Kοινωνική φοβία: Πώς ξεπερνάμε το άγχος της κριτικής;

Η κοινωνική φοβία εντασσόμενη στο φάσμα των αγχωδών διαταραχών αποτελεί μια χρόνια κατάσταση η οποία είναι ικανή να επιφέρει σημαντική έκπτωση σε όλους τους τομείς της λειτουργικότητας του ατόμου. Ως ψυχιατρικός όρος καταχωρήθηκε από τον Pierre Janet το 1903 και η κλινική της εικόνα περιγράφηκε πληρέστερα από τους Marks και Gelder το 1966.

Γράφει ο ψυχολόγος- ψυχοθεραπευτής, με ειδίκευση στη γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία και υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κύριος Μάριος Βρυώνης. 

Το άτομο που εμφανίζει την εν λόγω διαταραχή βιώνει έντονο φόβο ότι θα υποστεί εξονυχιστικό έλεγχο και κριτική από τους άλλους, ότι κατά τη διάρκεια των κοινωνικών του συναναστροφών θα συμπεριφερθεί με τρόπο αμήχανο ή ντροπιαστικό, ενώ στην τέταρτη έκδοση του Διαγνωστικού  και Στατιστικού Εγχειριδίου των ψυχικών διαταραχών (DSM-IV), η κοινωνική φοβία προσδιορίζεται ως διαταραχή που χαρακτηρίζεται από υπερβολικό και επίμονο φόβο καθώς και από αποφυγή κοινωνικών συνθηκών στις οποίες αξιολογείται η επίδοση του ατόμου.

Χαρακτηριστικά στοιχεία της διαταραχής είναι ο φόβος του ατόμου ότι θα κάνει έμετο, ότι θα κοκκινίσει, θα τρέμει ή θα τραυλίζει, καθώς και η αποφυγή της βλεμματικής επικοινωνίας. Παράλληλα, το άτομο κατά την έκθεση του σε κοινωνικές συνθήκες είναι πιθανό να εκδηλώσει μια σειρά από συμπτώματα όπως εφίδρωση, ταχυκαρδία, ξηροστομία και ερυθρότητα του προσώπου.

Τα άτομα με κοινωνική φοβία αν και έχουν επίγνωση του υπερβολικού τους άγχους εντούτοις δυσκολεύονται πολύ να το ελέγξουν. Κατά συνέπεια, η συμμετοχή σε καθημερινές δραστηριότητες, όπως το να μιλήσει το άτομο ή να φάει δημόσια, να εκφράσει την άποψη του σε μια ομάδα ή σε άτομα κύρους, να προσεγγίσει άτομα άλλου φύλου, του προκαλούν έντονη δυσφορία και αγωνία. Στην περίπτωση που το άτομο νιώθει τα προαναφερθέντα συμπτώματα στις περισσότερες καταστάσεις τότε η εν λόγω διαταραχή μπορεί να χαρακτηριστεί και ως γενικευμένη κοινωνική φοβία  η οποία χαρακτηρίζεται από τη σοβαρότερη εμφάνιση των συμπτωμάτων και τη μακροχρόνια διατήρησή τους.

Πότε εκδηλώνεται; Ποιες επιπτώσεις έχει; 

Η κοινωνική φοβία είναι μια σχετικώς συχνή διαταραχή. Μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία και φαίνεται να ξεκινάει νωρίτερα σε σχέση με άλλες αγχώδεις διαταραχές. Η μέση ηλικία έναρξης είναι τα 16-18 έτη και ίσως και νωρίτερα. Η αποφυγή των κοινωνικών συναναστροφών προκειμένου να μειωθεί το άγχος και η δυσφορία είναι πιθανό να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κοινωνική ζωή των ατόμων καθώς μένουν ανύπανδροι, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στα εργασιακά τους καθήκοντα, καταναλώνουν συχνά αλκοόλ, ενώ κάποιοι εξ αυτών λαμβάνουν αγχολυτικά ή αντικαταθλιπτικά.

Ποια είναι τα αίτιά της;

Στους αιτιοπαθογενετικούς μηχανισμούς της κοινωνικής φοβίας περιλαμβάνονται διάφοροι παράγοντες όπως για παράδειγμα ο γενετικός παράγοντας. Σύμφωνα με μελέτες, η συχνότητα της κοινωνικής φοβίας είναι σε πολλαπλάσιο επίπεδο μεταξύ συγγενών πρώτου βαθμού των ασθενών σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Πέραν τούτου, σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση της διαταραχής φαίνεται να παίζει και ο τρόπος διαπαιδαγώγησης των παιδιών.

Η υπερεμπλοκή και η υπερελεγκτικότητα των γονέων φαίνεται να συνδράμει στην εκδήλωση της κοινωνικής φοβίας καθώς το παιδί λαμβάνει διαρκώς το μήνυμα ότι δεν είναι ικανό να ανταποκριθεί στις εκάστοτε περιστάσεις με επακόλουθο να είναι προκατειλημμένο ως προς το πως αξιολογείται από τους άλλους. Επιπροσθέτως, θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας ότι οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπα για τα παιδιά τους εκπέμποντας μηνύματα τόσο λεκτικά όσο και μη λεκτικά.

Γονείς οι οποίοι εμφανίζουν αβεβαιότητα και δισταγμό μπροστά στο καινούργιο, υψηλές τιμές άγχους όσο αφορά τη δημόσια εικόνα τους και επικεντρώνονται στο πως θα τους αξιολογήσει ο κοινωνικός τους περίγυρος, είναι πιθανό να συνδράμουν στο να εμφανίσουν τα παιδιά τους τη συγκεκριμένη διαταραχή.

Πώς αντιμετωπίζεται; 

Η επιτυχής αντιμετώπιση της κοινωνικής φοβίας, πέραν της λήψης φαρμακευτικής αγωγής, μπορεί να επιτευχθεί και με την εμπλοκή του ατόμου σε μια ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Η Γνωσιακή Συμπεριφοριστική θεραπεία φαίνεται να αποτελεί την θεραπεία επιλογής συνδυάζοντας μια σειρά από τεχνικές όπως την έκθεση σε αγχογόνες καταστάσεις, την εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες, την εφαρμογή ασκήσεων χαλάρωσης, τη γνωσιακή αναδόμηση κ.λπ.

Στόχος είναι το άτομο να αναπτύξει τις απαιτούμενες ικανότητες προκειμένου να λειτουργεί αποτελεσματικά σε όλους τους τομείς της λειτουργικότητάς του.

Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως σήμερα λόγω της εντυπωσιακής ανάπτυξης της τεχνολογίας, πέραν των ατομικών ή ομαδικών προγραμμάτων παρέμβασης, έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες όπου εφαρμόζονται παρεμβάσεις Γνωσιακού Συμπεριφοριστικού χαρακτήρα με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών ή μέσω ίντερνετ, χωρίς όμως να μπορούν ακόμα να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα.

 

Σχετικά άρθρα