“Λάσπη” στη χολή: Ποιους κινδύνους κρύβει για την υγεία σου

Ο μύθος που υπήρχε μέχρι τώρα… συνέβαλε στο να αντιμετωπίζεται το ίζημα (λάσπη) στη χολή ή ακόμα και μια μικρολιθίαση, με σχετική αδιαφορία, λόγω δήθεν μη επικινδυνότητας μιας τέτοιας κατάστασης.

Γράφει ο Γιώργος Σάμπαλης, Γενικός Χειρουργός-Λαπαροσκόπος

Η επιστημονική εμπειρία όμως φαίνεται ότι το διαψεύδει, γιατί η «χολή» (στην ουσία η χοληδόχος κύστη) αφενός αποτελεί ένα «απρόβλεπτο» όργανο και αφετέρου δείχνει να απασχολεί όχι μόνο τις συνηθισμένες «ύποπτες» ηλικίες, αλλά ακόμα και τις πολύ νεώτερες.

Η αδυναμία της «χολής» να συμπυκνώνει σωστά, έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία ιζήματος, που έχει εικόνα «λάσπης». Σε κάποιες περιπτώσεις αυτή απομακρύνεται από μόνη της, χωρίς άλλα προβλήματα. Συνήθως όμως απαιτεί ιατρική παρέμβαση για οριστική λύση του προβλήματος.

Παρόλο που σύμφωνα με τη διαδεδομένη άποψη το ίζημα στη χολή δεν είναι και σύνηθες φαινόμενο σε νεαρά άτομα και παρουσιάζεται συνήθως σε υπέρβαρα άτομα, σε διαβητικούς αλλά κι σε μεταμοσχευμένους ασθενείς, εντούτοις η κλινική καθημερινότητα δείχνει πως ίζημα στη χολή εμφανίζουν και οι νεαρές ηλικίες.

Όταν ο ασθενής εμφανίσει συμπτώματα, κατά την κλινική εξέταση υπάρχει ευαισθησία στην κοιλιακή χώρα, σύσπαση στο δεξιό μερος της κοιλιάς κάτω από τα πλευρά και μερικές φορές αντανάκλαση του πόνου είτε στο στέρνο, στο επιγάστριο ή πίσω στην μέση.

Το υπερηχογράφημα είναι η πλέον συνηθισμένη εξέταση που χρησιμοποιείται για την διάγνωση του ιζήματος, ενώ οι αιματολογικές εξετάσεις συνεισφέρουν στην διάγνωση της φλεγμονής ή των επιπλοκών από το ήπαρ ή το πάγκρεας.

Αιματολογικές τιμές αυξημένων τρανσαμινασών, χολερυθρίνης και αλκαλικής φωσφατάσης «δείχνουν» λιθιαση στον χοληδόχο πόρο.

Η ύπαρξη διάτασης του χοληδόχου πόρου στο υπερηχογράφημα, επιβεβαιώνει την διάγνωση και πολλές φορές ο χειρουργός θα πρέπει να ζητήσει την εκτέλεση MRCP (μαγνητικής χολαγγειοπαγκρεατογραφίας) για την σωστή εκτίμηση του προβλήματος.

Η θεραπεία του ιζήματος στη χολή είναι χειρουργική

Το ίζημα (λάσπη) στη χολή είναι δυνητικά το ίδιο επικίνδυνο με τις πέτρες στη χολή και δεν είναι δυνατόν να αποβληθεί από μόνο του. Κάποιες περιπτώσεις μπορούν να αντιμετωπισθούν προσωρινά με φαρμακευτική ή διαιτητική αγωγή, όπως μείωση λήψης λιπαρών ουσιών. Αυτή η αγωγή έχει περιορισμένα και προσωρινά ποσοστά επιτυχίας. Τα συμπτώματα θα συνεχισθούν μέχρι να αφαιρεθεί η χοληδόχος κύστη.

Η επείγουσα αντιμετώπιση  με την ενδοσκοπική μέθοδο ERCP (ενδοσκοπική παλίνδρομο χολαγγειοπαγκρεατογραφία και σφιγκτηροτομή), για καθαρισμό και παροχέτευση του χοληδόχου πόρου, μπορεί να είναι η πρώτη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος,  στην περίπτωση όπου το ίζημα-λάσπη διέλθει απο την χοληδόχο κύστη στον χοληδόχο πόρο.

Η διαδικασία αυτή, επιτελείται από εξειδικευμένο επεμβατικό γαστρεντερολόγο, παρουσία αναισθησιολόγου και θα πρέπει να προηγηθεί της λαπαροσκοπικής επέμβασης.

Η λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή που ακολουθεί από τη ιατρική χειρουργική ομάδα, είναι μία από τις πιο διαδεδομένες χειρουργικές επεμβάσεις και πραγματοποιείται με χορήγηση γενικής αναισθησίας, από έμπειρο γενικό χειρουργό – λαπαροσκόπο, ατραυματικά και αναίμακτα, με διενέργεια 4 μικρών οπών των 5 χιλιοστών και με διενέργεια χαμηλών πιέσεων αερίου, προς πλήρη αποφυγή του μετεγχειρητικού πόνου και αισθήματος δυσφορίας. Θεωρείται -αν ο χειρουργός είναι έμπειρος-συνηθισμένη επέμβαση ρουτίνας, διαρκεί λιγότερο από μισή ώρα, με τον ασθενή να έχει συνήθως ελάχιστο μετεγχειρητικό πόνο.

Το απόγευμα της ιδίας ημέρας αρχίζει σταδιακή επανασίτιση με υγρά και υδρική δίαιτα, ενώ έμπειρο προσωπικό κινητοποιεί τον ασθενή, ο οποίος και μπορεί να περπατήσει άφοβα στον όροφο του νοσοκομείου.

Το εξιτήριο είναι συνήθως υπόθεση της επόμενης του χειρουργείου ημέρας.

Η χοληδόχος κύστη λοιπόν, αποτελεί ένα «ρυθμιστικό» όργανο για την πέψη και μία δεξαμενή των χολικών αλάτων. Δεν αποτελεί ζωτικό όργανο, η απώλεια του οποίου θα προκαλέσει «αναπηρία» ή κάποια σοβαρή δυσλειτουργία στο πεπτικό σύστημα. Αρκεί να μην υποεκτιμηθεί η παρουσία λάσπης και μικρολιθίασης, γιατί αυτό ενδεχομένως να εγκυμονεί απρόβλεπτους κινδύνους και επιπλοκές, με ενδεχόμενο κίνδυνο ακόμα και για τη ζωή του ασθενούς (όπως η βαρεία παγκρεατίτιδα).

Μετά από μία μικρή περίοδο προσαρμογής που μπορεί να είναι από 2-4 εβδομάδες, η αφαίρεση της χοληδόχου κύστεως δεν σχετίζεται με καμιά διαταραχή της πέψης στους περισσότερους ασθενείς.

Γιώργος Σάμπαλης

Γενικός Χειρουργός-Λαπαροσκόπος

Διευθυντής- Χειρουργός Ευρωκλινικής Αθηνών

www.sambalis.gr

Σχετικά άρθρα