Ο κομμουνιστής Μπούκοβι και η χούντα

Έγραψε ιστορία στον πάγκο του Ολυμπιακού. Έγινε σύνθημα, τραγούδι και βιβλίο. Όμως για τη «χούντα των συνταγματαρχών», ο Μάρτον Μπούκοβι ήταν πάντα ένας δεδηλωμένος και φυσικά ανεπιθύμητος κομμουνιστής.
Φυσικά επρόκειτο για μια ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα που λατρεύτηκε από τους φίλους του Ολυμπιακού. «Του Μπούκοβι την ομαδάρα, τη λένε Ολυμπιακάρα», τραγουδούσε ο Περιπινιάδης και το συγκεκριμένο 45άρι δισκάκι είχε πουλήσει περισσότερα από 300 χιλιάδες αντίτυπα.
Οταν έφτασε ο Ούγγρος στην Ελλάδα, ο Ολυμπιακός είχε εννέα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Ο Μπούκοβι πανηγύρισε αμέσως δύο συνεχόμενα.
Γι’ αυτό και στο άκουσμα της είδησης της αποχώρησής του, οι φίλοι του Ολυμπιακού δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1967, την ημέρα που εκδηλώθηκε και το κίνημα του τότε Βασιλιά, Κωνσταντίνου Β’, κατά της χούντας, ο Μπούκοβι και ο βοηθός του Λάντος υποχρεώθηκαν να φύγουν από την χώρα.
Για την αποχώρηση του Μπούκοβι, ο Διονύσης Χαριτόπουλος έγραψε στο βιβλίο του με τίτλο τη «Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι»:
«Ητανε όλοι εκεί… Αδειάσανε τα καφενεία και τα σφαιριστήρια. Από τη λέσχη του Σταύρου ήρθε ο έβδομος αδερφός του, ο Λουκάς, που αργότερα σκοτώθηκε με το μηχανάκι, ο Μάνθος ο Τζαμπαμάγκας, το δεξί μπακ του ΠΟΑΔ, ο κουρέας ο Λοΐζος, που ‘παιζε τερματοφύλακας, ο Φιρλίγκος, ο Πιεράκος, ο Γκέλος, που πέρναγε παραμάνες στα μάγουλά του χωρίς να ματώνει, τα αδέρφια οι Αράπηδες, ένας απ’ τους Κριελάκους, ο Πιέρος ο μποξέρ κι όσοι απ’ το τάγμα Τσιλιβαραίων βρέθηκαν εκεί.
Απ’ το καφενείο του Κοτέα ήρθε ο Βαρελάς, ο Θοδωρής, που κυνηγάει τους πούστηδες, ο Στέλιος ο Υγρασίας, οι Γαργαλάκοι, ο Καραβάς, το σέντερ φορ του ΠΟΑΔ, ο Τσούτας, ο Δρακούλης ο αστυφύλακας, χωρίς τη στολή, ο Μονέδας, ένας απ’ τους Μαριόληδες, ο Πηλάλης, ο Μπαμπάτσικος, ο Κατσίκας η Αλήτρα κι όσοι απ’ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί. Απ’ των «Κυνηγών» ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ’ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί… Ηρθανε οι δύο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ’ την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι κι όσοι απ’ το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.Την άλλη μέρα έγραψε και το «Φως» τι έγινε εκεί: Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ’ το ξενοδοχείο της Καστέλλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ, ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά και οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε: Πατέρα! Μη φεύγεις! Πως, όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται: Πατέρα! Μη Φεύγεις, Πατέρα μη! Μη φεύγεις! Εγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά τους τσαμπουκάδες που γίνανε, το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους, τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο. Εγραψε μερικά το «Φως»… Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε!».
Ο επίλογος γράφτηκε εκείνο στο Σταθμό Λαρίσης. Ο μόνος που ξεπροβόδισε τον Μπούκοβι ήταν ο Μπάμπης Δρόσος. Πριν πάρει το τρένο της επιστροφής δήλωσε «δεν πρόκειται να ξαναδουλέψω σε ομάδα». Και δεν ξαναδούλεψε.
Όσο για τους λόγους της φυγής του, ο ίδιος δεν είπε ποτέ λεπτομέρειες. Κάποιοι είπαν ότι είχε να κάνει με τις προσπάθειες του Ολυμπιακού να αποκτήσει τον Κούδα, κάτι που δεν ήθελε γιατί θα χαλούσαν οι ισορροπίες μεταξύ των παικτών. Κάποιοι μίλησαν για διαφωνίες σε μετεγγραφικά ζητήματα. Μόνο οι τότε συμπαίκτες του ήταν κατηγορηματικοί. «Το έδιωξε η χούντα», λένει όσοι από αυτούς μιλούν για το συγκεκριμένο θέμα….

Σχετικά άρθρα