του είχε πει στο Νεπάλ ένας γηγενής, το σπίτι όλων μας είναι ο δρόμος.</p>
<p>Ο Τσάτουιν εδώ προσδίδει στην πεζοπορία ένα σχεδόν θρησκευτικό περιεχόμενο. Οι Αβορίγινες ήταν νομάδες που ζούσαν από το κυνήγι και οι νομαδικοί λαοί είναι ειρηνικοί αφού τις διαφορές τους τις επιλύουν με συμφωνίες, δεδομένου ότι θεωρούν τον κόσμο τέλειο εξ ορισμού. Επομένως ούτε επιχειρούν ούτε θέλουν να τον αλλάξουν, όπως οι λαοί των στατικών κοινωνιών που καταφεύγουν σε πολέμους. Τα τραγούδια των Αβορίγινων είναι τα νήματα, οι αόρατοι δρόμοι που τους συνδέουν με τις φυλετικές τους μνήμες – γιατί η μνήμη συνιστά τη μείζονα προϋπόθεση της επιβίωσης.</p>
<p>Ο άνθρωπος που βίωσε και ύμνησε τη νομαδική ζωή θα κατέληγε στο τέλος να αρνηθεί το ταξίδι. Είπε στην τελευταία συνέντευξη του στους New York Times "To ταξίδι είναι μια μορφή τυραννίας. Βαρέθηκα να ταξιδεύω. Από εδώ και πέρα δεν θα πάω πουθενά." Αυτό το "πουθενά" όμως ήταν το τέλος. Ο Τσάτουιν θα πέθαινε σε ένα νοσοκομείο της Νίκαιας στη Γαλλία.</p>
<p>(…) Θεωρούσε την Ελλάδα τόπο πρωταρχικό, όπως θεωρούσε μέντορά του τον μετρ της σύγχρονης ταξιδιογραφίας Πάτρικ Λι Φέρμορ… Η Μεσσηνιακή Μάνη για τον ίδιο ήταν μια άλλη Τοσκάνη, πολύ γοητευτικότερη από την ιταλική αφού διέθετε θάλασσα. Αυτή θα ήταν και ο τόπος της τελευταίας του κατοικίας και εκεί θα τερματιζόταν το συναρπαστικό του ταξίδι. Ο Πάτρικ Λι Φέρμορ παρέλαβε την τέφρα του και τη μετέφερε στο κοντινό ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου. Εκεί μαζί με τη γυναίκα του άνοιξαν έναν μικρό λάκκο στην ανατολική πλευρά του περιβόλου και την εναπόθεσαν χωρίς να βάλουν σταυρό.</p>

Σχετικά άρθρα