«Δαγκωτό», «μαύρο» και «καλό βόλι»!

Η «εκλογή» είναι ουσιαστικό, θηλυκού γένους και σημαίνει «η επιλογή ενός από πολλούς», ή «η ανάδειξη σε μία θέση ή αξίωμα έπειτα από ψηφοφορία».
«Εκλογές» στον πληθυντικό είναι «η διαδικασία που περιλαμβάνει καθολική ψηφοφορία για την ανάδειξη της νέας βουλής, της ευρωβουλής, των τοπικών αρχόντων ή ακόμα και διοικητικών οργάνων με διάφορες μορφές».
Οι Έλληνες πολίτες ψηφίζουν λοιπόν, αύριο για τους Δήμους και τις Περιφέρειες της χώρας, ενώ την άλλη Κυριακή, 25 Μαίου και για τους εκπροσώπους τους στην Ευρωβουλή.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία ο «δήμος» είναι μυκηναϊκή λέξη, με πολιτικό χρώμα. Στον Όμηρο η λέξη «δήμος» αναφέρεται στους κατοίκους μιας περιοχής και μάλιστα στους ισχυρούς γαιοκτήμονες, που ασκούσαν την εξουσία.
Στην αρχαία Αθήνα, η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει το λαό, τους ελεύθερους πολίτες και κατ’ επέκταση το πολίτευμα που στηρίζεται στο λαό, τη δημοκρατία (δήμος + κράτος/κρατέω,-ώ).
Ειδικότερα, δήμοι ονομάζονταν στην αρχαία Αθήνα οι κατά μέρος κοινότητες, δηλαδή οι 100 αρχικά και στη συνέχεια 174 «αστικές περιφέρειες» που αντιστοιχούσαν σε υποδιαιρέσεις των περίφημων 10 φυλών.
«Δήμαρχος» ήταν ο άρχων του δήμου (δήμος + άρχω = εξουσιάζω), δηλαδή ο προϊστάμενος ενός δήμου ή κοινότητας, ο οποίος διηύθυνε τις υποθέσεις του, τηρούσε τους καταλόγους, όριζε τους φόρους και εισέπραττε τα χρέη.
Ο «νομός» (από το ρήμα νέμω = μοιράζω, διανέμω) ονομαζόταν αρχικά ο τόπος πρός νομήν, δηλαδή το βοσκοτόπι και έπειτα ο τόπος διαμονής, η περιοχή, η επικράτεια.
«Νομάρχης», λοιπόν, είναι ο άρχων του νομού. Από την ίδια ρίζα προέρχεται ο νόμος (= η κανονιστική αρχή του δικαίου), το ρήμα νομίζω, ο νομάς (= ο περιπλανώμενος βοσκός) και το νόμισμα.
Για να αναδειχθούν οι Δήμαρχοι και οι Νομάρχες με δημοκρατικό τρόπο γίνεται χρήση του «Ψηφοδελτίου». Η λέξη «ψηφοδέλτιο» συναντάται από το 1838 και αποτελεί απόδοση του αγγλικού ballot paper.
Από το 1844 και για περίπου 80 χρόνια οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν χρησιμοποιούσαν ψηφοδέλτια, για να ψηφίσουν τους κυβερνήτες τους, αλλά «σφαιρίδια», δηλαδή μικρές σφαίρες από μολύβι.
Σε κάθε υποψήφιο αντιστοιχούσε μία κάλπη χωρισμένη στα δύο και ο ψηφοφόρος καλούνταν να ρίξει το σφαιρίδιο ανάλογα με την προτίμησή του, στη δεξιά πλευρά της ψηφοδόχου, που εξωτερικά ήταν βαμμένη λευκή ή στην αριστερή, που εξωτερικά ήταν βαμμένη μαύρη. Αν το σφαιρίδιο έπεφτε στη δεξιά πλευρά, η ψήφος ήταν θετική, αν έπεφτε στην αριστερή, η ψήφος ήταν αρνητική.
Με τον τρόπο αυτόν οι εκλογείς μπορούσαν να ικανοποιήσουν όλες τις πλευρές, αφού είχαν τη δυνατότητα να «ασπρίσουν» όλους τους υποψηφίους όλων των κομμάτων. Και, βέβαια, το αντίθετο. Να τους «μαυρίσουν».
Έτσι προέκυψαν και οι εκφράσεις «έφαγε μαύρο» ή «τον μαύρισα».
Αρκετοί ψηφοφόροι – που προφανώς είχαν λόγους να «φαίνεται» η ψήφος τους – το «έριχναν δαγκωτό», δηλαδή δάγκωναν το σφαιρίδιο δυνατά πριν το ρίξουν στην κάλπη.
Τα χάρτινα ψηφοδέλτια χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1912 στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές.
Παλιότερα τα ψηφοδέλτια δεν τα τύπωνε το κράτος, αλλά οι ίδιοι οι υποψήφιοι ή τα κόμματα. Έγραφαν καθαρά το όνομά τους σε τυποποιημένα κομμάτια χαρτιού, τα οποία παρέδιδαν στα εκλογικά τμήματα.
«Καλό βόλι» είναι η φράση που αρχικά χρησιμοποιούσαν ως ευχή οι αγωνιστές κατά της Τουρκοκρατίας (για εύστοχη βολή στον πόλεμο) και που μετά το 1864 χρησιμοποιήθηκε ως ευχή για εύστοχη πολιτική επιλογή στην κάλπη των εκλογών.
 
Καλό βόλι σε όλους!

Σχετικά άρθρα