Γιάννης Τούντας: Η πρόληψη του καρκίνου σε συνθήκες οικονομικής κρίσης

<p> </p>
<p><span style="font-size: medium;">Η οικονομία επιδρά στην υγεία με διάφορους τρόπους. Η φτώχεια είναι η πρώτη αιτία θανάτων και αρρώστιας στον κόσμο, ενώ ο πλούτος προστατεύει και προάγει την υγεία, κυρίως όταν κατανέμεται με κοινωνική δικαιοσύνη. Από την άλλη πλευρά η υγεία επηρεάζει το εισόδημα. Ένα υγιές άτομο ή ένας υγιής πληθυσμός είναι πιο παραγωγικός. Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο, η οικονομική κρίση, που ξεκίνησε στην Ελλάδα το 2008, να επιδρά αρνητικά στην υγεία των Ελλήνων.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Γράφει ο κ. </span> <strong><span style="font-size: medium;">Γιάννης Τούντας</span></strong></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;">Καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής</span></strong></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;">Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας</span></strong></p>
<div>
<p><strong><span style="font-size: medium;">της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ</span></strong></p>
</div>
<p><span style="font-size: medium;"><br /></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Η μείωση του εθνικού πλούτου, αλλά και η μείωση του ατομικού και οικογενειακού εισοδήματος, καθώς και η αύξηση της ανεργίας και της οικονομικής ανασφάλειας, επιδείνωσαν τις συνθήκες διαβίωσης και διατροφής, μείωσαν τις δημόσιες παροχές σε υγεία και πρόνοια και δυσχέραναν την πρόσβαση πολλών Ελλήνων στις αναγκαίες ιατρικές υπηρεσίες και στα φάρμακα. Όλες αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης πλήττουν πιο έντονα τα πολύ φτωχά στρώματα, τους ανέργους, τους χαμηλοσυνταξιούχους, τους ανασφάλιστους και άλλες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού.</span></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;"><br /></span></strong></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;"> 1 στους 3 καρκίνους μπορεί να προληφθεί</span></strong></p>
<p><span style="font-size: medium;">Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους καρκίνους, που ως γνωστόν το 1/3 περίπου μπορεί να προληφθεί, είναι φυσικό να αναμένεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης μία αύξηση των καρκίνων σε περιπτώσεις υιοθέτησης ανθυγιεινών συμπεριφορών, όπως είναι η κακή διατροφή, ή στις περιπτώσεις που δυσχεραίνεται η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας, που σχετίζονται με την πρόληψη και τη θεραπεία του καρκίνου, καθώς και στα αναγκαία αντικαρκινικά φάρμακα.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Από την άλλη, υπάρχουν και θετικές επιδράσεις.  Η μείωση της βιομηχανικής δραστηριότητας και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε περιόδους οικονομικής κρίσης μειώνουν τους καρκίνους που προκαλούνται από την περιβαλλοντική ρύπανση από περισσότερα από 40 καρκινογόνα, προκαλώντας 1-4% του συνόλου των καρκίνων.  Επίσης, ορισμένες επικίνδυνες συμπεριφορές, όπως το κάπνισμα και το αλκοόλ, μειώνονται λόγω οικονομικής στενότητας, αν και μπορεί να αυξάνουν σε ειδικές ομάδες του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο από την κρίση, λόγω αυξημένου άγχους.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Επειδή, όμως, η καρκινογένεση αποτελεί μία κατά κανόνα μακροχρόνια διαδικασία, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην αύξηση της σχετικής νοσηρότητας και θνησιμότητας δεν μπορούν να αξιολογηθούν ακόμα.  Μπορεί να αξιολογηθεί, ωστόσο, η επίδραση στην πρόληψη του καρκίνου στους τομείς των ανθυγιεινών συμπεριφορών και της χρήσης των αναγκαίων προληπτικών υπηρεσιών. Η κακή διατροφή, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, το αλκοόλ και η έλλειψη άσκησης αποτελούν αποδεδειγμένους καρκινογόνους παράγοντες.</span></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;">Αλλαγή διατροφικών αλλαγών</span></strong></p>
<p><span style="font-size: medium;">Όσον αφορά στις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, είχε βρεθεί σε παλαιότερες μελέτες ότι καταναλώναμε μεγαλύτερη ποσότητα φρούτων και λαχανικών από τους περισσότερους ευρωπαϊκούς λαούς. Ωστόσο, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας Hellas Health IV (2011), μόνο το 13,9% των ενηλίκων Ελλήνων τρώει τουλάχιστον 5 μερίδες την ημέρα, ενώ περίπου οι μισοί εμφανίζουν πολύ χαμηλή κατανάλωση (0-2 μερίδες). Σε σύγκριση με τα δεδομένα της έρευνας Hellas Health I, που πραγματοποιήθηκε το 2006, φαίνεται μια έντονα πτωτική τάση, καθώς πριν από 5 χρόνια, το ποσοστό των ατόμων που ανταποκρινόταν στις οδηγίες του ΠΟΥ (τουλάχιστον 5 μερίδες φρούτων &amp; λαχανικών κάθε ημερησίως) ήταν υπερδιπλάσιο (28,9%). Μάλιστα, βάσει κοινωνικό-οικονομικού επιπέδου, το 2011 παρατηρείται χαμηλότερο ποσοστό κατανάλωσης (11,4%) 5 μερίδων στα άτομα που ανήκουν στο κατώτερο επίπεδο, σε σύγκριση με εκείνους του μέσου (14,4%) και του ανώτερου (16,8%).</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span><span style="font-size: medium;">Παράλληλα, σύμφωνα με την ίδια έρευνα, υψηλός παραμένει ο αριθμός των υπέρβαρων και παχύσαρκων Ελλήνων, το 50,4% των ανδρών και το 36% των γυναικών είναι υπέρβαροι (Δείκτης Μάζας Σώματος μεταξύ 25kg/m2 και 30kg/m2), ενώ το 17,9% των ανδρών και το 17% των γυναικών είναι παχύσαρκοι (ΔΜΣ≥30kg/m2), ποσοστά ελαφρώς αυξημένα σε σχέση με το 2006. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι εμφανείς και στην παχυσαρκία. Τα ανώτερα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, καθώς στο κατώτερο επίπεδο 68,4% ήταν υπέρβαροι και παχύσαρκοι, σε σύγκριση με το μέσο (56,5%) και το ανώτερο (55,9%).</span></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;"> Μειώνονται οι καπνιστές</span></strong></p>
<p><span style="font-size: medium;">Ενθαρρυντικά είναι, ωστόσο, τα ευρήματα σχετικά με την αλλαγή των καπνιστικών συνηθειών του ελληνικού πληθυσμού τα τελευταία χρόνια, αν και η Ελλάδα παραμένει η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό καπνιστών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα και πάλι με τα ευρήματα της πανελλαδικής έρευνας Hellas Health ΙV (2011). Σε σύγκριση με το 2006 (Hellas Health I), τα ποσοστά των καπνιστών εμφανίζονται μειωμένα και στα δύο φύλα (από 49,9% το 2006 σε 43,8% το 2011 στους άνδρες, από 30,8% το 2006 σε 28,1% το 2011 στις γυναίκες). Ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί, όμως, το γεγονός ότι στην μεσαία κοινωνικό-οικονομική τάξη δεν παρατηρείται περιορισμός του καπνίσματος, ενώ στην ανώτερη, αλλά και στην κατώτερη κοινωνικό-οικονομική τάξη, τα ποσοστά των καπνιστών εμφανίζονται αρκετά ελαττωμένα, ενδεχομένως για διαφορετικούς λόγους.</span></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;"> Μικρότερη και η κατανάλωση αλκοόλ</span></strong></p>
<p><span style="font-size: medium;">Θετικά ευρήματα καταγράφονται και για την κατανάλωση οινοπνευματωδών στη χώρα μας. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2011 στην Ελλάδα αντιστοιχούν 8,2 λίτρα κατά κεφαλήν, βάσει ετήσιων πωλήσεων, σε σύγκριση με το 2009, όπου ήταν 9,2 λίτρα κατά κεφαλήν. Γενικότερα, η μέση κατανάλωση αλκοόλ έχει σταδιακά μειωθεί σε πολλές χώρες του ΟΟΣΑ κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Αξίζει να σημειωθεί πως, παρόλο που η μέτρηση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης αλκοόλ παρέχει χρήσιμα στοιχεία για τις μακροπρόθεσμες επικρατούσες τάσεις κατανάλωσης αλκοόλ, δεν βοηθά ιδιαίτερα στην αναγνώριση υπό-ομάδων του πληθυσμού, που μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για κατάχρηση. </span></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;">Θετική εξέλιξη στον τομέα της φυσικής άσκησης</span></strong></p>
<p><span style="font-size: medium;">Και στον τομέα της φυσικής άσκησης, φαίνεται να υπάρχει θετική εξέλιξη για τον ελληνικό πληθυσμό, σύμφωνα με την έρευνα Hellas Health IV (2011). Το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 18-69 ετών που κατατάσσονται στο υψηλό επίπεδο σωματικής δραστηριότητας, όπως αυτή αξιολογήθηκε με το ερωτηματολόγιο “International Physical Activity Questionnaire – IPAQ”, βρέθηκε αρκετά αυξημένο σε σύγκριση με τις μετρήσεις του 2006, αν και παραμένει σχετικά χαμηλό, συγκρινόμενο με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ατόμων με υψηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας αυξήθηκε από 21,9% σε 31,7% μέσα σε 5 χρόνια, με αντίστοιχη μείωση στα χαμηλά επίπεδα δραστηριότητας (από 41,3% σε 29,3%). Οι άνδρες και οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών ασκούνται περισσότερο από τις γυναίκες και τους κατοίκους των πόλεων, ενώ οι κοινωνικές ανισότητες είναι ανεπαίσθητες στη σωματική δραστηριότητα των Ελλήνων.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> <strong>Το 59% των ελλήνων μείωσε τη χρήση υπηρεσιών υγείας</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Όσον αφορά στη χρήση υπηρεσιών υγείας, διαπιστώθηκε σε έρευνα της ΕΣΔΥ ότι, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, το 59% των Ελλήνων αναγκάσθηκε να μειώσει τη χρήση υπηρεσιών υγείας μεταξύ 2011 και 2012, ενώ 4 στους 10 Έλληνες δήλωσαν ότι έχει καταστεί δυσχερέστερη η πρόσβαση σε φάρμακα και εξετάσεις. Ειδικότερα για τα φάρμακα, οι μισοί περίπου Έλληνες δηλώνουν ότι η συμμετοχή, που καλούνται να καταβάλουν, είναι υψηλή για τις δυνατότητές τους. Ταυτόχρονα, παρατηρείται αύξηση των εισαγωγών και των επισκέψεων σε εξωτερικά ιατρεία στα δημόσια νοσοκομεία. Το 2010 οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 24% σε σύγκριση με το 2009. Αντίθετα, οι εισαγωγές σε ιδιωτικά νοσοκομεία μειώθηκαν κατά 25 – 30% στο ίδιο διάστημα. Το δε ποσοστό των Ελλήνων που απευθύνθηκαν σε κοινωνικά ιατρεία αυξήθηκαν  από 4% πριν την οικονομική κρίση, σε περίπου 30%.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span><span style="font-size: medium;">Σύμφωνα με την έρευνα Hellas Health III (2010), στην ερώτηση «Τους τελευταίους 12 μήνες, υπήρξε κάποια στιγμή που πιστεύατε ότι χρειάζεστε κάποια θεραπεία (ή/και διαγνωστική εξέταση) για κάποιο πρόβλημα υγείας, αλλά δεν την λάβατε;» το 10% των ερωτηθέντων απάντησαν θετικά. Ορισμένοι από τους κυριότερους λόγους που αναφέρθηκαν ήταν το κόστος (34%), η απασχόληση από άλλα θέματα (32%) και η μεγάλη αναμονή για ραντεβού (17%).</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span><span style="font-size: medium;">Τα παραπάνω στοιχεία φαίνεται να επιβεβαιώνονται και από έρευνα του Eurofound (2013), καθώς στην ερώτηση «Την τελευταία φορά που χρειάστηκε να δείτε ένα γιατρό, σε ποιο βαθμό το κατέστησε δύσκολο ή όχι καθένας από τους παρακάτω παράγοντες (απόσταση, καθυστέρηση για ραντεβού, αναμονή, κόστος);» οι ερωτηθέντες από την Ελλάδα που απάντησαν «πολύ δύσκολο» ή «κάπως δύσκολο» ήταν περισσότεροι και για τους τέσσερις παράγοντες, σε σύγκριση με το 2007. Πιο συγκεκριμένα, για την απόσταση ήταν 45%, για την καθυστέρηση για ραντεβού 67%, για την αναμονή 66% και για το κόστος (64%) (2007: 24%, 43%, 47% και 45% αντίστοιχα).</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> <strong>Λιγότερες προληπτικές εξετάσεις</strong></span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Όπως είναι αναμενόμενο, τα παραπάνω πλήττουν και τη διενέργεια προληπτικών εξετάσεων για την έγκαιρη διάγνωση συχνών καρκίνων. Ήδη από το 2006, σύμφωνα με την έρευνα Hellas Health I, τα ποσοστά για τον ελληνικό πληθυσμό δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Σχετικά με τη διενέργεια προληπτικών εξετάσεων κατά τη διάρκεια των τριών προηγούμενων ετών, 59,4% των γυναικών ηλικίας 21-69 ετών είχαν κάνει τεστ Παπ, ενώ στις ηλικίες 50-69 53,8% έκαναν μαστογραφία και μόλις 8,3% ανίχνευση αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα (SOBT). Αντίστοιχα, στους άνδρες 50 έως 69 ετών, 40,6% είχαν μετρήσει το ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA) και 10,9% είχαν πραγματοποιήσει ανίχνευση αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα (SOBT). Οι κοινωνικές ανισότητες είναι εμφανείς στη διενέργεια προσυμπτωματικού ελέγχου, καθώς τα ποσοστά είναι συνήθως αρκετά μειωμένα για τα χαμηλότερα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα. </span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Η διενέργεια, ωστόσο προσυμπτωματικού ελέγχου σε περιόδους οικονομικής κρίσης, λόγω περιορισμένων οικονομικών πόρων, πρέπει να περιλαμβάνει μόνο διαγνωστικές πράξεις, που έχουν αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα σε συγκεκριμένες ενδείξεις και σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα.</span></p>
<p><strong><span style="font-size: medium;">Κάθε πότε πρέπει να γίνονται προληπτικές εξετάσεις </span></strong></p>
<p><span style="font-size: medium;">Ο προσυμπτωματικός έλεγχος με τη μαστογραφία που ανιχνεύει τον καρκίνο του μαστού πρώιμα, θα πρέπει να διενεργείται μετά την ηλικία των 40 ετών κάθε 2-3 χρόνια, σύμφωνα με τα διεθνή καταξιωμένα πρωτόκολλα μεγάλων διεθνών επιστημονικών φορέων, και όχι κάθε χρόνο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι. Όσον αφορά στην πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, ο κυτταρολογικός έλεγχος (τεστ Παπανικολάου) και η εξέταση για την ανίχνευση ογκογόνων τύπων HPV (HPV τεστ) μπορεί να ανιχνεύσει προκαρκινικές βλάβες και την ύπαρξη καρκίνου. Έχει αποδειχθεί ότι ο έλεγχος των γυναικών ηλικίας 21-65 ετών με το τεστ Παπανικολάου κάθε 3 χρόνια μειώνει την επίπτωση και τη θνησιμότητα από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Στις γυναίκες ηλικίας 30-65 ετών, ο συνδυασμός του τεστ Παπανικολάου και του HPV τεστ κάθε 5 χρόνια, έχει παρόμοια αποτελέσματα με τον έλεγχο με τεστ Παπανικολάου κάθε 3 χρόνια. Σε μικρότερα διαστήματα, ωστόσο, ο κυτταρολογικός έλεγχος προσφέρει μικρό όφελος και αυξάνει τη βλαπτική επίδραση.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Ο προληπτικός έλεγχος για τον καρκίνο του παχέος εντέρου συμβάλλει στην πρώιμη ανίχνευση και αφαίρεση των προκαρκινικών αδενωμάτων και του εντοπισμένου καρκίνου και μπορεί να μειώσει τη θνησιμότητα από τη νόσο αυτή. Σε ενήλικες ηλικίας 50-75 ετών, με συνήθη κίνδυνο για καρκίνο του παχέος εντέρου, συνιστάται η επιλογή μίας από τις εξετάσεις: ανίχνευση αιμοσφαιρίνης στα κόπρανα ανά έτος ή κολονοσκόπηση ανά 10ετία ή σιγμοειδοσκόπηση ανά 5ετία. Η επιλογή της εξέτασης γίνεται με βάση την κρίση του γιατρού, τη διαθεσιμότητα της εξέτασης και την προτίμηση του ασθενούς.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Συμπερασματικά, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο καρκίνος αποτελεί πρωταρχική αιτία θνησιμότητας και ότι η επίπτωσή του αυξάνεται, η πρόληψή του οφείλει να αποτελεί βασική προτεραιότητα, με την παροχή των αναγκαίων πόρων και με την υλοποίηση στοχευμένων πολιτικών. Είναι σημαντικό η όποια προσπάθεια για μείωση της δημόσιας δαπάνης να εστιάζεται στην ύπαρξη ισχυρής τεκμηρίωσης και όχι στη μείωση του κόστους.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;"> </span></p>
<p><span style="font-size: medium;">Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί πως υπάρχουν ορισμένοι βασικοί παράγοντες και μέτρα που μπορούν να συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη πρόληψη του καρκίνου στην περίοδο της οικονομικής κρίσης που διανύουμε, όπως η αύξηση των φόρων σε ανθυγιεινά προϊόντα (π.χ. τσιγάρα, αλκοόλ), η παροχή οικονομικών κινήτρων για την τροποποίηση συμπεριφορών και συνηθειών, ο εξορθολογισμός των δαπανών για την υγεία, αλλά και η τόνωση της οικονομίας μέσω των αναγκαίων επενδύσεων στον τομέα της υγείας.</span></p>
<p><span style="font-size: medium;">          </span></p>
<div> </div>

Σχετικά άρθρα