Προκαλούν τα αντισυλληπτικά πόνο στο σεξ;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μεγάλης μελέτης, οι γυναίκες που λαμβάνουν χαμηλές δόσεις αντισυλληπτικών από το στόμα έχουν τη διπλάσια πιθανότητα να αναφέρουν πόνο κατά τη διάρκεια, ή μετά τη σεξουαλική κορύφωση, σε σύγκριση με αυτές που δε λαμβάνουν αντισυλληπτικά.

Το άρθρο επιμελήθηκε ο Θ.Παλλαντζάς, Χειρουργός, Ουρολόγος-Ανδρολόγος, συνεργάτης του Ανδρολογικού Ινστιτούτου Αθηνών.

Οι χαμηλές δόσεις αντισυλληπτικών ξεκίνησαν να χορηγούνται σαν απάντηση στην ανησυχία σχετικά με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών προβλημάτων, όπως είναι η θρομβοεμβολή και το έμφραγμα μυοκαρδίου, που συνδέεται με τα αντισυλληπτικά πρώτης γενιάς. Τα νεότερα αντισυλληπτικά που έχουν χαμηλότερες δόσεις ορμονών μπορεί να έχουν υποοιστρογονική επίδραση στον κολπικό ιστό.

Η σχέση της λήψης αντισυλληπτικών χαμηλότερων δόσεων με την εκδήλωση πυελικού πόνου δεν είχε διερευνηθεί επαρκώς και το κενό αυτό ήρθε να καλύψει η νέα αυτή μελέτη.

Η διεξαγωγή της μελέτης έγινε μέσω διαδικτύου και συγκέντρωσε δεδομένα από γυναίκες ηλικίας από 18 εώς 39 ετών. Οι γυναίκες απάντησαν ερωτήσεις σχετικά με τη λήψη αντισυλληπτικών και οι ερευνητές εξαίρεσαν όσες ήταν έγκυες και όσες είχαν ιστορικό ενδομητρίωσης, ή πυελικού πόνου. Ο κύριος σκοπός της μελέτης ήταν η σχέση του πυελικού πόνου με τη λήψη αντισυλληπτικών δισκίων.

Από τις 957 γυναίκες που συμμετείχαν, οι 612 δεν λάμβαναν αντισυλληπτικά, οι 169 λάμβαναν χαμηλότερη δοσολογία από την ενδεδειγμένη και οι 176 λάμβαναν την ενδεδειγμένη.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το ¼ των γυναικών που λάμβαναν αντισυλληπτικά σε δόση μικρότερη, ή ίση των 20 mcg ανέφεραν πόνο κατά τον οργασμό, ή μετά από αυτόν. Το αντίστοιχο ποσοστό στις γυναίκες που δεν έπαιρναν αντισυλληπτικά έφτανε μόλις το 12%.

Οι γυναίκες, όμως, που λάμβαναν τις κανονικές δόσεις αντισυλληπτικών, πάνω από 20 mcg, δεν εμφάνισαν σημαντική διαφορά, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δε λάμβαναν αντισυλληπτικά, ως προς τη συχνότητα εκδήλωσης πόνου κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής κορύφωσης.

Πιο συγκεκριμένα, όταν οι γυναίκες ρωτήθηκαν σχετικά με την εκδήλωση πόνου στη μέση, την ηβική περιοχή, την ουροδόχο κύστη, ή την περιοχή της ουρήθρας, το 15% όσων λάμβαναν χαμηλή δόση απάντησαν θετικά, σε σύγκριση με το 27.5% όσων δεν χρησιμοποιούσαν και το 24.3% όσων χρησιμοποιούσαν χαμηλές δόσεις.

Επίσης, οι γυναίκες που λάμβαναν τη χαμηλή δοσολογία ανέφεραν λίγο πιο συχνά πόνο στην περιοχή του περινέου, καθώς και πόνο, ή καύσο κατά την ούρηση.

Παράλληλα,  βρέθηκε ότι η λήψη της ενδεδειγμένης, και όχι της χαμηλότερης, δόσης αντισυλληπτικών μείωνε τη πιθανότητα εκδηλώσεις πόνου στο έντερο. Οι τρεις ομάδες γυναικών ανέφεραν παρόμοια συχνότητα εκδήλωσης πόνου στην κλειτορίδα και τα χείλη.

Τέλος, ένα από τα πολύ σημαντικά ευρήματα της μελέτης αναδεικνύει την προστατευτική επίδραση των αντισυλληπτικών ενδεδειγμένης δοσολογίας αναφορικά με τα συμπτώματα πυελικού πόνου.

Η μελέτη βέβαια είχε σημαντικούς περιορισμούς οι οποίοι κυρίως σχετίζονται με την έλλειψη δεδομένων που προέρχονται από εργαστηριακές εξετάσεις, ή ιατρικές γνωματεύσεις.

Οι συγγραφείς της μελέτης υποστηρίζουν ότι ο πόνος συχνά σταματά μετά τη διακοπή της λήψης των αντισυλληπτικών. Η αύξησης της δόσης μπορεί επίσης να αποτελέσει εναλλακτική για τις γυναίκες που εκδηλώνουν πυελικό πόνο, ενώ λαμβάνουν χαμηλότερες δόσεις από τις ενδεδειγμένες.

Παράλληλα, επισημαίνουν τα οφέλη των αντισυλληπτικών, αλλά τονίζουν επίσης, ότι η συγκεκριμένη παρενέργεια δε συζητείται  μεταξύ ιατρών και ασθενών. Είναι σημαντική λοιπόν η σχετική ενημέρωση των ειδικών, ώστε η εκδήλωση πόνου να αναγνωρίζεται ως παρενέργεια των αντισυλληπτικών,  όταν δεν βρίσκεται κάποιος άλλος λόγος, και να αντιμετωπίζεται κατάλληλα.

Σχετικά άρθρα