Καρκίνος στο στόμα: Ποια συμπτώματα θα πρέπει να σε ανησυχήσουν;

Ο καρκίνος του στόματος είναι μία δύσκολα αντιμετωπίσιμη νόσος, της οποίας η έκβαση όταν διαγιγνώσκεται σε προχωρημένο στάδιο είναι συνήθως μοιραία, ενώ μεγάλος αριθμός ασθενών απευθύνεται στους ιατρούς όταν η νόσος είναι πλέον σε προχωρημένο στάδιο.

Παράγοντες κινδύνου

Σύμφωνα με μελέτες, όσοι καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και οι καπνιστές έχουν περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του στόματος από εκείνους που δεν πίνουν και δεν καπνίζουν.

Τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των κρουσμάτων με στοματικό καρκίνο θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν οι ασθενείς σταματούσαν το κάπνισμα και το αλκοόλ, ενώ για την αύξηση των στοματικών καρκίνων ευθύνονται ακόμη η ηλικιακή ακτινοβολία αλλά και ο ιός HP, γνωστός ως «ο ιός των ανθρωπίνων θηλωμάτων», που είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενος.

Παράλληλα, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα του στόματος αποτελεί το πιο συχνό κακόηθες νεόπλασμα της στοματικής κοιλότητας, σε ποσοστό περίπου 90% και συνηθέστερη θέση εντόπισης τη γλώσσα.

Συμπτώματα

Τα συμπτώματα του καρκίνου του στόματος είναι έλκος ή εξόγκωμα στο στόμα που δεν επουλώνεται (το 80% των ατόμων με καρκίνο του στόματος έχουν αυτό το σύμπτωμα), ενόχληση στο στόμα που δεν υποχωρεί, μία λευκή ή κόκκινη κηλίδα στο στόμα ή στο φάρυγγα, δυσκολία ή πόνος κατά τη μάσηση ή την κατάποση.

Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται ακόμη ανώδυνο εξόγκωμα στον τράχηλο (σχετίζεται κυρίως με τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων), ασυνήθιστη αιμορραγία ή μούδιασμα στο στόμα, απώλεια δοντιών χωρίς εμφανή αιτία, δυσκολία στην κίνηση της γνάθου, απώλεια βάρους.

Οι ειδικοί κατά τη διάρκεια της ημερίδας έκρουσαν τον κώδωνα του κινδύνου λέγοντας πως στοματικές βλάβες που επιμένουν και εγείρουν ισχυρό βαθμό υποψίας για κακοήθεια, πρέπει να παραπέμπονται για περαιτέρω εκτίμηση, εργαστηριακό έλεγχο και βιοψία.

Όσο για βλάβες που φαίνονται αρχικά αθώες, θα πρέπει να παρακολουθούνται για 2-3 εβδομάδες και εάν συνεχίζουν να είναι παρούσες, να παραπέμπονται για περαιτέρω έλεγχο.

Θεραπεία

Στη θεραπεία του καρκίνου του στόματος οι παράγοντες που επηρεάζουν τη θεραπευτική του αντιμετώπιση είναι πολλοί (μέγεθος, θέση, στάδιο, μεταστάσεις), ενώ καθοριστικά κριτήρια για την επιλογή του θεραπευτικού σχήματος αποτελούν η ηλικία, η πρόγνωση και η ποιότητα ζωής των ασθενών μετά τη θεραπεία.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, η ποιότητα ζωής των ασθενών επηρεάζει την απόφαση για εκτεταμένη ή μη παρέμβαση και εξαρτάται από την ικανότητα επανάκτησης των βασικών λειτουργιών, όπως η ομιλία, η μάσηση, η κατάποση, καθώς και η αισθητική του προσώπου.

Υπάρχει, πάντως, ριζική θεραπεία, η οποία είναι επιθετική και έχει ως στόχο την ύφεση της νόσου και την ίαση του ασθενούς (κρίνεται ανά πενταετία) και η παρηγορητική θεραπεία, η οποία δεν είναι επιθετική και ενέχει λιγότερους κινδύνους και παρενέργειες. Σε αυτή τη θεραπεία προέχει η ανακούφιση των ασθενών από τα συμπτώματα και η παράταση της ζωής τους.

Ο ρόλους του οδοντίατρου

Το 80% των ασθενών κατά τη διάρκεια της ακτινοθεραπείας για καρκίνο κεφαλής και τραχήλου εμφανίζει ακτινοβλεννογονίτιδα. Η νόσος παρουσιάζεται κατά τη δεύτερη-τρίτη εβδομάδα μετά την έναρξη της ακτινοθεραπείας και διαρκεί 4-6 εβδομάδες μετά το πέρας της θεραπείας.

Επίσης, η ξηροστομία ταλαιπωρεί πολλούς ασθενείς από την πρώτη εβδομάδα της θεραπείας μέχρι το πέρας της ακτινοθεραπείας τους, ενώ υπάρχουν και ασθενείς που ταλαιπωρούνται έως και τρία έτη μετά το τέλος της θεραπείας.

Η οστεοακτινονέκρωση εμφανίζεται στους ασθενείς 3 εβδομάδες μετά την έναρξη της ακτινοθεραπείας έως και 12 μήνες μετά το πέρας της θεραπείας.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι απαραίτητη η εξέταση της στοματικής κοιλότητας από οδοντίατρο 14 μέρες πριν από την έναρξη της χημειοθεραπείας ή ακτινοθεραπείας, ενώ μη αναγκαίες χειρουργικές επεμβάσεις πρέπει να αναβάλλονται μέχρι την ολοκλήρωση της ογκολογικής θεραπείας.

Οι οδοντίατροι πρέπει να καθοδηγούν τους ασθενείς για τη σωστή υγιεινή του στόματος και να τους παρακολουθούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας.

Για τους πρώτους έξι μήνες μετά τη θεραπεία η οδοντιατρική παρακολούθηση πρέπει να γίνεται κάθε 4-8 εβδομάδες, ενώ εξαγωγή δοντιού πρέπει να πραγματοποιείται έπειτα από έξι μήνες μετά το τέλος της θεραπείας για να περιορίζεται η πιθανότητα εμφάνισης οστεοακτινονέκρωσης.

Αν η εξαγωγή δοντιών δεν μπορεί να αποφευχθεί κατά τη διάρκεια της θεραπείας, θα πρέπει να γίνει συντηρητικά με αντιβιοτική κάλυψη και ενδεχομένως θεραπεία με υπερβαρικό οξυγόνο.

Η πλήρης συνεργασία οδοντιάτρου και ογκολόγου είναι ιδιαίτερα σημαντική για την υγεία των ογκολογικών ασθενών, καθώς υπάρχει, για παράδειγμα, και ο κίνδυνος αλληλεπιδράσεων φαρμάκων.

Την ίδια ώρα, οι οδοντίατροι μπορούν να συνεισφέρουν τα μέγιστα στον έλεγχο των υποτροπών αλλά και στη μείωση της συχνότητας του καρκίνου του στόματος, βελτιώνοντας την πρώιμη διάγνωση.

Οι οδοντίατροι μπορούν να αναγνωρίσουν τους ασθενείς που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο, να τους ενημερώσουν για τους παράγοντες κινδύνου και να διενεργούν επιμελή κλινική εξέταση της στοματικής κοιλότητας των ασθενών τους.

Οδοντιατρικός Σύλλογος Πειραιά

osp.gr

Διαβάστε σχετικά άρθρα

Καρκίνος στο πάγκρεας: Οι 2 ενδείξεις που μπορεί να εντοπίσει ο οδοντίατρος

 

Σχετικά άρθρα