«Με κυνηγούν»: Τι βιώνει ένας άνθρωπος με σχιζοφρένεια;

Ξαναβγαίνω έξω και ανακαλύπτω ένα σαλιγκάρι στον τοίχο του σπιτιού. Ένα κρυμμένο μικρόφωνο, εκτός κι αν είναι πραγματικό σαλιγκάρι…

Τραβάω το σαλιγκάρι από τον τοίχο αλλά δε μοιάζει με κολλώδες πλάσμα, σαν κάμπια. Το κέλυφος τον σαλιγκαριού είναι βαρύ. Είναι φανερό ότι κρύβει μικρόφωνο. Αυτό είναι απόδειξη ότι με κατασκοπεύουν. Πρέπει να το αναφέρω στην αστυνομία. Η αστυνομία θα ξέρει τι πρέπει να κάνει. Στο μεταξύ, το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να δώσω σε αυτούς που με κατασκοπεύουν λανθασμένες πληροφορίες. Αν και σκόπευα να πάω κατευθείαν στο σπίτι της κοπέλας μου, στους γονείς μου λέω ακριβώς το αντίθετο. «Θα μείνω για μια ακόμη βραδιά».

Η οικογένειά μου δεν καταλαβαίνει. Κι εγώ δεν τους εξηγώ. Κρύβω το σαλιγκάρι στο αυτοκίνητο, βάζω μπροστά και ανοίγω το ραδιόφωνο. Τώρα αυτοί που με κατασκοπεύουν θα έχουν κάτι να ακούνε. Τρέχω πίσω στο σπίτι, πίνω ένα ακόμη φλιτζάνι τσάι και μετά τους ανακοινώνω ότι φεύγω αμέσως. Ξαναλλάζω τα σχέδιά μου. Όπως το βλέπω, υπάρχει σοβαρή περίπτωση να με ακολουθήσουν. Ζητάω από την αδελφή μου να ρίξει μια ματιά. Αν δε δει κανέναν, θα φύγω σφαίρα. Αρπάζω την τσάντα μου και τρέχω να συναντήσω την αδελφή μου, η οποία για κακή μου τύχη έχει καθαρίσει το πίσω παράθυρο του αυτοκινήτου. «Έτσι θα μπορέσουν να δουν ότι έχουν λάθος άνθρωπο», λέει. Δεν έχω χρόνο να διαφωνήσω μαζί της. Γίνομαι καπνός.

sxozofrenia

Σύντομα ανακαλύπτω πως έχω μια ουρά. Καινούργιο χτυποκάρδι. Πατάω τέρμα το γκάζι. Πρέπει να συνεχίσω να προπορεύομαι. Μια στιγμή! Ίσως μπορώ να ειδοποιήσω την αστυνομία. Γρήγορα – γρήγορα βγαίνω από το δρόμο, σταματώ το αμάξι και χώνομαι σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Τηλεφωνώ στην αστυνομία, δίνω το όνομα και τη διεύθυνσή μου και τους λέω ότι μάλλον δεν θα προλάβω να φτάσω σπίτι μου ζωντανός, γιατί κάποιοι δεν με αφήνουν απ’ τα μάτια τους. Κατεβάζω το ακουστικό και ρίχνω μια γρήγορη ματιά έξω.

Μέχρι στιγμής δεν είναι κανείς τριγύρω. Πηδάω στο αμάξι και κόβω λάσπη. Γιατί το μπροστινό αυτοκίνητο ξαφνικά επιταχύνει τη στιγμή που θέλω να το προσπεράσω; Είναι παγίδα! Μου την έχουνε στημένη. Είναι καλύτερα να μην τους οδηγήσω σπίτι μου. Ξέρω τι θα κάνω. Θα περάσω από μερικούς πολύ καλούς φίλους. Τέτοια ώρα λογικά είναι σπίτι – μια οικογένεια με τρία παιδιά. O πατέρας τους τυχαίνει να είναι γιατρός. Του διηγούμαι την ιστορία μου και του δείχνω το κέλυφος του σαλιγκαριού. O γιατρός με ακούει υπομονετικά μέχρι να ολοκληρώσω την αφήγησή μου και έπειτα λέει ότι όλα αυτά είναι ανοησίες.

«Δεν υπάρχει τίποτα στο κέλυφος του σαλιγκαριού. Χτύπα το με ένα σφυρί για να το διαπιστώσεις και μόνος σου». «Μα έτσι θα καταστρέφω τα στοιχεία», διαμαρτύρομαι.

Μου δίνουν να πιω κάτι και ξεκουράζομαι για λίγη ώρα. Το σπίτι είναι απομονωμένο και δεν μπορώ να δω το δρόμο. Τελικά, αποφασίζω να συνθλίψω το σαλιγκάρι με ένα σφυρί. Το κέλυφος είναι άδειο…

MICHEL VANDENBOSSCHE

Απόσπασμα από το «Η διάγνωσή μου είναι παρανοϊκή σχιζοφρένεια στο Zin in Waanzin»

«Λογική του παραλόγου», ΕΡΟ, 1996

 

Διαβάστε σχετικά άρθρα:

Πώς μοιάζει η ζωή ενός ανθρώπου που πάσχει από σχιζοφρένεια;

Γνωρίζετε ποια είναι τα πρώτα σημάδια της σχιζοφρένιας;

Είναι κληρονομική η σχιζοφρένεια;

Σχετικά άρθρα