Απόψε θέλω σινεμά αλλά… ποια ταινία να δω;

<p style="text-align: justify;"><strong>Ο κριτικός κινηματογράφου από το περιοδικό Αθηνόραμα Χρήστος Μήτσης, γράφει για τις ταινίες που μόλις κυκλοφόρησαν στις αίθουσες. Ποια εξίζει να δούμε απόψε και ποια όχι; </strong></p>
<p style="text-align: justify;"> </p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Αίσθηση Αμαρτίας</strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Τέσσερις ιστορίες που εξελίσσονται από τον Βορρά ως τον Νότο της Κίνας και οδηγούν τους πρωταγωνιστές τους σε ένα βίαιο, φονικό ξέσπασμα. Βραβείο σεναρίου στις Κάνες για την τολμηρή κοινωνική ακτινογραφία μιας χώρας που αλλάζει ραγδαία, μαζί με τις ηθικές αξίες και την εσωτερική συνοή της.</strong></p>
<h3 style="text-align: justify;"><strong> </strong></h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_uc_Articles_Simple_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage" style="text-align: justify;">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1003326/273.jpg" alt=" " width="660" />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">Ηγετική μορφή της «έκτης γενιάς» των Κινέζων σκηνοθετών (αυτή που δια­δέχτηκε τους Ζανγκ Γιμού και Τσεν Κάιγκε ), ο 44χρονος Ζία Ζανγκέ έκανε παγκόσμια αίσθηση κιόλας από τη δεύτερη ταινία του («Platform», 2000 ) και από τότε αποτελεί μόνιμο θαμώνα του διεθνούς φεστιβαλικού κυκλώματος («Απαγορευμένες Απολαύσεις», «The World» ), κερδίζοντας με τις «Ακίνητες Ζωές» το Χρυσό­ Λιοντάρι στη Βενετία το 2006. Ρεαλιστικά κοινωνικά δράματα, οι ταινίες του ακτινογραφούν μια αχανή χώρα η οποία προσπαθεί απεγνωσμένα να διατηρήσει τους συνεκτικούς της αρμούς σε μια περίοδο ιλιγγιωδών αλλαγών, στις οποίες οι αξίες της μαοϊκής επανάστασης προσπαθούν να συγχρωτιστούν με αυτές του μοντέρνου καπιταλισμού.</p>
<h3 style="text-align: justify;"> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_uc_Articles_Simple_rptParaGraphs_ctl02_PnlImage" style="text-align: justify;">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1003326/274.jpg" alt=" " width="660" />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">Πάνω σε αυτό το μοτίβο η βραβευμένη για το σενάριό της στις Κάνες «Αίσθηση Αμαρτίας» συνδέει νοηματικά τέσσερις μεταξύ τους ανεξάρτητες ιστορίες, που εξελίσσονται σε διαφορετικά σημεία της κινέζικης επικράτειας και όλες τους οδηγούν τους πρωταγωνιστές τους σε ένα βίαιο, φονικό ξέσπασμα. Η πρώτη έχει να κάνει με έναν οργισμένο μεταλλωρύχο ο οποίος ξεσηκώνεται ενάντια στην απροκάλυπτη διαφθορά που βασιλεύει στην κωμόπολή του, η δεύτερη με έναν εσωτερικό μετανάστη που επιστρέφει –μαζί με το περίστροφό του– στην οικογένειά του για την Πρωτοχρονιά, η επόμενη με την ερωμένη ενός παντρεμένου άντρα η οποία δέχεται τη σεξουαλική επίθεση ενός πελάτη του spa στο οποίο δουλεύει και η τελευταία με έναν νεαρό που αναζητά ένα καλύτερο μέλλον αλλάζοντας δουλειές, ανάμεσα στις οποίες είναι κι εκείνη του σερβιτόρου στο κλασάτο sex club «The Golden Age». <br />Όπως συμβαίνει σε όλες τις σπονδυλωτές φιλμικές κατασκευές, έτσι κι εδώ οι επιμέρους ιστορίες είναι εν πολλοίς άνισες, αν και ο Ζία Ζανγκέ διατηρεί σε όλες παρόμοιο χαμηλότονο ύφος. Η χαλαρή σύνδεσή τους –η εισαγωγική σκηνή, για παράδειγμα, αφορά τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη ιστορία– δεν είναι εκβιαστική και όλοι οι βασικοί χαρακτήρες περιγράφονται με σύντομη ακεραιότητα. Με ελάχιστα κοινά μεταξύ τους, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα (κάθε περιοχή έχει και τη δική της διάλεκτο ), αλλά όλοι τους μπροστά στο ίδιο αδιέξοδο, αυτό δηλαδή στο οποίο οδηγεί την Κίνα η πορεία της προς την ανεξέλεγκτη δυτικο­ποίηση. Ο φακός του Ζανγκέ περισσότερο υπονοεί και λιγότερο­ καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο τη θέση των χαμένων αξιών­ καταλαμβάνει μια υφέρπουσα βία, επισημαίνει διακριτικά τα σημάδια της γενικευμένης κοινωνικής φθοράς και μέσα από μια παραδοσιακή θεατρική παράσταση απευθύνει το τελικό ερώτημα στον θεατή: «Αντιλαμβάνεσαι το αμάρτημά σου;» <strong><em>Κίνα. 2013. Διάρκεια: 128΄. Διανομή: AMA FILMS.</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em><br /></em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em>Ο έρωτας είναι το τέλειο έγκλημα </em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ο Μαρκ είναι ένας 45άρης καθηγητής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης, ο οποίος μπλέκει συχνά σε ερωτικές περιπέτειες με τις φοιτήτριές του. Όταν, όμως, η τελευταία κατάκτησή του εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ο ίδιος θα βρεθεί αντιμέτωπος με μια σειρά απρόοπτων εξελίξεων. Φλύαρο, ελάχιστα αγωνιώδες και αφελές στην εξέλιξή του ψυχολογικό θρίλερ της χιτσκοκικής σχολής.</strong></p>
<h3 style="text-align: justify;"> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_uc_Articles_Simple_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage" style="text-align: justify;">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1003327/275.jpg" alt=" " width="660" />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">Έχοντας σχεδόν μόνιμο πρωταγωνιστή τον Ματιέ Αμαλρίκ, οι αδερφοί Λαριέ έχουν σκηνοθετήσει μέχρι τώρα έξι διαφορετικού είδους ταινίες, με γνωστότερη όλων τη σατιρική δραμεντί «Le Voyage aux Pyrenees», η οποία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κανών το 2008. Η τελευταία είναι ένα χιτσκοκικού τύπου ψυχολογικό θρίλερ γυρισμένο στις ελβετικές Άλπεις, με πρωταγωνιστή τον Μαρκ, ένα 45άρη καθηγητή λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Λοζάνης, ο οποίος ζει με την αδερφή του και μπλέκει συχνά σε ερωτικές περιπέτειες με τις νεαρές φοιτήτριές του. Όταν όμως η τελευταία κατάκτησή του εξαφανίζεται μυστηριωδώς, ο ίδιος βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά απρόοπτων εξελίξεων. Ταινία πάνω στην επιθυμία και τη σεξουαλική ενηλικίωση –όπως όλες οι ταινίες του μετρ–, ο «Έρωτας…» φλυαρεί αδιέξοδα γύρω από ένα αστυνομικό μυστήριο με ελάχιστο σασπένς, το οποίο μάλιστα δικαιολογείται ανεπαρκώς στο αμήχανο φινάλε. <br />Μήπως όμως πρόκειται για ένα φιλμ που ρίχνει το βάρος του στην ψυχολογία και στις σχέσεις των χαρακτήρων; Ούτε αυτό δυστυχώς συμβαίνει, καθώς οι Λαριέ γεμίζουν τη σεναριακή εξέλιξη με φιλολογικές αναφορές, εσφαλμένες συμπαραδηλώσεις (η επιβλητική παρουσία του φυσικού τοπίου, η σύγχυση ονείρου και φαντασίας, η αρχιτεκτονική του πανεπιστημίου, η εμμονή στο κάπνισμα… ) κι ένα σωρό άχρηστες υποπλοκές, αποπροσανατολίζοντας έτσι τον θεατή με ένα κενό νοήματος εγκεφαλικό παιχνίδι που… πιο γαλλικό πεθαίνεις.<strong><em> <br />Γαλλία. 2014. Διάρκεια: 110΄. Διανομή: ODEON.</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em><br /></em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em>Η αόρατη γυναίκα </em></strong></p>
<p><strong>Στο απόγειο της καριέρας του, ο διάσημος συγγραφέας Τσαρλς Ντίκενς γνωρίζει μια πολύ νεότερή του ηθοποιό, η οποία θα γίνει κρυφή ερωμένη του ως το θάνατό του. Φίνα ανασύσταση εποχής (οσκαρική υποψηφιότητα κοστουμιών ), ερμηνευτική πειθώ, αλλά υποτονικός ρυθμός και ρετρό εικονογραφία που παραπέμπουν σε άρτιας παραγωγής τηλεταινία.</strong></p>
<h3> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_uc_Articles_Simple_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1003328/276.jpg" alt=" " width="660" />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p>Λ ογοτεχνικός σούπερ σταρ στην εποχή του, στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Τσαρλς Ντίκενς θεωρείται ακόμη από πολλούς ως ο σημαντικότερος συγγραφέας στην αγγλική γλώσσα μετά τον Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Δύο φορές υποψήφιος για Όσκαρ κινηματογραφικός αστέρας και σπουδαίος σαιξπηρικός ηθοποιός, ο Ρέιφ Φάινς πέρασε πίσω από την κάμερα για πρώτη φορά το 2011, μεταφέροντας στην οθόνη με ελεύθερο τρόπο τον «Κοριολανό», μένοντας όμως πιστός στο πνεύμα και στην περί εξουσίας προβληματική του σπουδαίου βάρδου. Η δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα έχει ήρωα τον ίδιο τον δημιουργό του «Όλιβερ Τουίστ» και μια έντονα φημολογούμενη ερωτική σχέση την οποία συνήψε την τελευταία περίοδο της ζωής του (1858-70 ) με την κατά πολύ νεότερή του ηθοποιό Έλεν Λόουλες (ή Νέλι ) Τέρναν.</p>
<h3> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_uc_Articles_Simple_rptParaGraphs_ctl02_PnlImage">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1003328/277.jpg" alt=" " width="660" />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">Το χρονικό της βιογράφου Κλερ Τόμαλιν προμηθεύει τη σεναριογράφο Άμπι Μόργκαν («Η Σιδηρά Κυρία», «Shame» ) με ένα πρώτο υλικό που προσπαθεί να κρατήσει ίσες αποστάσεις απέναντι στους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, από τους οποίους η Νέλι αποδεικνύεται σαφώς η πιο ενδιαφέρουσα. Όχι μόνο ξαναζούμε τα γεγονότα μέσα από την οπτική της, αλλά είναι το δικό της πάθος αυτό που έρχεται αντιμέτωπο με μια σειρά απαράβατων κοινωνικών ταμπού και τελικά υποτάσσεται στο δημιουργικό οίστρο, στην εξωστρέφεια και τη φήμη του διάσημου εραστή της. Στην ακαδημαϊκή βρετανική παράδοση του δράματος εποχής ο Φάινς ανασυνθέτει με φίνα λεπτομέρεια τους βικτοριανούς χρόνους (οσκαρική υποψηφιότητα κοστουμιών για τον Μάικλ Ο’Κόνορ ) και δένει σφιχτά τους δύο πρωταγωνιστές, τον εαυτό του και την ταλαντούχα Φελίσιτι Τζόουνς («Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ», «Το Κορίτσι του Σαλέ», «Η Μηχανή της Χαράς» ). Αυτό που δεν καταφέρνει απόλυτα είναι να απογειώσει τη συναισθηματική τους ένταση, κρατώντας τους αιχμάλωτους ενός υποτονικού ρυθμού και μιας­ στερεάς, αλλά ρετρό εικονογραφικής προσέγγισης. Μοιραία το όλο εγχείρημα παραπέμπει σε άρτιας παραγωγής τηλεταινία, με τον Ντίκενς του να παραμένει μέχρι τέλους δραματικά επιφανειακός, συμπαθητικός ως φιγούρα, αλλά αδιάφορος ως ­κινηματογραφικός ήρωας. <br /><strong><em>Μ. Βρετανία. 2013. Διάρκεια: 111΄. Διανομή: ΣΠΕΝΤΖΟΣ FILM.</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"> </p>
<p style="text-align: justify;"> </p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em>Ξενοχοδείο Grand Budapest</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ο αινιγματικός κ. Μουσταφά αφηγείται σε ένα νεαρό συγγραφέα την ιστορία του και το πώς ξεκίνησε να δουλεύει στην περίοδο του Μεσοπολέμου ως bell boy στο πολυτελές αλπικό ξενοδοχείο «Grand Budapest», του οποίου είναι τώρα ιδιοκτήτης. Η ευρωπαϊκή ιστορία του πρώτου μισού του 20ού αιώνα αναβιώνει μέσα από μια ντελικάτη, παραμυθένια σάτιρα που ξαναδιαβάζει τον Στέφαν Τσβάιχ με σουρεαλιστική διάθεση. Αργυρή Άρκτος Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βερολίνου.</strong></p>
<h3 style="text-align: justify;"> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_uc_Articles_Simple_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage" style="text-align: justify;">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1003211/152.jpg" alt=" " width="660" />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">'Ενας από τους διασημότερους λογοτέχνες κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο εβραϊκής καταγωγής Αυστριακός Στέφαν Τσβάιχ («Αμόκ», «Το γράμμα μιας άγνωστης», «Σκακιστική νουβέλα» ) αντιπροσώπευε με το μετα-ρομαντικό πνεύμα του, τα ουμανιστικά πιστεύω του και τον απέριττο, αν και συχνά μελοδραματικό τρόπο γραψίματός του μιαν Ευρώπη, η οποία ετοιμαζόταν ν’ αλλάξει δραματικά, πατώντας και με τα δυο της πόδια στον 20ό αιώνα. Προερχόμενος από ένα εντελώς διαφορετικό σύμπαν, ο Τεξανός σκηνοθέτης Γουές Άντερσον («Οικογένεια Τενενμπάουμ», «Ο Έρωτας του Φεγγαριού» ) τον συναντά σε ένα παράξενο ταξίδι στις Άλπεις της δεκαετίας του ’30, αντλώντας από το έργο του γερμανόφωνου συγγραφέα την έμπνευση για το «Ξενοδοχείο Grand Budapest». <br />Σ’ αυτό το πολυτελές κατάλυμα, ο αινιγματικός ιδιοκτήτης του κ. Μουσταφά αφηγείται σε έναν συγγραφέα την ιστορία του και το πώς ξεκίνησε να δουλεύει εκεί ως bell boy κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Νεαρότατος Ινδός μετανάστης στη Δημοκρατία της Ζουμπρόφσκα, μεθοδικός κι αθόρυβος, ο Ζίρο Μουσταφά δεν άργησε να γίνει ο έμπιστος βοηθός του Γκουστάβ Η., του απαιτητικού, μπον βιβέρ, αλαζόνα, extra cool και απίστευτα εύγλωττου υπεύθυνου υποδοχής του ξενοδοχείου. Κι ενώ οι πολιτικοκοινωνικές αλλαγές γύρω τους είναι καταιγιστικές, ο Ζίρο και ο κ. Γκουστάβ θα βρεθούν μπλεγμένοι σε μια επικίνδυνη σκευωρία, η οποία περιλαμβάνει μια γιγαντιαία κληρονομιά, έναν σπανιότατο πίνακα, μερικούς βίαιους θανάτους και τελικά τον εγκλεισμό του Γκουστάβ Η. στη φυλακή για φόνο εκ προμελέτης.</p>
<h3 style="text-align: justify;"> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_uc_Articles_Simple_rptParaGraphs_ctl02_PnlImage" style="text-align: justify;">
<div class="imgcontainer"><img src="http://lmnts.athinorama.gr/lmnts/articles/1003211/153.jpg" alt=" " width="660" />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">Ο Στέφαν Τσβάιχ προμηθεύει το σκηνικό και τη μελαγχολική αύρα της περιόδου, ενώ οι κομψές προπολεμικές κομεντί του κλασικού Χόλιγουντ (από αυτές του Ερνστ Λιούμπιτς και του Φρανκ Κάπρα ως εκείνες του Χάουαρντ Χοκς και του Λίο ΜακΚάρεϊ ) δίνουν τον κινηματογραφικό τόνο σε μια ντελικάτη, παραμυθένια σάτιρα που αναβιώνει μια προ πολλού χαμένη εποχή, για να την αποχαιρετήσει συγκινητικά. Πρωταγωνιστές της είναι μια πινακοθήκη εξαιρετικά εκκεντρικών χαρακτήρων (ερμηνευμένων από 15 πρωτοκλασάτους σταρ ), οι δυσλειτουργικές σχέσεις των οποίων στριμώχνονται σε γεωμετρικά συμμετρικά πλάνα, με το «ακανόνιστο» χιούμορ να εντείνει την αίσθηση της πικάντικης παραξενιάς. <br />Ο γνωστός και αγαπητός μας Γουές Άντερσον είναι εδώ, ανακατεύοντας δεξιοτεχνικά εποχές (πάντα του άρεσαν οι μοντέρνοι αναχρονισμοί ), παστέλ χρώματα, λογοτεχνικές και σινεφίλ αναφορές, σχολιάζοντας ταυτόχρονα μια ήπειρο που κουβαλά την ιστορία της σαν πολιτιστικό θησαυρό –όλα περιστρέφονται γύρω από έναν πίνακα ζωγραφικής– αλλά και σαν ιδεολογικό βαρίδι. Το υπερβολικά ελαφρύ ύφος κρατά μεγάλο μέρος της αλληγορίας σε ένα πρώτο και ευανάγνωστο (μερικοί θα πουν ρηχό ) επίπεδο, ο σπιρτόζος ρομαντισμός του Άντερσον, όμως, είναι πάντα καλοδεχούμενος και συγκινητικός, ενώ η αφηγηματική επιδεξιότητά του τού χάρισε την Αργυρή Άρκτο Σκηνοθεσίας στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βερολίνου. <br /><br /><strong><em>Μ. Βρετανία, Γερμανία. 2014. Διάρκεια: 99΄. Διανομή: ODEON.</em></strong></p>
<p><strong><em><a href="http://www.athinorama.gr">www.athinorama.gr</a></em></strong></p>
<p><strong><em><br /></em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em><br /></em></strong></p>

Σχετικά άρθρα