Ο ζητιάνος του καλού ποδοσφαίρου

Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο έγινε γνωστός στην Ελλάδα κυρίως από τα βιβλία του «Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου», «Μνήμες φωτιάς» και «Τα πρόσωπα και οι μάσκες» (όλα από τις εκδόσεις Εξάντας) όμως αναμφισβήτητα το κορυφαίο βιβλίο του είναι το «Soccer in Sun and Shadow» («Ποδόσφαιρο στον ήλιο και στη σκιά»), το οποίο κυκλοφόρησε στην Βόρειο Αμερική λίγες ημέρες πριν από την έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Γαλλίας. Αργότερα κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα από τον εκδοτικό οίκο Ελληνικά Γράμματα, με τον τίτλο «Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου». Ενας φανατικός λάτρης του αθλήματος έγραψε για την ιστορία του ποδοσφαίρου και τη λάτιν πλευρά του. Ένα βιβλίο, στο οποίο ο Σαίξπηρ, ο Τζορτζ Οργουελ και ο Αλμπέρ Καμύ συνάντησαν κατά κάποιο τρόπο τον Μισέλ Πλατινί.Ο Γκαλεάνο γράφει για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1930 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάη: «Ο διαιτητής αξίωσε ασφάλεια ζωής πριν από την έναρξη του τελικού μεταξύ Ουρουγουάης και Αργεντινής, αλλά τίποτε δεν πήγε στραβά στον αγώνα. Η Ουρουγουάη κέρδισε και ένα όχλος φιλάθλων στο Μπουένος Αϊρες έκανε γυαλιά καρφιά την πρεσβεία της Ουρουγουάης».
Σε άλλο σημείο του βιβλίου, ο Γκαλεάνο θυμίζει ότι κάποτε στο Μπουένος Αϊρες, ο Χόρχε Λούις Μπόρχες έδινε διάλεξη για την αθανασία την ίδια ημέρα και την ίδια ώρα που η Αργεντινή έπαιζε τον πρώτο της αγώνα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978.
Ο τίτλος του βιβλίο μαρτυρά την πρόθεση του Γκαλεάνο, να αναδείξει την καλή και την κακή πλευρά του ποδοσφαίρου. Όπως συμβαίνει πάντα η κακή έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον.Όπως έγινε το 1942, όταν κατά τη γερμανική κατοχή, η Δυναμό Κιέβου δεν υπάκουσε και νίκησε την Γερμανική ομάδα με αποτέλεσμα να εκτελεστούν οι ποδοσφαιριστές ενώ φορούσαν ακόμα τις φανέλες της ομάδας τους.
Αναφέρεται ακόμα στο περιβόητο τηλεγράφημα του Μουσολίνι προς τους παίκτες της Ιταλίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1938. Την παραμονή του αγώνα με τους Ουγγαρία του έγραφε: «Κερδίστε ή πεθάνετε». Ευτυχώς οι Ιταλοί νίκησα με 4-2.
Από το βιβλίο ενός λάτιν εραστή του ποδοσφαίρου δεν θα μπορούσε να απουσιάζει η ιστορία του αμυντικού της Κολομβίας Αντρές Εσκομπάρ, που με το αυτογκόλ του ήταν η αιτία η ομάδα του να χάσει τον αγώνα στο Κύπελλο του 1994 και ο οποίος λίγες ημέρες αργότερα δολοφονήθηκε στο Μεντεγίν από φανατικούς φιλάθλους.
Υπάρχει βέβαια και ο ήλιος, οι μοναδικές στιγμές του ποδοσφαίρου. Όπως το γκολ του Φέρεντς Φούσκας με απευθείας κτύπημα φάολυ. Ο διαιτητής του ακύρωσε γιατί δεν είχε σφυρίξει. Ο Πούσκας δεν είχε πρόβλημα. Εστησε τη μπάλα και πάλι και την έστειλε ακριβώς στην ίδια γωνία, στο ίδιο σημείο, βάζοντας το γκολ σε επανάληψη.
Εξαιρετικός έχει χαρακτηριστεί και όχι άδικα ο πρόλογος – εξομολόγηση του ίδιου του συγγραφέα. Γράφει: «Όπως όλοι οι Ουρουγουανοί, μικρός ήθελα να γίνω ποδοσφαιριστής. Έπαιζα πολύ καλά, ήμουν χάρμα οφθαλμών, αλλά στον ύπνο μου. Ξύπνιος, ήμουν ο χειρότερος στραβοκλότσης που είχε περάσει από τις αλάνες της χώρας μου.Ούτε ως οπαδός έλεγα και πολλά πράγματα. Ο Χουάν Αλμπέρτο Σκιαφίνο και ο Χούλιο Σέσαρ Αμπάντιε έπαιζαν στην Πενιαρόλ, δηλαδή στο εχθρικό στρατόπεδο. Ως καλός οπαδός της Νασιονάλ, έκανα ό,τι μπορούσα για να τους μισήσω. Αλλά ο Πέπε Σκιαφίνο, με τις αριστουργηματικές του πάσες, οργάνωνε το παιχνίδι της ομάδας του θαρρείς και έβλεπε το γήπεδο από το ψηλότερο σημείο του πύργου του σταδίου, και ο μαύρος Αμπάντιε γλιστρούσε την μπάλα κατά μήκος της γραμμής του πλαγίου, τρέχοντας με εξαιρετική ταχύτητα, λικνιζόμενος χωρίς να αγγίζει την μπάλα ή να σκοντάφτει πάνω σε αντιπάλους. Κι εγώ δεν μπορούσα να κάνω αλλιώτικα από το να τους θαυμάζω, ακόμα και να τους χειροκροτήσω αισθανόμουν την ανάγκη.Πέρασαν τα χρόνια και κατέληξα να αποδεχτώ την ταυτότητά μου: δεν είμαι τίποτα παραπάνω παρά ένας ζητιάνος του καλού ποδοσφαίρου. Περιφέρομαι στον κόσμο με το καπέλο στο χέρι και παρακαλάω στα γήπεδα: «ο θεός να σας έχει καλά, ένα καλό παιχνίδι«. Και όταν παίζεται καλό ποδόσφαιρο, είμαι πανευτυχής για το θαύμα, χωρίς να νοιάζομαι ποια είναι η ομάδα ή η χώρα που το παίζει.
Για να κατανοήσει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο ο Γκαλεάνο αντιμετώπιζε το ποδόσφαιρο, αρκεί να διαβάσει σε ποιους αφιέρωσε το βιβλίο του. Γράφει: «Οι σελίδες που ακολουθούν αφιερώνονται σ’ εκείνα τα παιδιά που, εδώ και χρόνια, συνάντησα μια μέρα στο δρόμο στην Καλέγια ντε Κόστα. Είχαν παίξει ποδόσφαιρο και τραγουδούσαν: «Χάσουμε, κερδίσουμε / εμείς θα το γλεντήσουμε».
Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο άφησε την τελευταία πνοή του την Δευτέρα του Πάσχα σε ηλικία 74 ετών στο Μοντεβίδεο. Στη wikipedia διαβάζουμε: «Ο Γκαλεάνο αρνείτο ότι ήταν ιστορικός: «είμαι ένας συγγραφέας που θα ήθελε να συνεισφέρει στη διάσωση της απηχθείσας μνήμης όλης της Αμερικής, αλλά πάνω από όλα της Λατινικής Αμερικής, πατρίδα περιφρονημένη και αγαπητή».
Ο Γκαλεάνο γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάη, μέλος μίας οικογένειας με ευρωπαϊκή καταγωγή, που ανήκε στη μεσαία τάξη και ήταν καθολική. Όταν ήταν νέος είχε δουλέψει ως εργάτης εργοστασίου, ελαιοχρωματιστής, ταχυδρόμος, δακτυλογράφος και άλλα. Στα 14 του πούλησε την πρώτη του πολιτική γελοιογραφία στο εβδομαδιαίο περιοδικό «Ελ Σολ» του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ουρουγουάης. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ως συντάκτης του «Μάρτσα», ένα εβδομαδιαίο περιοδικό με το οποίο συνεργάστηκαν οι Μάριο Βάργκας Γιόσα, Μάριο Μπενεδέτι, Μανουέλ Μαλδονάδο, Ντένις και Ρομπέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ. Υπήρξε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Έποκα» δύο χρόνια.
Στο πραξικόπημα της 27ης Ιουνίου 1973, ο Γκαλεάνο φυλακίστηκε και αναγκάστηκε να αφήσει την Ουρουγουάη. Το βιβλίο του «Οι ανοιχτές πληγές της Λατινικής Αμερικής» λογοκρίθηκε από τα στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα της Ουρουγουάης, της Αργεντινής και της Χιλής. Έζησε στην Αργεντινή όπου ίδρυσε το πολιτιστικό περιοδικό «Κρίσις». Το 1976, παντρεύεται για τρίτη φορά, ενώ παράλληλα προστίθεται στη λίστα αυτών που θα αντιμετώπιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα του Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα, ο οποίος ανέλαβε την κυβέρνηση μετά από πραξικόπημα. Πηγαίνει στην Ισπανία, όπου γράφει τη διάσημη τριλογία του, «Μνήμες Φωτιάς», το 1984.
Στις αρχές του 1985, ο Γκαλεάνο επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Το 2004, ο Γκαλεάνο στηρίζει τη νίκη της αριστερής συμμαχίας «Ευρύ Μέτωπο» και του Ταμπαρέ Βάσκες. Γράφει ένα άρθρο στο οποίο αναφέρει ότι ο κόσμος ψήφισε χρησιμοποιώντας την κοινή λογική. Το 2005, ο Γκαλεάνο, μαζί με αριστερούς διανοούμενους, όπως ο Ταρίκ Άλι και ο Αδόλφο Πέρες Εσκιβέλ συμμετέχουν στη συμβουλευτική επιτροπή του νεοσύστατου λατινοαμερικανικού καναλιού «Τελεσούρ»…».

Σχετικά άρθρα