Λεκτίνες: Η συνιστώμενη ποσότητα που πρέπει να καταναλώνουμε

<p>Οι λεκτίνες ανήκουν σε μια μεγάλη οικογένεια πρωτεϊνών,  μη ανοσολογικής προέλευσης, που υπάρχουν σχεδόν σε όλα τα κύτταρα, επομένως σε όλα τα τρόφιμα και κατά κόρον στα όσπρια και τα δημητριακά. Έχουν την ιδιότητα να δεσμεύουν αντιστρεπτά και με μεγάλη εξειδίκευση τους υδατάνθρακες, χωρίς να επιφέρουν καμία αλλαγή στη δομή τους, διαδραματίζοντας διάφορους ρόλους στις κανονικές φυσιολογικές λειτουργίες, πχ βοηθούν τα κύτταρα και τα μόρια να «κολλούν» το ένα στο άλλο και εκτελούν διάφορες λειτουργίες που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα. Η λειτουργία τους στα φυτά δεν είναι σαφής, αλλά πιθανόν να αποτελούν έναν εξελικτικό μηχανισμό επιβίωσης, αποθαρρύνοντας τα ζώα – και τον άνθρωπο- να τα καταναλώσουν σε μεγάλες ποσότητες.</p>
<p>Παρά το γεγονός ότι όλα τα τρόφιμα περιέχουν κάποιες λεκτίνες, μόνο περίπου το 30% από τα τρόφιμα που τρώμε περιέχουν λεκτίνες σε σημαντικές ποσότητες, με πρωταγωνιστές τα όσπρια (συμπεριλαμβανομένων: φασόλια, σόγια και φιστίκια)  οι ξηροί καρποί και γενικότερα σπόροι και ακολουθούν τα γαλακτοκομικά, τα θαλασσινά και τα λαχανικά.</p>
<p>Κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων μπορεί να προκαλέσει άμεσα πεπτικά προβλήματα, αλλά και μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας. Η περίπτωση λεκτίνης – δηλητήριο είναι η ρικίνη (α λεκτίνη από το φυτό καστορέλαιο), η οποία μπορεί να προκαλέσει ακόμη και θάνατο.</p>
<p>Η συχνή κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων σε λεκτίνες έχει αποδειχθεί ότι μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην επένδυση του πεπτικού συστήματος, ενώ εξετάζεται ότι μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη διαπερατότητα του εντέρου καθώς και σε αυτοάνοσα νοσήματα. (1)</p>
<p>Για τις λεκτίνες, έχουν αναπτυχθεί διάφορες αμφιλεγόμενες θεωρίες, όπως εκείνη που ανέπτυξε ο Αμερικάνος φυσιοπαθολόγος Peter J. D’ Adamo, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ομάδα αίματός μας καθορίζει και τι πρέπει να τρώμε. Η θεωρία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι οι λεκτίνες, ως ουσίες πρωτεϊνικής φύσεως, όταν έρθουν σε επαφή με το αίμα προκαλούν αντιδράσεις και σχετίζονται με τα ανθρώπινα αντιγόνα.</p>
<p>Οι άνθρωποι παρουσιάζουν συχνά προβλήματα στην πέψη των λεκτίνων, οι οποίες είναι ιδιαίτερα ανθεκτικές στα πεπτικά ένζυμα του στομάχου, από όπου μπορεί εύκολα να περάσουν άπεπτες (1). Η «κολλώδης» μορφή των λεκτινών τις καθιστά επιρρεπείς στην προσκόλληση στο εντερικό τοίχωμα, όπου μπορεί να προκαλέσουν καθημερινή φθορά, διαταράσσοντας την συνοχή των κυττάρων του επιθηλίου του εντέρου. (2,3,4).</p>
<p>Η επαναλαμβανόμενη έκθεση σε λεκτίνες μπορεί τελικά να βλάψει το τοίχωμα του εντέρου, με αποτέλεσμα ανεπιθύμητες ουσίες να μπορούν πιο εύκολα να «διαρρεύσουν» από το έντερο προς την κυκλοφορία του αίματος, μια κατάσταση γνωστή ως «διαρρεόν ή διαπερατό  (leaky) έντερο»(5). Οι λεκτίνες στην κυκλοφορία του αίματος μπορούν να αλληλεπιδράσουν με γλυκοπρωτεΐνες στις κυτταρικές επιφάνειες και με αντισώματα του ανοσοποιητικού συστήματος, προκαλώντας αυτοάνοσες αντιδράσεις, όχι μόνο έναντι των λεκτινών, αλλά επίσης ενάντια των ιστών του σώματος. Αυτό το είδος της αλληλεπίδρασης είναι γνωστό ως μια αυτοάνοση αντίδραση, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα αρχίζει να επιτίθεται «λανθασμένα» στον ίδιο τον οργανισμό και γι αυτό οι λεκτίνες μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για εκδήλωση αυτοάνοσων νοσημάτων (6).</p>
<p>Οι πιο καλά μελετημένες λεκτίνες βρίσκονται κυρίως στα φυτά, ιδιαίτερα τα όσπρια και ονομάζεται phytohemagglutinins. Τα ωμά, άβραστα όσπρια είναι οι μεγαλύτερες πηγές αυτών των λεκτινών και η κατανάλωσή τους (ωμά) μπορεί να οδηγήσει σε δηλητηρίαση με κύρια συμπτώματα: σοβαρό κοιλιακό πόνο, εμετό και διάρροια (7).</p>
<p>Ωστόσο, να έχετε κατά νου ότι οι άνθρωποι συνήθως δεν τρώμε ωμά όσπρια. Είναι αλήθεια ότι οι λεκτίνες και άλλοι παράγοντες αναστολής θρέψης (πχ. φυτικό οξύ) μπορεί να προκαλέσουν βλάβη.</p>
<p><span>Ωστόσο, οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να αφαιρέσουν οριστικά τα όσπρια και τα δημητριακά από τη διατροφή τους, αλλά είναι εύκολο να μειώσουμε την ποσότητά τους με τις σωστές μεθόδους παρασκευής.</span></p>
<p><strong>ΒΡΑΣΜΟΣ:</strong></p>
<p>Είναι γεγονός ότι ο βρασμός των οσπρίων σε νερό σχεδόν εξαλείφει την δραστικότητα της λεκτίνης (8). Τα ωμά κόκκινα φασόλια περιέχουν 20.000 έως 70.000 HAU (μονάδα συγκόλλησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων), ενώ τα βρασμένα φασόλια περιέχουν μόνο 200-400 HAU. Σε μια μελέτη για τις λεκτίνες στη σόγια, ο βρασμός για 5 έως 10 λεπτά καταργεί την αρνητικη δράση των λεκτινών (9).</p>
<p><strong>ΜΟΥΛΙΑΣΜΑ- ΦΥΤΡΩΜΑ:</strong></p>
<p>Το μαγείρεμα δεν είναι ο μόνος τρόπος μείωσης των λεκτινών στα τρόφιμα. Το μούλιασμα ή η διαδικασία βλάστησης των οσπρίων και των σπόρων βοηθά στην εξάλειψη των λεκτινών και άλλων αντι-θρεπτικών ουσιών (10, 11).</p>
<p><strong>ΖΥΜΩΣΗ:</strong></p>
<p>Η ζύμωση των τροφίμων (κεφίρ, γιαούρτι, μίσο, προζύμι κτλ) μπορεί επίσης να βοηθήσει, επιτρέποντας φιλικά βακτήρια να αφομοιώσει τις αντι-θρεπτικές ουσίες (12,13,14). Η κατανάλωση δημητριακών μπορεί να είναι βοηθηθεί σημαντικά αν προετοιμαστούν παραδοσιακά με κάποια μορφή ζύμωσης.</p>
<p><strong>ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ:</strong></p>
<p>Είναι αλήθεια ότι οι διατροφικές λεκτίνες σε μεγάλες δόσεις είναι τοξικές. Ωστόσο οι άνθρωποι συνήθως δεν καταναλώνουν μεγάλες δόσεις, καθώς τα τρόφιμα πλούσια σε λεκτίνη, όπως τα δημητριακά και τα όσπρια, σχεδόν πάντα τρώγονται αφού μαγειρευτούν με κάποιο τρόπο, αφήνοντας μόνο μια αμελητέα ποσότητα των λεκτινών, που τα καθιστά «ασφαλή» για την πλειοψηφία των ανθρώπων.</p>
<p>Εξάλλου, τα περισσότερα από τα τρόφιμα που περιέχουν λεκτίνες, περιέχουν επίσης πολλές βιταμίνες, μέταλλα, φυτικές ίνες και αντιοξειδωτικά. Τα οφέλη της κατανάλωσής τους υπερβαίνουν κατά πολύ τις αρνητικές επιπτώσεις από τα ίχνη των λεκτινών.</p>
<p>Ωστόσο, άτομα με αυτοάνοσες παθήσεις ή πεπτικά προβλήματα μπορεί να ανταποκριθούν πολύ καλύτερα με μια διατροφή που αποκλείει ή περιορίζει περισσότερο τις λεκτίνες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που προέρχονται από τα γαλακτοκομικά, τα αυγά και τα φυτά της οικογένειας των σολανωδών (όπως οι πατάτες, η μελιτζάνα, η τομάτα και οι πιπεριές). Με την βοήθεια ενός διαιτολόγου- διατροφολόγου μια τέτοια διατροφή μπορεί να είναι ισορροπημένη και να ανταποκρίνεται στις φυσιολογικές και γευστικές ανάγκες του ασθενούς.</p>
<p> </p>
<p>Από την Επιστημονική Ομάδα του Διατροφολόγου Ευάγγελου Ζουμπανέα και την Κυριακή Απέργη/Διαιτολόγο – Διατροφολόγο (www.diatrofi.gr)</p>

Σχετικά άρθρα