Μαρκ Τουαίην

<p><strong><big>Μαρκ Τουαίην</big> ( 1835-1910 , Αμερικανός συγγραφέας)</strong></p>
<p style="text-align: justify;">Ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς γεννήθηκε στο χωριό Φλόριντα της πολιτείας του Μιζούρι των Ηνωμένων Πολιτειών, γιος του Τζον και της Τζέην Κλέμενς.</p>
<p style="text-align: justify;">Ο πατέρας του πέθανε το 1847 αφήνοντας στην οικογένεια αρκετά οικονομικά χρέη, γεγονός που ανάγκασε τον Τουαίην να εγκαταλείψει το σχολείο και να εργαστεί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Οράιον, ξεκίνησε το 1850 να εκδίδει μία εφημερίδα στην οποία ο Τουαίην δημοσίευε κατά διαστήματα κείμενά του. Παράλληλα πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στο Σαιντ Λούις και τη Νέα Υόρκη εργαζόμενος ως τυπογράφος.</p>
<p style="text-align: justify;">Το 1864, ο Τουαίην μετακόμισε στο Σαν Φρανσίσκο ο όπου εργάστηκε για αρκετές τοπικές εφημερίδες. Τον επόμενο χρόνο σημείωσε την πρώτη του λογοτεχνική επιτυχία ολοκληρώνοντας ένα σατιρικό σύντομο διήγημα στα πλαίσια μιας συλλογής κειμένων του Artemus Ward. Ο Τουαίην υπέβαλε το έργο του καθυστερημένα και τελικά δεν αποτέλεσε μέρος της συλλογής, ωστόσο ο εκδότης φρόντισε να δημοσιευτεί το κείμενο στην εφημερίδα <em>Saturday Press</em>. </p>
<p style="text-align: justify;">Την Άνοιξη του 1866, ως απεσταλμένος της εφημερίδας <em>Sacramento Union</em>, ταξίδεψε στις νήσους Σάντουιτς (σημερινή Χαβάη) προκειμένου να γράψει μια σειρά από ταξιδιωτικά άρθρα. Με την επιστροφή του στο Σαν Φραντσίσκο, μετά από προτροπή του εκδότη John McComb (της εφημερίδας <em>Alta California</em>) αλλά και ωθούμενος από την απήχηση των κειμένων του, ο Τουαίην αποφάσισε να παραχωρήσει μία σειρά διαλέξεων, που τον καταξίωσαν ως ικανό ομιλητή.</p>
<p style="text-align: justify;"><span>Μέχρι το </span>1891<span>, ο Τουαίην έζησε στο Χάρτφορντ, όπου ολοκλήρωσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων </span><em>Οι περιπέτειες του Τομ Σώγιερ</em><span> (1876), </span><em>Ο Πρίγκιπας και ο Φτωχός</em><span> (1881) και </span><em>Ένας Γιάνκης του Κονέκτικατ στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου</em><span> (1889). </span><em>Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν</em><span> – κατά πολλούς το πιο γνωστό βιβλίο του – δημοσιεύτηκε το </span>1885<span> και αποτέλεσε ένα από τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν από τον εκδοτικό οίκο του ίδιου του Τουαίην, </span><em>The Charles L. Webster Company</em><span>, για τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε καθήκοντα ο ανηψιός του, Charles Webster.</span></p>
<p style="text-align: justify;">Αν και τα έργα του είχαν μεγάλη απήχηση, γεγονός που του εξασφάλιζε σημαντικά οικονομικά κέρδη, ο Τουαίην πρόεβη σε πολλές άστοχες επενδύσεις των χρημάτων του, γεγονός που τον οδήγησε τελικά στα όρια της χρεωκοπίας. Σε μία προσπάθεια του να εξοικονομήσει χρήματα, ώστε να καλύψει τα οικονομικά του χρέη, εγκαταστάθηκε το1891 οικογενειακώς στην Ευρώπη πραγματοποιώντας αρκετά ταξίδια ανά τον κόσμο μέχρι το 1900. Το 1894, η εκδοτική του εταιρεία αναγκάστηκε να διακόψει τη λειτουργία της γεγονός που ώθησε τον Τουαίην να δώσει μια σειρά διαλέξεων σε διάφορες χώρες, προκειμένου και πάλι να εξοικονομήσει χρήματα. Καταλυτική για την βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης ήταν η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον βιομήχανο Χένρυ Χάτλστον Ρότζερς, στέλεχος της πετρελαϊκής εταιρείας <em>Standard Oil</em>.</p>
<p style="text-align: justify;">Ο Τουαίην επέστρεψε στην Αμερική το 1900. Κατά τον Ισπανο-Αμερικανικό πόλεμο του 1898, είχε ήδη υϊοθετήσει μία σκληρή στάση απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση, πολιτική στάση που διατήρησε και μετά την επιστροφή στην πατρίδα του, ως αντιπρόεδρος της <em>Αμερικανικής Αντι-Ιμπεριαλιστικής Ένωσης</em> (<em>American Anti-Imperialist League</em>). Οι πολιτικές του απόψεις του είχαν ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί από ορισμένους ως <em>προδότης</em>, αλλά και την μη δημοσίευση ορισμένων κειμένων του σε περιοδικά της εποχής, εξαιτίας του φόβου πολλών εκδοτών για πιθανή δυσφήμιση. Το 1903, έχοντας ζήσει στην Νέα Υόρκη για τρία χρόνια, η σύζυγός του αρρώστησε και εγκαταστάθηκαν στη Φλωρεντία της Ιταλίας, όπου η Ολίβια Λάγκντον πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Μετά το θάνατό της, ο Τουαίην επέστρεψε στη Νέα Υόρκη. Πέθανε στο Ρέντινγκ του Κονέκτικατ στις 21 Απριλίου του 1910, σε ηλικία 74 ετών.</p>
<p style="text-align: justify;"><span><br /></span></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><span><span><br /></span></span></strong></p>

Σχετικά άρθρα