Η μοναξιά του Νεο-Μετανάστη: Πού μπορούν να βρουν ψυχολογική υποστήριξη εκείνοι που έφυγαν;

Το φαινόμενο της μετανάστευσης των Ελλήνων στο εξωτερικό στα χρόνια της κρίσης έχει λάβει σημαντικές διαστάσεις, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της χώρας και των νέων ατόμων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία να εγκαταλείπει την Ελλάδα με την προοπτική εύρεσης εργασίας και βελτίωσης των συνθηκών ζωής σε κάποια χώρα του εξωτερικού.

Γράφει η ψυχολόγος Ευγενία Σαρηγιαννίδησε συνεργασία με την ψυχολόγο Αγγελική Καρύδη:

Οι ψυχολογικές συνέπειες της μετανάστευσης, τόσο οι άμεσες, όσο και οι μακροπρόθεσμες (ακόμα και οι διαγενεακές), έχουν αποτελέσει συστηματικό αντικείμενο της κοινωνιοψυχολογικής έρευνας τα τελευταία πενήντα χρόνια.

Θα πρέπει λοιπόν να σημειώσουμε ότι τέσσερα είναι τα βασικά, ιστορικής φύσης στοιχεία που διαφοροποιούν τους σημερινούς Έλληνες μετανάστες προς τις δυτικές χώρες από εκείνους των προηγούμενων γενεών.

Πρώτον, στο κοινωνιοοικονομικό πεδίο, η ελληνική κοινωνία, παρά την οικονομική κρίση, παραμένει οικονομικά πιο εύρωστη από ότι στις αρχές ή στα μέσα του 20ου αιώνα, ενώ ο παραγωγικός παρασιτισμός και ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τις συλλογικές νοοτροπίες.

Δεύτερον, σε αντίθεση με τους μετανάστες των προηγούμενων δεκαετιών, το μεγαλύτερο ποσοστό όσων μεταναστεύουν σήμερα έχει αρκετά τυπικά προσόντα, πολλά εκ των οποίων έχουν αποκτηθεί όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό, μέσω σπουδών που χρηματοδοτήθηκαν από την ελληνική οικογένεια. Παραμένει δε ιδιαίτερο γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας ότι η οικογένεια των σύγχρονων μεταναστών, στο μέτρο που έχει ακόμα τις οικονομικές δυνατότητες, συνεχίζει να στηρίζει τα «παιδιά» της στην πορεία τους προς την ανεξαρτησία και την «ενηλικίωση», ακόμα και μετά το πέρας των προπτυχιακών και μεταπτυχιακών σπουδών καθώς και κατά το διάστημα της αναζήτησης εργασίας.

Τρίτον, στο πεδίο των συγκοινωνιών για μεγάλες αποστάσεις, πρέπει να υπογραμμισθεί η σημασία του εκδημοκρατισμού των μετακινήσεων με αεροπλάνο και η συρρίκνωση του χρόνου που απαιτείται για τα ταξίδια από την χώρα προέλευσης προς την χώρα υποδοχής και τανάπαλιν. Αυτό, μεταξύ άλλων, καθιστά την «θεραπεία της νοσταλγίας της πατρίδας» πολύ πιο εύκολη από ότι στο παρελθόν.

Τέταρτον, στο πεδίο των τεχνικών της επικοινωνίας, η ανάπτυξη και η χρήση των νέων τεχνολογιών (διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ.) έχουν υποκαταστήσει την παλαιά, σαφώς πιο δύσκολη και ασύγχρονη μορφή επικοινωνίας, την αλληλογραφία.

Εκτός από κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες που έχει η ζωή στο εξωτερικό, κάποιοι παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά πολλούς από τους Έλληνες μετανάστες, όπως αναφέρονται από τους ίδιους σε συνεδρίες ψυχολογικής υποστήριξης και συμβουλευτικής είναι: α) οι καιρικές συνθήκες (μουντός καιρός κλπ.), β) η έλλειψη του οικογενειακού και του κοινωνικού περιβάλλοντος που είχαν στην Ελλάδα, γ) οι λιγότερες ευκαιρίες φτηνής ψυχαγωγίας.

Ανάλογα με την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του ατόμου, οι κοινωνικές συναναστροφές και η εύρεση νέων φίλων δεν είναι πάντα μια εύκολη διαδικασία, δεδομένου ότι ζει κανείς σε μια άλλη χώρα με ανθρώπους με διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικά ήθη και έθιμα και άλλους κώδικες επικοινωνίας, οι οποίοι έχουν τον δικό τους κοινωνικό κύκλο και πιθανότατα δεν ενδιαφέρονται για καινούργιες γνωριμίες. Ως απόρροια μια τέτοιας απομόνωσης είναι τα συναισθήματα μοναξιάς που βιώνουν οι νέοι μετανάστες, τα οποία τους οδηγούν συχνά να αναπολούν την πατρίδα τους με μεγάλη νοσταλγία, κυρίως ως έναν τόπο όπου «περνούσαν καλά», συχνά καλύτερα από ότι στην ξένη χώρα.

Πολλοί μετανάστες, στην προσπάθεια τους να αισθανθούν κάποια πολιτισμική οικειότητα, επιλέγουν να συναναστρέφονται βασικά  με ομοεθνείς. Το γεγονός αυτό τους επιτρέπει μεν να διαχειρίζονται εν μέρει τα συναισθήματα υπαρξιακού ή  κοινωνιοπολιτισμικού κενού που βιώνουν, αλλά από την άλλη μεριά, η επιλογή αυτή τους οδηγεί σε απομόνωση από το ευρύτερο εγχώριο κοινωνικό περιβάλλον και σε «γκετοποίηση». Με άλλα λόγια, κάνουν επιλογές αναγκαστικών συναναστροφών με άτομα που ενδεχομένως στη χώρα τους δεν θα διάλεγαν για παρέα τους.

Η διαχείριση των ψυχολογικών συνεπειών της μετανάστευσης καθίσταται ακόμα δυσκολότερη λόγω του ότι η συμβουλευτική και κατά μείζονα λόγο η ψυχολογική υποστήριξη είναι αποτελεσματικότερη όταν πραγματοποιείται στη μητρική γλώσσα του ατόμου. Στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών τουλάχιστον χωρών δεν υπάρχουν επαρκείς δομές υποδοχής αιτημάτων ψυχολογικής υποστήριξης για Έλληνες μετανάστες.  Καθώς ο αριθμός των Ελλήνων που ζουν πλέον σε χώρα άλλη από τη χώρα καταγωγής τους ολοένα και αυξάνεται, καθίσταται αναγκαίο να δημιουργηθούν οι δυνατότητες συμβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης, είτε δια ζώσης είτε εξ αποστάσεως με τη χρήση της τεχνολογίας, ώστε  να καλυφθεί το αίτημα των Ελλήνων μεταναστών για βοήθεια και υποστήριξη στην μητρική τους γλώσσα.

 

Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Ψυχολόγος, MSc, Υπ. Διδάκτωρ Ψυχολογίας

Επιστημονική Διευθύντρια Δικτύου «psy-counsellors»
www.psy-counsellors.gr

 

Σε συνεργασία με την Αγγελική Καρύδη, Ψυχολόγο, MSc, Βιέννη Αυστρίας

Σχετικά άρθρα