Oι γυναίκες υποφέρουν πιο πολύ από άγχος και κατάθλιψη;

Απαντά η  η Καθηγήτρια Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νευρολόγος-Ψυχίατρος, Δρ Νάντια Μπεργιαννάκη – Δερμιτζάκη.

Οι γυναίκες είναι περισσότερο επιρρεπείς στην εμφάνιση άγχους και κατάθλιψης;

Σε κάθε επιστημονική στατιστική ο σχολιασμός αρχίζει κλασσικά με την περιγραφή των αποτελεσμάτων σε σχέση με το φύλο. Υπάρχουν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών; Ναι! Φυσικά και υπάρχουν διαφορές μεταξύ τους.  Οι διαφορές αυτές αφορούν κυρίως: α) στις ορμόνες αναπαραγωγής, β) στα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά, και γ) στους διαφορετικούς κοινωνικούς και εργασιακούς συντελεστές που επικρατούν στην σύγχρονη καθημερινότητα των δύο φύλων.

Επίσης υπάρχουν διαφορές και στο βιολογικό και ανοσολογικό επίπεδο που αφορούν τόσο στα ποσοστά εμφάνισης των διαφόρων ασθενειών, όσο και στην ένταση και την πορεία τους. Στις παθήσεις που εμφανίζονται τέτοιες διαφορές ανήκουν και οι ψυχοπαθολογικές διαταραχές του άγχους και της  κατάθλιψης. Σε κάθε μία από αυτές υποκρύπτονται προκλητικοί παράγοντες που εκτείνονται από το βιολογικό έως το κοινωνικό φάσμα και απεικονίζουν άλλοτε άλλου είδους και μεγέθους ιδιαιτερότητες των δύο φύλων.

Οι γυναίκες φαίνεται ότι είναι περισσότερο επιρρεπείς στην ανάπτυξη διαταραχών άγχους  απ’ ότι οι άνδρες. Παρατηρούμε ότι η «απλή φοβία», η «κοινωνική φοβία» και η «γενικευμένη διαταραχή άγχους» είναι διπλάσιες στις γυναίκες, οι «κρίσεις πανικού» και η «αγοραφοβία» υπερτριπλάσιες, η δε «μετατραυματική διαταραχή στρες» δεν είναι μόνο διπλάσια  σε σχέση με τους άνδρες, αλλά είναι και πολύ πιο έντονη και διαρκεί περισσότερο.

Οι γυναίκες γίνονται περισσότερο αγχώδεις σε περιόδους που τα κυκλοφορούντα οιστρογόνα και η προγεστερόνη είναι σε χαμηλά επίπεδα, περίοδος εμμήνου ρύσης και λίγο πριν και φαίνεται ότι αυτός είναι ένας από τους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς για την ανάπτυξη του άγχους τους. Έτσι, σε ευαίσθητα σ’ αυτό τον μηχανισμό άτομα, η καταμήνια αιφνίδια μείωση των επιπέδων των ωοθηκικών ορμονών, οι οποίες μεταξύ άλλων δρουν και σαν αγχολυτικές ουσίες, πιθανά μιμείται την δράση της απότομης απόσυρσης αγχολυτικών η οποία συνοδεύεται συνήθως από κάθετη αύξηση του άγχους και όλων των συνοδών του εκδηλώσεων.

Διαταραχές του συναισθήματος – Πότε μιλάμε για κατάθλιψη;

Η ζωή είναι γεμάτη από αυξομειώσεις της διάθεσης. Όταν όμως η μείωση των συναισθημάτων διαρκεί πάνω από τρεις εβδομάδες και αρχίζει να επεμβαίνει στην λειτουργικότητα του ατόμου, τότε το άτομο μπορεί να έχει ένα σημαντικό ψυχιατρικό πρόβλημα όπως είναι η Κατάθλιψη.

 Ποιοι παράγοντες προκαλούν την κατάθλιψη;

 Η κατάθλιψη είναι πάθηση που καταλαμβάνει ολόκληρο το σώμα του ατόμου, την διάθεση, τις σκέψεις του, επηρεάζει τον τρόπο που αυτό κοιμάται, τον τρόπο που φέρεται, τον τρόπο που αισθάνεται, τον τρόπο που σκέπτεται για τον εαυτό του και τους άλλους και τον τρόπο που εν τέλει λειτουργεί. Η κατάθλιψη δεν προέρχεται από αδυναμία του χαρακτήρα όπως νομίζουν οι αδαείς, ούτε και είναι κατάσταση που μπορεί να την τιθασεύσει κανείς μόνος του. Βασικά και ανεξάρτητα από τον προκλητικό παράγοντα, η κατάθλιψη φαίνεται ότι σχετίζεται με χημικές ανισορροπίες στον εγκέφαλο οι οποίες κάνουν τα κύτταρα να μην επικοινωνούν σωστά μεταξύ τους.

Η κατάθλιψη μπορεί να προκληθεί: από στρεσσογόνα γεγονότα ζωής, από χρόνια υπερενεργοποίηση ορμονικών αξόνων (άξονας Υποθάλαμος- Υπόφυση – Φλοιός Επινεφριδίων ο οποίος  παράγει τις ορμόνες του στρες όπως η κορτιζόλη), από την λήψη διαφόρων ουσιών ή φαρμακευτικών αγωγών, από την ύπαρξη κάποιων σωματικών ασθενειών, από την ηλικιακή γήρανση και εκφύλιση νευρωνικών συστημάτων, ή εν τέλει να αυτοπροκληθεί λόγω γενετικών ιδιαιτεροτήτων.

Οι γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο από την κατάθλιψη;

Επιδημιολογικά διαπιστώνουμε ότι και εδώ υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο φύλων. Οι γυναίκες εμφανίζουν περισσότερες υποτροπές καταθλιπτικών ώσεων, αναφέρουν περισσότερα συμπτώματα, βιώνουν κάποια συμπτώματα εντονότερα και εμφανίζουν περισσότερο κάποιες μορφές κατάθλιψης όπως π.χ. εποχιακή, άτυπη και μονοπολική κατάθλιψη καθώς και δυσθυμία.

Γιατί εμφανίζουν κατάθλιψη οι γυναίκες;

Οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη κατάθλιψης στις γυναίκες είναι διάφοροι όπως προσωπικό και οικογενειακό ιστορικό ψυχιατρικών παθήσεων, απώλεια κάποιου γονιού πριν τα 10, ιστορικό σεξουαλικής παρενόχλησης κατά την παιδική ηλικία, χρήση αντισυλληπτικών με υψηλές προγεστερόνες, χρήση γοναδοτροπινών ιδιαίτερα για εξωσωματική κύηση, απώλεια κοινωνικής υποστήριξης ή κίνδυνος γι αυτή, και τέλος το επιμένον και μακροχρόνιο κοινωνικό στρες.

Οι διαφορές στα δύο φύλα που αφορούν σε ψυχολογικές και συμπεριφορικές συνισταμένες αρχίζουν από νωρίς. Το στρες της εφηβείας είναι εντελώς διαφορετικό μεταξύ τους και εκφράζεται και διαφορετικά.

Κατά την εφηβεία πχ τα αγόρια τείνουν ν’ αποκτούν περισσότερο συμπεριφεριολογικά προβλήματα και να κάνουν περισσότερο χρήση ναρκωτικών και εθιστικών ουσιών, ενώ τα κορίτσια ενδοστρέφουν το στρες. Η ενδοστρέφεια per se αποτελεί ένα καταθλιπτικό μηχανισμό και σε προδιατεθειμένα άτομα μπορεί να οδηγήσει εντέλει σε κατάθλιψη. Το μεγαλύτερο ποσοστό επίπτωσης της κατάθλιψης στις γυναίκες αρχίζει έτσι στην εφηβεία διότι τότε συμβαίνουν δραματικές αλλαγές όπως είναι οι έντονες και πρωτόγνωρες εναλλαγές ορμονών, η διαμόρφωση του αναπαραγωγικού σώματος, η αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρόρμησης, ο ιδεολογικός αποχωρισμός από τους γονείς και εν τέλει η ανάγκη και πίεση για λήψη προσωπικών αποφάσεων.

 Ποια είναι η σχέση της κατάθλιψης με τις αναπαραγωγικές ορμόνες;

Όπως ήδη αναφέρθηκε από τους σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν διαφορετικά τα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους στις γυναίκες είναι οι αναπαραγωγικές ορμόνες. Οι ορμονικοί υποδοχείς του εγκεφάλου υπάρχουν από την εμβρυϊκή ζωή και οργανώνουν τα εγκεφαλικά κυκλώματα, ορίζουν τον χρόνο της εφηβείας, ελέγχουν την σεξουαλική συμπεριφορά των ενηλίκων, και ελέγχουν την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων ορμονικών αξόνων. Οι οιστριονικοί υποδοχείς στον εγκέφαλο βρίσκονται σε περιοχές που καθορίζουν τις γνωσίες και το συναίσθημα και φαίνεται ότι τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη εκτός από τον αναπαραγωγικό τους ρόλο επηρεάζουν και ένα μεγάλο αριθμό γνωσιακών και συναισθηματικών λειτουργιών. Πχ πριν από την ωορρηξία οι περιοχές επεξεργασίας των συναισθημάτων είναι πολύ δραστήριες. Τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων που επικρατούν εκείνη την περίοδο αυξάνουν τα επίπεδα της ντοπαμινεργικής νευρομεταβίβασης η οποία προκαλεί αισθήματα αυξημένης ευχαρίστησης και πληρότητας.

Βασικά, τα οιστρογόνα είναι νευροπροστατευτικές ορμόνες και εμποδίζουν την νευρωνική εκφύλιση συνεισφέροντας στην ανάπτυξη των νευρώνων, και αποτρέποντας την ευαισθησία στις νευροτοξίνες. Από την άλλη μεριά όμως φαίνεται ότι εμπλέκονται στην ανάπτυξη ή την έκφραση διαφόρων ειδών ψυχοπαθολογίας. Για την πρόκληση ψυχικών διαταραχών περισσότερο φαίνεται να ευθύνεται η κυκλική εναλλαγή τους και οι αυξομειώσεις που προκαλούνται στους οιστρογονικούς εγκεφαλικούς υποδοχείς. Αυτές κάνουν τις γυναίκες κατά κάποιο τρόπο ευάλωτες στο στρες αυξάνοντας την απαντητικότητα σ’ αυτό. Η ευαλωτότητα στο στρες φαίνεται ότι προκαλείται από την νευροτοξικότητα που ασκούν κάποιες ορμόνες (γλυκοκορτικοειδή) όταν δεν αναστέλλονται από τα οιστρογόνα λόγω της περιοδικής μείωσης των τελευταίων.

Στους άνδρες, ενώ σε κάποια ποσοστά υπάρχουν οι ίδιες ορμόνες, απουσιάζουν οι φάσεις που συνδέονται με ώσεις καταθλίψεις όπως π.χ η καταμήνια κυκλικότητα στις ορμόνες, η διαφοροποιήσεις τους κατά την εγκυμοσύνη, την γέννα, την λοχεία και εν τέλει κατά την κλιμακτήριο και την εμμηνόπαυση. Τέλος θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η οποιαδήποτε ορμονική  επιρρέπεια εκφράζεται πάντοτε μέσα σ’ ένα κοινωνικό κώδικα ο οποίος μορφοποιεί την έκφρασή τους και ο οποίος είναι ακόμα αρκετά διαφορετικός για τα δύο φύλα.

Σχετικά άρθρα