Το άγχος ευνουχισμού: Ο πιο σημαντικός κλονισμός της ύπαρξης

Στην  ψυχανάλυση  η  έννοια  του  «ευνουχισμού»  δεν  απαντά  στη συνηθισμένη παραδοχή  ακρωτηριασμού  των  ανδρικών  γεννητικών οργάνων. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία το άγχος ή αλλιώς απειλή ευνουχισμού ορίζεται ως το έντονο άγχος που έχει ως πρότυπο το άγχος του αγοριού ότι ο πατέρας του σύμφωνα με τη φαντασίωση του, θα το ευνουχίσει επειδή επιθυμεί τη μητέρα του.  Συνεπώς πιο συχνά εμφανίζεται στο αγόρι, ξεκινώντας από το αίσθημα ενοχής που βιώνει σε σχέση με το οιδιπόδειο σύμπλεγμα (την επιθυμία για τη μητέρα) και από την αποκάλυψη των δύο φύλων.

Γράφει η ψυχολόγος Ανδριάννα Γεροντή

www.kethesy.gr

Το οιδιπόδειο σύμπλεγμα αποτελεί βασικό στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ατόμου. Σύμφωνα με τη φροϋδική άποψη. Η σεξουαλική ταυτότητα του ατόμου διαμορφώνεται ήδη από την περίοδο του οιδιπόδειου συμπλέγματος.  Πρόκειται για την ασυνείδητη επιθυμία κατάκτησης του ετερόφυλου γονέα και εκτόπισης του ομόφυλου, που θεωρείται ανταγωνιστής. Η επιθετικότητα προς τον ομόφυλο γονέα φέρνει αγωνία και ενοχή και ασυνείδητα το παιδί απειλείται  με ευνουχισμό.

Το παιδί θεωρεί ότι είναι το αντικείμενο επιθυμίας της μητέρας

Σύμφωνα με το  Λακάν,  το  παιδί  υποθέτει  ότι  αυτό  το  ίδιο  είναι  το  αντικείμενο  επιθυμίας  της  μητέρας  του, λόγω της μεγάλης αλληλεπίδρασης μαζί της για την κάλυψη των αναγκών του.  Ωστόσο, η επιθυμία σημαίνει έλλειψη, ότι δηλαδή κάτι λείπει  στη  μητέρα  του.

Το  αντικείμενο  που  ικανοποιεί  την  έλλειψη  στην  ψυχανάλυση  αποκαλείται  «φαλλός».  Έτσι  το  παιδί  μπαίνει  στη  θέση  του  αντικειμένου  που  λείπει  στη  μητέρα του,  γίνεται  το  ίδιο  «φαλλός  της  μητέρας  του».

Τη  σχέση  παιδιού-μητέρας  μπορεί  να  την  διακόψει  ο  πατέρας  που  επιθυμεί  τη  μητέρα, με την απαγόρευση της αιμομιξίας  μέσω  του  ευνουχισμού  του  φαλλού  του  παιδιού. Φυσικά,  πρόκειται  για  συμβολικό  ευνουχισμό  που  δε  συμβαίνει  στην  πραγματικότητα.  Τότε  το  παιδί  αντιλαμβάνεται  ότι  η  μητέρα  δεν  θα  είναι  πάντα  εκεί  να  του  καλύπτει  τις ανάγκες και μπαίνει  σε  μία  ταλαντευόμενη θέση: «Είμαι ή δεν είμαι  ο  φαλλός  της  μητέρας»;

Το οιδιπόδειο στάδιο, ένα παγκόσμιο φαινόμενο

Το οιδιπόδειο στάδιο λαμβάνει χώρα στην ηλικία των 3-5 ετών. Θεωρείται παγκόσμιο φαινόμενο, ανεξάρτητο από την κοινωνία και την κουλτούρα εντός της οποίας εντάσσεται το άτομο και  υποχωρεί από τη στιγμή που το παιδί ταυτίζεται και μπαίνει στη σφαίρα του γονέα του ίδιου φύλου και αποδέχεται τις αξίες και τους κανόνες του, που διαμορφώνουν το Υπερεγώ, δηλαδή τη συνείδηση.

Κατά τη φάση του οιδιπόδειου, για πρώτη φορά το παιδί αναγνωρίζει την ανατομική  διαφορά  των φύλων με τίμημα το άγχος. Μέχρι τότε ζούσε  στην  αυταπάτη  της παντοδυναμίας. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, με  τη  δοκιμασία  του  ευνουχισμού, θα  μάθει  να  αποδέχεται  πως το σύμπαν  αποτελείται  από  άνδρες  και γυναίκες. Θα μάθει ότι το  σώμα  έχει  όρια, δηλαδή θα  δεχτεί  ότι το παιδικό  του  πέος  δε  θα  του επιτρέψει  ποτέ  να  υλοποιήσει  τις  έντονες  σεξουαλικές επιθυμίες  του,  που απευθύνονται  στη  μητέρα.

Ο σημαντικός κλονισμός της ύπαρξης

Οι ψυχαναλυτές θεωρούν πράγματι ότι το σύμπλεγμα του ευνουχισμού αποτελεί για το άτομο τον πιο σημαντικό συγκινησιακό κλονισμό (σοκ) της ύπαρξής του. Το μικρό αγόρι φοβάται μήπως χάσει αυτό που έχει και του δίνει αξία («είναι ένας άντρας»). Οι προεκτάσεις του συμπλέγματος αυτού μπορούν να έχουν αντίκτυπο στη μεταγενέστερη ανάπτυξη της σεξουαλικότητάς του και να προετοιμάσουν το έδαφος για τις μελλοντικές ανθρώπινες σχέσεις του στο σύνολό τους.

Το σύμπλεγμα του ευνουχισμού στο κορίτσι

Το σύμπλεγμα του ευνουχισμού δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο για το αγόρι και για το κορίτσι. Το κορίτσι στρέφεται ενάντια στη μητέρα του που τη θεωρεί υπεύθυνη για την έλλειψη του πέους. Η διαφορά ανάμεσα στο κορίτσι και στο αγόρι εντοπίζεται από το Φρόυντ στη διαφορετική τους σχέση με τον ευνουχισμό. Στο αγόρι εκδηλώνεται ως φόβος, ως πιθανή τιμωρία για την αιμομικτική του επιθυμία, ενώ το κορίτσι αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως ευνουχισμένο και οφείλει να αντιμετωπίσει τον ευνουχισμό. Έτσι αναπτύσσει το λεγόμενο «φθόνο του πέους».

Συνεπώς, στο αγόρι το σύμπλεγμα ευνουχισμού δημιουργείται αφού μάθει βλέποντας τα γυναικεία γεννητικά όργανα ότι αυτό το τόσο σημαντικό μέλος του σώματός του δεν υπάρχει οπωσδήποτε στο σώμα. Ενθυμούμενο τις απειλές που επέσυρε η απασχόλησή του με αυτό, αρχίζει να τις πιστεύει και καταλήγει στο φόβο του ευνουχισμού που θα αποτελέσει την ισχυρότερη κινητήρια δύναμη της μετέπειτα ζωής του.

Στο κορίτσι ο φόβος του ευνουχισμού ξεκινά από την ώρα που θα δει τα γεννητικά όργανα του άλλου φύλου, όπου θα καταλάβει αμέσως τη διαφορά και τη σημασία της. Νιώθει ότι κάτι της λείπει και συχνά λέει ότι θέλει και εκείνη να έχει κάτι τέτοιο, καταλήγοντας στο φθόνο του πέους. Ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι η γυναίκα θα προσπαθήσει να μετουσιώσει το φθόνο του πέους, ακολουθώντας μια επαγγελματική καριέρα και λειτουργώντας έτσι ανταγωνιστικά ως άνδρας. Παράλληλα, θεωρεί το φθόνο του πέους κύρια αιτία προσφυγής της γυναίκας στην ψυχανάλυση.

Το κορίτσι θα στραφεί προς τον πατέρα, όταν συνειδητοποιήσει ότι και η μητέρα είναι ευνουχισμένη. Έτσι η γυναίκα αντικαθιστά το φθόνο του πέους με τον πόθο να αποκτήσει η ίδια ένα παιδί. Για την ικανοποίηση όμως της επιθυμίας της, πρέπει να στραφεί σε ένα νέο ερωτικό αντικείμενο, τον πατέρα. Έτι προετοιμάζεται για το μελλοντικό της σεξουαλικό ρόλο και ο φθόνος του πέους ικανοποιείται όταν αποκτήσει παιδί, κατά προτίμηση αρσενικό.

Η απειλή του ευνουχισμού είναι προϊόν της ασυνείδητης φαντασίας του μικρού παιδιού. Έχει πανανθρώπινο χαρακτήρα και εκφράζει το συμβολικό φόβο να χαθεί η ακεραιότητα του σώματος. Επί πραγματικού, πρόκειται λιγότερο για αίσθημα σχετικό με το ανθρώπινο σώμα στο σύνολό του και περισσότερο για ένα σύνολο συγκινήσεων σχετικά με τη συμβολική αξία του φαλλού, δηλαδή μπορεί να αφορά όχι μόνο το πέος αλλά και οτιδήποτε συμβολίζει, στο νου του παιδιού, δύναμη, ικανότητα, επάρκεια και έλεγχο του κόσμου που το περιβάλλει.

Τι μπορεί να πυροδοτήσει το άγχος ευνουχισμού στην ενήλικη ζωή;

Μερικές φορές το άγχος ευνουχισμού γεννιέται από κάποιες «αδέξιες» απειλές των γονιών ή και των εκπαιδευτικών, για παράδειγμα όταν επιχειρούν να εμποδίσουν τις ενασχολήσεις αυτοερωτισμού του παιδιού. Το άγχος ευνουχισμού στη μετέπειτα ζωή του ατόμου μπορεί να πυροδοτείται σε καταστάσεις που το άτομο παρεμποδίζεται, π.χ. στην εκπλήρωση ενός στόχου όπως μία προαγωγή ή η είσοδος σε μια σχολή που δεν επετεύχθη. Σε αυτή την περίπτωση το άτομο μπορεί να αισθανθεί «ευνουχισμένο», βιώνοντας αισθήματα αναξιότητας και ανικανότητας.

Μία σωματική αναπηρία ή ασθένεια πιθανώς να αποτελέσουν αιτίες ανάδυσης άγχους ευνουχισμού για το άτομο, αφού επηρεάζουν την επάρκειά του. Άλλα συμβάντα είναι ένας χωρισμός ή αποτυχία προσέγγισης του επιθυμητού ερωτικού προσώπου. Άτομα που δεν έχουν μάθει να «ευνουχίζονται» είναι εκείνα που πάντα οι γονείς υποτάσσονταν στις επιθυμίες τους και στις απαιτήσεις τους, με αποτέλεσμα ακόμη και η παραμικρή καθυστέρηση ή αντίσταση στην εκπλήρωση των απαιτήσεών τους εκ μέρους των άλλων να προκαλέσει την αντίδρασή τους, π.χ. η αναμονή σε ένα ιατρικό ραντεβού.

Στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία το άγχος ευνουχισμού μπορεί να εκφράζεται μέσω των σχεδίων του παιδιού, του παιχνιδιού του και των προβολικών δοκιμασιών που χρησιμοποιούνται γενικότερα.

Στον ενήλικα το άγχος ευνουχισμού, μπορεί να εκφράζεται με το φόβο του να αναλάβει νέα καθήκοντα που μπορεί να εμφανίσουν τα αισθήματα αναξιότητας για τον εαυτό του, μέσω της αποστασιοποίησης του από τις ερωτικές ή μη σχέσεις – όχι εξαιτίας της έλλειψης ενδιαφέροντος αλλά του φόβου ότι δε θα γίνει αποδεκτός- και γενικότερα της εμπλοκής του σε καταστάσεις στις οποίες η επιτυχία δεν είναι σίγουρη.

Η ψυχοθεραπευτική διαδικασία στοχεύει στον εντοπισμό και στη διαχείριση των φαντασιώσεων και του άγχους του ατόμου. Το άγχος ευνουχισμού μπορεί να εντοπιστεί με τη βοήθεια εξειδικευμένων προβολικών δοκιμασιών. Η θεραπεία θα βοηθήσει το άτομο να συνειδητοποιήσει την απαρχή του άγχους του, να κατανοήσει καλύτερα τα συναισθήματά του και τις καταστάσεις που το πυροδοτούν και να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Παπαδόπουλος Ν. (2005). Λεξικό της Ψυχολογίας. Αθήνα: Σύγχρονη Εκδοτική.

Χουντούμαδη, Α., & Πατεράκη, Λ. (2008). Λεξικό Ψυχολογίας. Αθήνα: Τόπος.

Σχετικά άρθρα