Από τον Μπάροουζ στον Γκυ Ντεμπόρ του Γ. Ι. Μπαμπασάκη

<p>"Υπάρχουν επαναστάτες που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη Κεντρική Επιτροπή (κλασσικό παράδειγμα: ο Γκυ Ντεμπόρ). Υπάρχουν συγγραφείς που από μόνοι τους αποτέλεσαν μια ολόκληρη σχολή (κλασσικό παράδειγμα ο Μπόρχες). Υπάρχουν καλλιτέχνες που από μόνοι τους αποτέλεσαν ένα ολόκληρο κίνημα (κλασσικό παράδειγμα: ο Μαρσέλ Ντυσάν). Υπάρχει μία προσωπικότητα, μια εμβληματική μορφή του εικοστού αιώνα που υπήρξε και τα τρία, και όχι μόνο στο συμβολικό επίπεδο: επαναστάτης, συγγραφέας, καλλιτέχνης, και, συνάμα, Κεντρική Επιτροπή, σχολή, κίνημα. Άκουγε στο όνομα Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε την τέχνη, επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τη ζωή. Επηρέασε το γράψιμο, την εικαστική έκφραση, τον κινηματογράφο, το ροκ. Ανακάτεψε την τράπουλα ξανά. Ανέτρεψε τα δεδομένα. Ήταν από εκείνους που δεν παίζουν με τους κανόνες αλλά τους αναδημιουργούν, τους επινοούν, και τους επιβάλλουν – όχι με τη βία, αλλά με μια σπάνια μειλιχιότητα, με μια καταλυτική και ακαταμάχητη ηδύτητα. Ο Ουίλιαμ Σιούαρντ Μπάροουζ.</p>
<p>Και τι δεν ήταν; Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, λαμπρός φοιτητής, ένας απ' τους γενάρχες του κινήματος των Μπητ, ακούσιος φονιάς της συζύγου του, ποιητής, περιπλανώμενος, ιδιωτικός ντετέκτιβ, απολυμαντής, αέναος πειραματιστής, ανατρεπτικός μελετητής της γλωσσικής λειτουργίας, εικαστικός καλλιτέχνης και τόσα άλλα. Σωστά, πολύ σωστά, η ιέρεια του αμερικανικού πανκ, η Πάτι Σμιθ, λέει: «Ήταν ο παππούς όλων μας». Χώθηκε στον λαβύρινθο των τεχνητών παραδείσων αλλά δεν χάθηκε. Βρήκε την Αριάδνη του, το γράψιμο, και βγήκε από κει. Φαίνεται ότι για τα δημιουργικά πνεύματα ο λαβύρινθος της τέχνης είναι πιο θελκτικός, πιο απαιτητικός, πιο περίπλοκος. Έως τον θάνατό του, ο Ουίλιαμ Σιούαρντ, όπως και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ, ο λατρεμένος του, παρέμεινε σ’ αυτό τον λαβύρινθο, στον Λαβύρινθο της Στρατιάς των Είκοσι Τεσσάρων Γραμμάτων. Αυτοί οι δύο Ουίλιαμ Σ. είχαν πολλά κοινά (να ποια θα ήταν η υπέρτατη φιλοφρόνηση για τον πρώτο Ουίλιαμ Σ. – μια τέτοια συσχέτιση με τον Μεγάλο Βάρδο θα τον έκανε πάντα ευτυχή)." […]</p>
<p>Γ. Ι. Μ</p>
<p><a href="http://saixpirikon.com/%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%80%CF%80%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%8C%CE%BB%CF%89%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CF%82/">http://saixpirikon.com/%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%80%CF%80%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%8C%CE%BB%CF%89%CE%BD-%CE%BC%CE%B1%CF%82/</a></p>
<p> </p>
<p><strong>Συνέντευξη του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη στον Κώστα Κατσουλάρη, bookpress.gr (31/10/2016)</strong></p>
<p>Συζητήσαμε με τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, με αφορμή την κυκλοφορία κατά τον τελευταίο χρόνο, τριών εμβληματικών βιβλίων του, για τις Πρωτοπορίες και τα Κινήματα, για τον Γκυ Ντεμπόρ και, προσφάτως, για τον Γουίλιαμ Μπάροουζ. Συζητάμε για τους επιγόνους τους, τη σημασία που έχει για εμάς να τους διαβάζουμε και να τους μελετάμε σήμερα, αλλά και για τον συγγραφέα σε ρόλο «ρακοσυλλέκτη στιγμών και αναμνήσεων, εθνογράφου των δρόμων, χρονικογράφου μιας περιπετειώδους καθημερινότητας».</p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> Πρωτοπορίες, Γενιά των Μπητ, Γκυ Ντεμπόρ, έχεις ασχοληθεί, γράψει, ξαναγράψει, μιλήσει, όσο κανείς άλλος στη χώρα μας, για τις μεγάλες «ανησυχίες» ή «παραφωνίες» του αιώνα που πέρασε. Θα μιλήσουμε βέβαια και για όλα αυτά, αλλά ξεκινώντας θα ήθελα να μου πεις το εξής: είναι λανθασμένη η εντύπωση ότι έχεις κάποια αδυναμία στον Γουίλιαμ Μπάροουζ;</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Ναι, έχω μεγάλη αδυναμία στον Μπάροουζ, όπως έχω σε πολλούς μεταιχμιακούς δημιουργούς. Όσοι θέλησαν, και μπόρεσαν, με την τέχνη και τη ζωή τους να κινηθούν επικίνδυνα στις μεθοριακές γραμμές, στο ανάμεσα, στο όριο της υπέρβασης, μπόρεσαν να με γοητεύσουν, να με εμπνεύσουν, να με κινητοποιήσουν. Αγαπώ τα συγκροτημένα έργα, τα καλώς συγκερασμένα μυθιστορήματα, τα οργανωμένα επιτεύγματα, αλλά η γοητεία που μου ασκούν τα όσα κινούνται στις ενδιάμεσες ζώνες είναι καταλυτική. Θεωρώ, άλλωστε, ότι εκφράζουν την κατατεμαχισμένη πραγματικότητα της εποχής μας, και, εκφράζοντάς την, μας παρακινούν να την υπερβούμε. Όσο γίνεται. Όσο μπορούμε.</p>
<p>Ο Μπάροουζ είναι τέτοιος δημιουργός, ένας καταγραφέας του στούντιο της πραγματικότητας, όπως ο ίδιος έλεγε. Θέλησε να δουλέψει με το θραύσμα, με το απόσπασμα, με την σκλήθρα. Και τα κατάφερε.</p>
<p><img src="/contentfiles_2016b/talk-talk/2016-10/0babasabarouz.jpg" alt="" width="294" height="430" /></p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> Υπάρχει, το λες κι εσύ, μια παρεξήγηση. Συχνά ο Μπάροουζ προσφωνείται ως ο «Πατριάρχης της Γενιάς των Μπητ», αλλά στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν έχει τόση μεγάλη σχέση μαζί τους, δημιουργικά μιλώντας. Ποιες είναι οι βασικές διαφορές τους, αν μπορείς να τις κωδικοποιήσεις;</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Ήταν φίλος του Άλλεν Γκίνσμπεργκ και του Τζακ Κέρουακ. Οι τρεις τους θεωρούνται οι κορυφαίες μορφές της Γενιάς των Μπητ. Αλλά, μην το ξεχνάμε, καθένας τους ήταν ένα διαφορετικό σύμπαν. Καθένας τους έδρασε και δημιούργησε με μοναδικό τρόπο. Συνεργάστηκαν στενά, διατήρησαν διαλόγους και αλληλογραφία, επηρέασαν ο ένας τον άλλον. Ο Κέρουακ ήταν στενά δεμένος με την αμερικανική παράδοση, θέλησε να εκφράσει έναν «αγνό και ανεξέλεγκτο» τρόπο ζωής που διαισθάνθηκε ότι αρχίζει να χάνεται: αμάξια, τζαζ, μηλόπιτες, έρωτες, προλεταριακή εργασία και συνείδηση, ποδόσφαιρο, φαγοπότια, βόλτες το σούρουπο με τα χέρια στις τσέπες και τα χείλη να σιγοσφυρίζουν, βλέμματα στο μισόφωτο, και πάει λέγοντας.</p>
<p>Ο Γκίνσμπεργκ θέλησε να ανανεώσει την ποίηση, να την βγάλει πάλι στα καλντερίμια, να την κάνει τραγούδι, και μαζί θέλησε να γίνει τροβαδούρος της αγάπης, της ειρήνης, της ψυχικής γαλήνης, της αναζήτησης ενός βαθύτερου παλλόμενου εαυτού. Ο Μπάροουζ επεδίωξε να ανατάμει και να καταγράψει τις νέες πραγματικότητες της μεταβιομηχανικής εποχής, τον κίνδυνο των ολοένα διαγκούμενων συστημάτων ελέγχου, το ασυνάρτητο ηλεκτρονικό παραλήρημα, τα δίκτυα των μυστικών υπηρεσιών, εξ ου και σκάλισε πολύ την επιστημονική φαντασία, μελέτησε πολύ τα κοινωνιολογικά πονήματα, είχε πάντα στραμμένο το ένα το μάτι στην επιστήμη και στην τεχνολογία. Όλες αυτές οι διαφορές είναι εμφανείς στο έργο και των τριών, αλλά μαζί συνθέτουν μια ενιαία στάση: αυτή της αέναης αναζήτησης νοήματος σε έναν κόσμο ιλιγγιώδη και κατακερματισμένο.</p>
<p><iframe src="http://www.youtube.com/embed/Bw_UJGtYuJ8" frameborder="0" width="425" height="350"></iframe></p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> «Η γλώσσα είναι ένας ιός από το διάστημα». Είναι μια από τις πιο διάσημες «αποφάνσεις» του Μπάροουζ, που για πολλούς από εμάς έγινε γνωστή από το ομότιτλο τραγούδι της Λόρι Άντερσον. Για πολλά χρόνια, όποια πέτρα της πρωτοπορίας και να σήκωνες, έβρισκες λίγο Μπάροουζ από κάτω. Θέλω λοιπόν να σε ρωτήσω: Έχει αληθινούς επιγόνους ο Μπάροουζ και ποιοι μπορεί να είναι αυτοί;</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Η Πάτι Σμιθ το έχει πει καλύτερα απ᾽ όλους: «Ο Μπάροουζ είναι ο Παππούς Όλων Μας». Είναι αλήθεια ότι επηρέασε πολλούς και πολλά. Επηρέασε σχεδόν όλους τους ανήσυχους δημιουργούς του δεύτερου ημίσεος του 20ού αιώνα: μουσικούς, σκηνοθέτες, ποιητές, μυθιστοριογράφους. Τον προσέγγισαν και διεκδίκησαν την παρέα του μορφές όπως ο Άντυ Γουώρχολ, ο Ντέιβιντ Μπάουι, η Ντέμπι Χάρυ. Συναντήθηκε με τον Σάμιουελ Μπέκετ, που είναι η άλλη του όψη — ο ένας πήγαινε προς τα μέσα, ο Μπέκετ, ενώ ο άλλος, ο Μπάροουζ, ήταν πάντοτε ένα περισκόπιο που κοίταξε προς τα έξω. Συγκροτήματα όπως οι Soft Machine και οι Steely Dan πήραν το όνομά τους από γραπτά του. Ο τίτλος της περίφημης ταινίας Blade Runner είναι δικός του. Ο μακαρίτης Κερτ Κομπέιν έκανε έναν δίσκο με τον Μπάροουζ που είχε τον ωραίο χαρακτηριστικό τίτλο The Priest they called him. Δεκάδες συγγραφείς του κυβερνοπάνκ ρεύματος εμπνέεονται από τα τοπία του Παππού. Ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ, όχι μόνο είναι επηρεασμένος από τον Μπάροουζ, αλλά μετέφερε άριστα στη μεγάλη οθόνη το εμβληματικό μυθιστόρημα Γυμνό Γεύμα. Ο Γκας Βαν Σαντ έκανε επίσης έναν δίσκο με τον Παππού και με ομοίως ωραίο χαρακτηριστικό τίτλο The Elvis of Letters. Ο Λου Ρηντ δεν έπαψε να πίνει νερό, και όχι μόνο, στο όνομα του Μπάροουζ. Και πάει λέγοντας.</p>
<p><iframe src="http://www.youtube.com/embed/vl3KjYKXuHs" frameborder="0" width="425" height="350"></iframe></p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> «Η αριστοτελική δομή είναι μια από τις μεγαλύτερες τροχοπέδες του δυτικού πολιτισμού» αναφέρει κάπου, σε μια συζήτηση όπου εξηγεί τα περίφημα cut-ups. Ξέρω ότι μπορείς να μας παραπέμψεις στο βιβλίο σου, όπου ο ίδιος ο Μπάροουζ το εξηγεί αρκετά αναλυτικά, θα ήθελα ωστόσο να μου πεις εσύ, σήμερα, πώς την κατανοείς αυτή την τεχνική που είναι βέβαια κάτι πολύ περισσότερο από μια «τεχνική», και πού «κολλάει» η άρνηση του αριστοτελικού τρόπου σκέψης;</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Η τεχνική των cut-ups και των fold-ins ξεκινάει από το κίνημα του Ντανταϊσμού και τα πειράματα με τις επικολλήσεις, τα κολάζ, που απασχόλησαν πολύ τους ντανταϊστές. Ο Μπάροουζ είχε νιώσει ότι το μυθιστόρημα, η αφήγηση εν γένει, βρίσκεται πενήντα χρόνια πίσω από τις εικαστικές πειραματικές αναζητήσεις, και θέλησε να μπολιάσει τον αφηγηματικό λόγο με τέτοιες τεχνικές, δουλεύοντας με τον επιστήθιο φίλο του, τον Μπράιον Γκάιζιν, στο Παρίσι, στο θρυλικό Beat Hotel.</p>
<p>Σημειώνει κάπου ο Ρολάν Μπαρτ, «Γράφω σημαίνει διαλύω τον κόσμο και τον ανασυνθέτω από την αρχή». Ο Μπάροουζ αυτό επιχείρησε: να κάνει κομμάτια έναν ήδη κομματιασμένο κόσμο (που εμφανίζεται απατηλά ως ενιαίος και συνεκτικός), να τον διαλύσει, να μελετήσει επιστημονικά τα κομμάτια και να προχωρήσει στις δικές του ανασυνθέσεις. Έτσι φανερώνεται η πραγματική πραγματικότητα, η πραγματική σχέση του χάρτη και της επικράτειας. Ο Μπάροουζ επηρεασμένος από τη συστηματική μελέτη του φιλοσοφικού έργου Science and Sanity του σπουδαίου Άλφρεντ φον Κορτζίμπσκι (Alfred Korzybski), επιχειρεί μια μεθοδική αποδόμηση της κοινής λογικής και των περιορισμών της, αναλύοντας, πάντα καλλιτεχνικά, μέσα από το έργο του, τις σχέσεις του λόγου, των λέξεων, με τις εικόνες. Φτάνει έτσι σε μια αμφισβήτηση της αριστοτελικής λογικής, καθώς και σε, φαινομενικά, αλλόκοτα συμπεράσματα.</p>
<p><img src="/contentfiles_2016b/talk-talk/2016-10/0debordboreiodutiko.png" alt="" width="286" height="430" /></p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> Ξανακυκλοφόρησαν πρόσφατα δυο παλιότερες μελέτες σου (χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη, «μελέτες», μια και την χρησιμοποιείς κι εσύ, παρότι το ύφος αυτών των κειμένων τα φέρνει πιο κοντά στο λογοτεχνικό δοκίμιο), εμβληματικές για τις θεματολογίες που συζητάμε. Το πρώτο, κι ένα από τα πλέον διαβασμένα βιβλία σου, είναι το Βορειοδυτικό Πέρασμα, που αφορά τις λεγόμενες «Πρωτοπορίες». Είναι η τρίτη φορά που εκδίδεις αυτό το βιβλίο, που πρωτοβγήκε αν δεν κάνω λάθος το 1992. Τι είναι αυτό που κάνει, για σένα, αυτή τη συζήτηση για τις πρωτοπορίες και τα κινήματα να παραμένει ζωντανή εν έτει 2016; Τι είναι δηλαδή αυτό που δεν πρέπει να χάσουμε ή να ξεχάσουμε από αυτή την «αναταραχή», αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι συνέβη στον δυτικό κόσμο τις τελευταίες πέντε-έξι δεκαετίες;</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Τα πρωτοποριακά ρεύματα που συγκροτήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και ιδίως η Καταστασιακή Διεθνής [Internationale Situationniste / 1957-1972], δεν αναζήτησαν τόσο τρόπους ανανέωσης των καλλιτεχνικών μορφών όσο την απάντηση στο ερώτημα «Τι μπορεί να σημαίνει Τέχνη μετά το Άουσβιτς και τον αδιανόητο θάνατο;» Όταν όλες οι αξίες αρχίζουν να καταρρέουν τάχιστα, η αναζήτηση νέων αξιών γίνεται επιτακτικό καθήκον, γίνεται το μεγάλο παιχνίδι του μεγάλου καλλιτέχνη. Ο Ντεμπόρ, ξεκινώντας από μια ακαριαία φράση του Saint Just («Η ευτυχία είναι μια νέα ιδέα στην Ευρώπη»), αρχίζει να αναζητά το λεγόμενο «βορειοδυτικό πέρασμα προς την αληθινή ζωή»: τι είναι ο χρόνος και τι είναι ο άνθρωπος μέσα στον ωκεανό του χρόνου; Με άλλα λόγια, τι σημαίνει σήμερα να ζεις μια ζωή πλήρη εντέλει, τι σημαίνει να δρας και να δημιουργείς μέσα σε μια κοινωνία υπό κατασκευή, τι σημαίνει να επινοείς νέες συμπεριφορές και να τις προπαγανδίζεις συστηματικά. Ο Ντεμπόρ και οι φίλοι του έπραξαν και στοχάστηκαν σαν άοπλοι νομοθέτες ενός κόσμου που έβγαινε από τον αδιανόητο θάνατο και αναζητούσε νέες αξίες.</p>
<p>Ξέρουμε ότι ο πλούτος αυτής της αναζήτησης οδήγησε στο ξέσπασμα του Μάη του ᾽68, ένα ξέσπασμα που άλλαξε πολλά. Οι θεωρίες που επεξεργάστηκαν, ως εάν να ήταν έργα τέχνης, ο Ντεμπόρ και οι φίλοι του, έστειλαν στον αγύριστο πολλές δεσμευτικές και καταπιεστικές ψευδαισθήσεις και συμβάσεις που βάραιναν την ανθρωπότητα και άνοιξαν δρόμους προς νέες αντιλήψεις σχετικά με το τι σημαίνει τέχνη, αλλά και ζωή, στον σύγχρονο κόσμο. Η ιδέα της «πραγμάτωσης της φιλοσοφίας και της τέχνης» στο κοινωνικό πεδίο, η ιδέα της καθημερινής ζωής ως περιπετειώδους έπους, η ιδέα ότι «Τίποτα δεν είναι αληθινό. Τα πάντα είναι εφικτά», είναι τα στοιχήματα που στοίχειωσαν τον κόσμο μετά το ᾽68. Και ακόμη τον στοιχειώνουν. Ναι, η συζήτηση για τις πρωτοπορίες παραμένει ανοιχτή εν έτει 2016, και θα εξακολουθήσει να παραμένει όσο υπάρχουν άνθρωποι που αναζητούν διαρκώς σημασίες και νοήματα.</p>
<p><img src="/contentfiles_2016b/talk-talk/2016-10/0debordtheama.jpg" alt="" width="210" height="319" /></p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> Αν ο Μπάροουζ είναι η «αδυναμία» σου από τις μεγάλες μορφές που γεννήθηκαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο Γκυ Ντεμπόρ έχω την αίσθηση ότι είναι η ευρωπαϊκή προσωπικότητα που σε σαγηνεύει περισσότερο. Παραμένοντας στην πιο διάσημη «στιγμή» της πολυδιάστατης δράσης του, στο βιβλίο του Η κοινωνία του θεάματος (1967), θέλω να σε ρωτήσω το εξής: Στην εποχή του Google, του fb, των videogames και των εικονικών πραγματικοτήτων, πώς πρέπει να διαβάζουμε την Κοινωνία του Θεάματος; Μήπως, με απλά λόγια, είναι έργο που η πραγματικότητα το έχει ξεπεράσει;</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Απεναντίας, η Κοινωνία του Θεάματος όχι μόνο παραμένει έργο επίκαιρο αλλά σήμερα μοιάζει ακόμα πιο επίκαιρο από ό,τι μισό αιώνα πριν, όταν δεν είχαν φτάσει στον παροξυσμό τους τα όσα συνιστούν την κοινωνία που περιγράφει με πολύτιμη ακρίβεια αυτό το βιβλίο. Θυμάμαι ότι ο Herbert Marcuse διατεινόταν, όχι τόσο παράδοξα όσο φαίνεται, ότι ο 20ός αιώνας είναι μανιωδώς εγελιανός — και ξέρουμε ότι ο Έγελος στοχάστηκε και έγραψε στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα. Μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι ο 21ος αιώνας είναι μανιωδώς ντεμπορικός, καθόσον ο Ντεμπόρ στοχάστηκε και έγραψε στα μέσα και στα τέλη του 20ού αιώνα για όλα αυτά που άρχισαν να εμφανίζονται και να επιβάλονται στη σύγχρονη κοινωνία, στην Κοινωνία του Θεάματος, όπου το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου (και αντιστρόφως) και όπου το βίωμα ευτελίζεται σε αναπαράσταση, καθώς το είναι, που είχε εκπέσει σε έχειν, διολισθαίνει ολέθρια στο φαίνεσθαι.</p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> Είναι γνωστό ότι ο Μπάροουζ σκότωσε, «παίζοντας», την φίλη του Τζόαν Βόλμερ. Ο Ντεμπόρ, από την άλλη, κατηγορήθηκε πως ενεπλάκη στον θάνατο του εκδότη Ζεράρ Λεμποβισί. Ο πρώτος ήταν διάσημος «junky» που ωστόσο μακροημέρευσε ενώ ο δεύτερος εξίσου διάσημος αλκοολικός που κατέληξε με μια σφαίρα στην καρδιά, σχετικά νέος, στα 63 του χρόνια. Μήπως πίσω από το έργο τους, σε έλκουν οι οριακές, «διαταραγμένες» προσωπικότητες; Ρωτάω, γιατί στην περίπτωσή σου διακρίνει κανείς ένα είδος «ταύτισης» με αυτές τις μεγάλες μορφές. Δεν είσαι ένας απλός, ψυχρός μελετητής τους, αλλά περισσότερο ένας «μύστης» μιας ιδιόρρυθμης «λατρείας» (cult) της οποίας οι συγκεκριμένοι αποτελούν τα «ιερά τοτέμ».</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Σε καμμία περίπτωση δεν πρόκειται για διαταραγμένες προσωπικότητες. Τόσο ο Μπάροουζ όσο και ο Ντεμπόρ έζησαν μια πλούσια και ελεύθερη ζωή, υπερέβησαν στρατηγικά τα εμπόδια που στάθηκαν στον δρόμο τους, έδρασαν και έγραψαν όσο πιο ελεύθερα θέλησαν. Οι κατηγορίες περί εμπλοκής του Ντεμπόρ στη δολοφονία του φίλου του, εκδότη του και παραγωγού των ταινιών του, του Ζεράρ Λεμποβισί, ήταν γελοίες και κατέπεσαν από τα πρώτα εικοσιτετράωρα της υπόθεσης, καθώς δεν επρόκειτο παρά για ανοησίες ανοήτων.</p>
<p>Ο Ντεμπόρ έθεσε τέρμα εκκουσίως στην πλούσια (ας το επαναλάβουμε) ζωή του, πέθανε, θα λέγαμε, από υπερβολική δόση ζωής. Είναι γνωστό πια, από την αλληλογραφία του και άλλα ντοκουμέντα που άφησε, ότι οργάνωσε μεθοδικά την έξοδό του από τη ζωή, φροντίζοντας με επιμέλεια και ακρίβεια, να συνεχίσουν να εκδίδονται τα έργα του, αλλά και να εκδοθούν κάποια ανέκδοτα όπως ακριβώς ήθελε να εκδοθούν —σχεδίασε ο ίδιος τις εκδόσεις, επέλεξε ακόμα και τις γραμματοσειρές—, ενώ άφησε την σαφέστατη διαθήκη του, όπου όριζε ακόμα και τον τρόπο της κηδείας του.</p>
<p>Δεν πρόκειται, μια και ρωτάς, ούτε για «ιερά τοτέμ» ούτε για «λατρεία» ούτε καν για εμμονές. Καταπιάνομαι συστηματικά με τον βίο και το έργο ανθρώπων που θεωρώ ότι συμβάλλουν στη νοηματοδότηση της ζωής, ότι προσφέρουν στη διαδικασία επανεύρεσης σημασιών, ότι κάνουν την καθημερινότητά μας πιο ενδιαφέρουσα και πιο ελεύθερη. Από μια άποψη, αυτή της μεθοδικής ανάγνωσης και εξέτασης του βίου και του έργου τέτοιων προσωπικοτήτων, είμαι ψυχρός, ψυχρότατος μάλιστα, μελετητής — δεν αφήνομαι να παρασυρθώ σε μύθους που κυκλοφορούν εδώ κι εκεί, αλλά μελετάω προσεκτικά κάθε βιβλίο, πόνημα, ντοκουμέντο που σχετίζονται με τέτοιες προσωπικότητες. Και στη συνέχεια, γράφω για τις προσωπικότητες αυτές με την μέθοδο που συνόψισαν οι Σολωμός, Ναμπόκοφ και Μάλεβιτς ως εξής: «Με λογισμό και μ᾽ όνειρο» (ο πρώτος), «Με την μεθοδικότητα του καλλιτέχνη και το πάθος του επιστήμονα» (ο δεύτερος), «Με καρδιά από φλόγα και μυαλό από πάγο» (ο τρίτος).</p>
<p><img src="/contentfiles_2016b/talk-talk/2016-10/0babasacapetan.jpg" alt="" width="391" height="573" /></p>
<p><img src="/contentfiles_2016b/talk-talk/2016-10/0babasaenoikos.jpg" alt="" width="391" height="573" /></p>
<p><strong>Κ.Κ.:</strong> Έχεις γράψει κι εκδώσει ποίηση, πεζογραφία, μελέτες και… ντοκυμαντέρ. Μεταξύ άλλων έχεις γράψει ολόκληρο βιβλίο για το ουζερί «Καπετάν Μιχάλης», που βρίσκεται είκοσι μέτρα από τον Κέδρο, αλλά και για το ιστορικό μπαρ «Ένοικος» στην Καλλιδρομίου. Θες να μου πεις δυο λόγια ειδικά γι' αυτή την κατηγορία βιβλίων σου; Βλέπεις τον εαυτό σου ως τον καταγραφέα μιας μυστικής αθηναϊκής ζωής;</p>
<p><strong>Γ.-Ί.ΜΠ.:</strong> Έχω αναθέσει στον εαυτό μου τον ρόλο του ρακοσυλλέκτη στιγμών και αναμνήσεων, τον ρόλο του εθνογράφου των δρόμων, τον ρόλο του χρονικογράφου μιας περιπετειώδους καθημερινότητας που την κοσμούν οι ποιητικές εκλάμψεις και διαθέσεις μέσα στα εικοσιτετράωρα. Δεν πρόκειται τόσο για κάποια «μυστική αθηναϊκή ζωή» όσο για έναν τρόπο ζωής που παίζει με την παρέλευση του χρόνου, με το εφήμερο, με τη διαλεκτική παρελθόντος/παρόντος/μέλλοντος, με την αέναη αναζήτηση της ποίησης μέσα στην καθημερινότητα.</p>
<p>Στην Αθήνα, υπήρξαν και υπάρχουν στέκια όπου συμβαίνουν διαρκώς αναπάντεχα πράγματα, όπου γιορτάζεται το συμβάν, όπου ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες. Η καταγραφή της ζωής στα στέκια αυτά είναι μια ενδιαφέρουσα (για μένα, τουλάχιστον) εργασία.</p>
<p><strong>της Τιτίκας Δημητρούλια, tovima.gr (28/04/2002)</strong></p>
<p>Οταν ο Γκυ Ντεμπόρ αυτοκτόνησε το 1994, χτυπημένος από μια ανίατη ασθένεια, οι φίλοι και οπαδοί του στην Αθήνα του απέδωσαν τις τελευταίες τιμές με έναν προσφιλή, στον ίδιο, κώδικα: οι τοίχοι στο κέντρο της πόλης γέμισαν συντροφικούς αποχαιρετισμούς, γεμάτους τρυφερότητα. Λετριστής, ιδρυτής της Καταστασιακής Διεθνούς, κινηματογραφιστής, θεωρητικός, εκδότης περιοδικών ζύμωσης, εξ επιλογής πλάνης ανά την Ευρώπη, ο Ντεμπόρ υπήρξε ένας ζωντανός θρύλος της επανάστασης πολύ πριν από την εκκούσια αποχώρησή του από τη ζωή. Πρόσωπο μυθικό για περισσότερες από μία γενιές αριστερών στην Ευρώπη, ο Ντεμπόρ σφράγισε με τη ζωή και το έργο του, που κατά τρόπο μοναδικό όσο και αξιοθαύμαστο ταυτίστηκαν, τη σκέψη και τη δράση της νεολαίας. Βαθιά καλλιεργημένος, με στέρεη ιστορική συνείδηση, οπαδός του Έγελου, του Μαρξ αλλά και του Μποντλέρ και του Λοτρεαμόν, φιλοπαίγμων και μέγας αιρετικός, αλλά και εξαιρετικά διορατικός, στα Σχόλια στην Κοινωνία του θεάματος σκιαγραφεί με εντυπωσιακή διαύγεια τα κύρια χαρακτηριστικά της εκσυγχρονισμένης θεαματικής εξουσίας: αδιάκοπη τεχνολογική ανανέωση, κρατικοοικονομική συγχώνευση, γενικευμένο μυστικό, ψεύτικο που δεν επιδέχεται αντίρρηση και οικοδόμηση ενός διαρκούς παρόντος. Την τελευταία πενταετία το ενδιαφέρον για το πρόσωπό του έχει αναζωπυρωθεί. Βιογραφίες, ρετροσπεκτίβες, ιστοσελίδες αναβιώνουν τη θεωρία και τη δράση του – ως αντίδοτο ίσως στα κακά που ο ίδιος με τόση ακρίβεια προέβλεψε.</p>
<p>Επίγονος υπό μια έννοια της σουρρεαλιστικής υπερβολής και πρόκλησης, ο Ντεμπόρ έθεσε κύριο και μοναδικό στόχο του να κάνει καθημερινή πράξη και ποίηση την πολιτική ανατροπή. Εξεγερμένος ενάντια στην κοινωνία που γέννησε τη φρίκη δύο παγκόσμιων πολέμων, ενάντια στον καπιταλισμό, θα προσχωρήσει αρχικά στους λετριστές, θα πρωτοστατήσει στη Λετριστική Διεθνή και στη συνέχεια θα γίνει η ψυχή της Καταστασιακής Διεθνούς. Αρνούμενος καθετί προερχόμενο από την κοινωνία που απέρριπτε, ποτέ δεν σπούδασε, ποτέ δεν εργάστηκε, ποτέ δεν κατέλαβε οποιαδήποτε θέση στο σύστημα. Δική του έμπνευση αποτελεί το περίφημο σύνθημα του Μάη 'Μην εργαστείτε ποτέ', ένα σύνθημα ενάντια στην αλλοτρίωση της εργασίας – που έφθασε στο απόγειό της στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ως το τέλος της ζωής του θα θεωρεί μείζονος σημασίας γεγονός στη ζωή του ότι το 1953 έγραψε το εν λόγω σύνθημα με κιμωλία σε έναν τοίχο. Περιπλανώμενος, ερωτευμένος με τη ζωή, τις γυναίκες και την επανάσταση, θα είναι ένας από τους πρωτεργάτες του Μάη του '68. Στη συνέχεια όμως δεν θα διστάσει να διαλύσει την Καταστασιακή Διεθνή, για να αποφύγει την τυχόν αναδοχή της από το σύστημα, την αφομοίωσή της στο κατεστημένο.</p>
<p>Κινηματογραφιστής της σιωπής και του θραύσματος, θα γυρίσει επτά ταινίες, στις οποίες θα πραγματώνει το ιδεώδες του για την υπέρβαση της τέχνης: θα την καταργεί την ώρα που θα την πραγματώνει. Ολιγόλογος, ακριβολόγος, καίριος, στα βιβλία του, στην Κοινωνία του Θεάματος ή στον Πανηγυρικό, στα διάφορα περιοδικά που κατά καιρούς ίδρυσε, όπως η Internationale Situationniste και το Potlatsch, στις ταινίες και στην καθημερινή του πρακτική ο Ντεμπόρ θα χρησιμοποιήσει τη διπλή μέθοδο της μεταστροφής – όπως ο Γ. Ι. Μπαμπασάκης έχει αποδώσει το ντεμπορικό detournement – και της περιπλάνησης, της derive. Με τη μεταστροφή, θα επαναδιατυπώσει ανεστραμμένες τις θέσεις γνωστών φιλοσόφων και θεωρητικών ή και απλούς κοινούς τόπους. Η περιπλάνηση θα γίνει ο τρόπος ζωής του. Από το Παρίσι στη Φλωρεντία και από την Ιταλία στην Ισπανία και πίσω στην Ωβέρνη, θα διοικεί ως «στρατηγός», όπως ήταν το παρατσούκλι του, τις διάφορες «ομάδες» του, αφανής, πανταχού παρών και αόρατος. Χορτασμένος από τον έρωτα, το ποτό, το ξενύχτι, με τη συνείδησή του ως αγωνιστή ήσυχη, όταν θα πληροφορηθεί ότι πάσχει από αλκοολική πολυνευρίτιδα και δεν έχει ελπίδες, θα προτιμήσει να αποχωρήσει όρθιος, με μια σφαίρα στην καρδιά, ερμηνεύοντας ο ίδιος την τελευταία πράξη στον μύθο του.</p>
<p>Ο Γ. Ι. Μπαμπασάκης γνωρίζει όσο πολύ λίγοι στη χώρα μας τη ζωή και το έργο του Ντεμπόρ, όπως και τη φιλοσοφία και τη δράση όλων των κινημάτων της μεταπολεμικής πρωτοπορίας. Προσεγγίζοντας τον βίο και την πολιτεία του Ντεμπόρ μέσα από τα ίδια του τα λόγια, μέσα από τα ίδια του τα κείμενα, προσπαθεί να ανασκευάσει τις ποικίλες κατηγορίες που του έχουν απευθύνει, ως τρομοκράτη ή και ως δολοφόνου ακόμη, με αφορμή την ανεξιχνίαστη ως σήμερα δολοφονία του στενού του φίλου και συνεργάτη Lebovici, να αναιρέσει Αυτή την κακή φήμη, όπως ήταν ο τίτλος ενός από τα τελευταία έργα του Ντεμπόρ· να μας καταστήσει επίσης εν μέρει κοινωνούς του πολυδιάστατου έργου του, το οποίο πολλές φορές ο ίδιος είχε αποσύρει από την κυκλοφορία – τόσο στις ταινίες όσο και τα κείμενά του. Και να κάνει και αυτός με τη σειρά του ένα δώρο στον καλλιτέχνη του νερού και της φωτιάς, του χρόνου που κυλά σαν νερό και της φωτιάς της νιότης, του έρωτα και της επανάστασης. Χαιρετώντας με ένα πότλατς – ένα επικίνδυνο δώρο δηλαδή – τον Ντεμπόρ, ο Μπαμπασάκης κλείνει το μάτι στους συνοδοιπόρους του αλλά και σε όσους ακόμη και σήμερα προσηλώνονται στο νερό αναμένοντας το ξέσπασμα της φλόγας.</p>
<p> </p>
<p>Guy Debord<br />Η Κοινωνία του Θεάματος</p>
<p>μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης</p>
<p>Εκδόσεις Μεταίχμιο 2016</p>
<p>Στην Κοινωνία του Θεάματος- που κυκλοφόρησε το 1967-, ο Guy Debord εκθέτει συνεκτικά τους τρόπους λειτουργίας της σύγχρονης κοινωνίας όπως διαμορφώνεται από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 και γιγαντώνεται, παροξυσμικά και παρανοϊκά, έως τις μέρες μας. Μισό αιώνα μετά την πρώτη του έκδοση, αυτό το μοναδικό βιβλίο παραμένει δυναμικά επίκαιρο.</p>
<p>Γράφει ο Debord: «Το θέαμα δεν μπορεί να εννοηθεί ως κατάχρηση ενός κόσμου της όρασης, ως το προιόν των τεχνικών μαζικής διάχυσης εικόνων. Είναι μάλλον μια Weltanschauung [κοσμοθεώρηση] που έγινε πραγματική, που εκφράστηκε υλικά. Είναι μια θεώρηση του κόσμου που έγινε αντικειμενική».</p>
<p>Όσον αφορά τον ίδιο τον συγγραφέα, ακολούθησε στη ζωή και έως τον εκκούσιο θάνατό του ένα και μοναδικό κανόνα. Τον συνοψίζει στον πρόλογο της τρίτης γαλλικής έκδοσης του ανά χείρας έργου: «Οφείλει κανείς να διαβάσει αυτό το βιβλίο έχοντας κατά νου ότι γράφτηκε με την πρόθεση να βλάψει την Κοινωνία του Θεάματος. Δεν είπα ποτέ τίποτα το εξωφρενικό».</p>
<p> </p>
<p><a href="http://www.metaixmio.gr/products/3482–.aspx">http://www.metaixmio.gr/products/3482–.aspx</a></p>
<p> </p>
<p><a href="http://kritiki.gr/book_author/bampasakis-giorgos-ikaros/">http://kritiki.gr/book_author/bampasakis-giorgos-ikaros/</a></p>
<p> </p>
<p><a href="http://www.biblionet.gr/author/3348/%CE%9C%CF%80%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82,_%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_-_%CE%8A%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%82">http://www.biblionet.gr/author/3348/%CE%9C%CF%80%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82,_%CE%93%CE%B9%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%BF%CF%82_-_%CE%8A%CE%BA%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%82</a></p>
<p> </p>
<p> </p>
<p> </p>

Σχετικά άρθρα