Γιατί φοβόταν τα ποντίκια; Μια αληθινή ιστορία.

Ο κύριος Κώστας Γεμενετζής, ιατρός – ψυχαναλυτής,  αποκωδικοποιήσει και να ερμηνεύει τη φοβία με τα ποντίκια ως βίωμα μιας μητέρας που έχασε την κόρη της.

“Σε ένα σεμινάριο στη Βιέννη άκουσα για μια γυναίκα με φοβία στα ποντίκια. Η δεκαεπτάχρονη κόρη είχε αυτοκτονήσει πριν από δυο χρόνια. Κάθε μέρα πηγαίνει στον τάφο, της διηγείται τα τρέχοντα, την κλαίει κλπ. Αυτά τα δυο χρόνια λοιπόν η γυναίκα πιάνει τα ποντίκια με γυμνά χέρια, και απλά τα πετάει απ’ το παράθυρο.

Τι συνέβη εδώ; Επρόκειτο για ένα σεμινάριο με εκπαιδευόμενους συναδέλφους. Δεν γνωρίζαμε περισσότερα γι’ αυτήν την περίπτωση και οι συνθήκες δεν μας επέτρεψαν να επεκταθούμε. Όμως ας κάνουμε μια υπόθεση. Ας διηγηθούμε μια αφανή ιστορία που θα μπορούσε (λέω: θα μπορούσε) να συνοδεύει τη φανερή που ακούσαμε. (Στην ψυχοθεραπεία τέτοιες ιστορίες επιβεβαιώνονται, ακυρώνονται, τροποποιούνται στην επικοινωνία του θεραπευτή με τον θεραπευόμενο. Πολλές φορές είναι η μαγιά από την οποία η θεραπευτική συνομιλία θα ξεκινήσει, και ενδεχομένως θα δώσει στην πορεία της ψυχοθεραπείας κάποια αποφασιστική τροπή.)

Η φοβία με τα ποντίκια. Είναι ανάλογη με τη φοβία για τις κατσαρίδες. Εν συντομία: Το ποντίκι είναι ένας εισβολέας, ένας διαρρήκτης, προπάντων για εκείνους, συνήθως γυναίκες, που έχουν το σπίτι τους σαν ένα είδος κουκούλι, σαν φωλιά, καταφύγιο. Το ποντίκι έρχεται από τη γη, μάλιστα από κάτω από τη γη, από τα σκοτάδια της, και ερχόμενο φέρνει μαζί του κι αυτά τα σκοτάδια. Το ποντίκι είναι ένας Άλλος, η απρόσκλητη παρουσία του οποίου ανατρέπει, ρημάζει τη θαλπωρή της σπιτικής φωλιάς.

Όμως η φωλιά, κλειστή και προστατευμένη, μπορεί κάποτε να γίνεται φυλακή. Μπορεί η κόρη να έζησε τη φυλακή σε ακραίο βαθμό, και η αυτοκτονία της να ήταν μια ηρωική έξοδος.

O θάνατος δεν είναι μόνο ένας Άλλος, είναι ο τελείως Άλλος. Και μπορεί, μπαίνοντας σ’ αυτό το σπίτι, οριστικά και αμετάκλητα, να διέρρηξε το κουκούλι, να διέλυσε τη φωλιά, να γκρέμισε το καταφύγιο.

Η νεκρή κόρη είναι τελείως αφύλακτη, τελείως απροστάτευτη. Δεν υπάρχει κανένα κουκούλι να την τυλίξει, καμιά φωλιά να την ζεστάνει – και ούτως ή άλλως φύλαξη και θαλπωρή και τα παρόμοια δεν έχουν πλέον κανένα νόημα γι’ αυτήν.

Ίσως η μητέρα, με τον θάνατο της κόρης πεθαίνοντας κάπου και η ίδια, να βρέθηκε σε μια κατάσταση που θα την χαρακτηρίζαμε ως “μίμηση θανάτου”: Να βγήκε από τον μικρόκοσμό της, να ζει πλέον, μαζί με την κόρη, στον μεγάλο κόσμο όπου δεν υπάρχει η διαφορά ξενικού και οικείου, στον μεγάλο κόσμο που κατοικούν και ποντίκια, και που πλέον, όταν εμφανίζονται, απομυθοποιημένα, να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια αδιάφορη παρουσία”.

Σχετικά άρθρα