ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
Αυξήθηκαν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στην Ελλάδα σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων και της Τηλεφωνικής Γραμμής SOS 15900 τα τελευταία δυο χρόνια. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, έχουν καταγραφεί περίπου 10.000 κλήσεις!
Η Παναγιώτα, έτσι ήθελε να την αποκαλέσουμε στην επιστολή που μας έστειλε, είναι μια από αυτές τις γυναίκες. Παντρεμένη με τον Μάρκο, 25 χρόνια περίπου. Την υποτιμούσε, την κορόιδευε, δε δίσταζε να απλώσει χέρι πάνω της ακόμα και όταν εκείνη ήταν έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Η οικογένειά της ποτέ δεν την στήριξε. Η μητέρα της την προέτρεπε να υπομένει. Και εκείνη υπέμεινε. Και προσπάθησε πολύ. Κάποτε, μετά από πολλά χρόνια βρήκε το θάρρος να σηκώσει το τηλέφωνο και να τον καταγγείλει.
Μεγάλωσα σε μία πολυμελή οικογένεια με πολλούς θείους, ξαδέλφους και αδελφούς. Στην οικογένεια μου, οι γυναίκες αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Λειτουργούσαν στην υπηρεσία των ανδρών. Ο πατέρας μου και οι θείοι μου έθεταν τους κανόνες. Δεν επιτρεπόταν να αποκτήσω φίλους εκτός σχολείου, ούτε να επισκεφθώ τα σπίτια άλλων ανθρώπων. Οι γυναίκες στην οικογένειά μου παραδοσιακά υποτιμούνταν και αποδέχονταν τη βία και τις επικρίσεις των ανδρών για οτιδήποτε συνέβαινε. Νόμισα πως αυτός ήταν ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο λειτουργούν οι οικογένειες και πως ο φυσικός ρόλος μίας γυναίκας ήταν να υποχωρεί και να ανέχεται τις ιδιοτροπίες του συζύγου της. Όταν μου ζήτησε ο Μάρκος στα 18 μου να τον παντρευτώ λίγο επειδή δεν κατάφερα να εισαχθώ στο πανεπιστήμιο και ένιωθα «αποτυχημένη», λίγο επειδή δεν ήθελα να στενοχωρήσω τους γονείς μου, αισθάνθηκα ότι δεν είχα άλλη επιλογή από το να αποδεχθώ την πρότασή του να τον παντρευτώ.
Από την αρχή κιόλας της σχέσης μας ένιωσα ότι «κάτι πήγαινε στραβά» με τον Μάρκο. Ίσως ήταν η έντονη νευρικότητά του, ίσως ο μεγάλος έλεγχος και η δυσπιστία που μου έδειχνε. Με έπαιρνε συνέχεια τηλέφωνο και σε ακατάλληλες ώρες για να ελέγξει πού βρισκόμουν και κάθε φορά που βγαίναμε οι δυο μας ήταν καχύποπτος απέναντι στους άλλους άνδρες. Θεώρησα ότι αυτές οι τάσεις ζήλιας θα μπορούσαν να είναι μια μορφή ενδιαφέροντος απέναντί μου και ότι αν εγώ του έδειχνα πόσο τον αγαπούσα κι έμενα περισσότερο δίπλα του στο σπίτι ,τότε ίσως θα μπορούσε και η ανασφάλειά του να υποχωρήσει. Από τον πρώτο χρόνο όμως του γάμου, άρχισαν οι σταδιακές υποτιμήσεις. Με κορόιδευε καθημερινά για το μικρό μου στήθος και όταν ήταν να βγούμε έξω και μακιγιαριζόμουν μου έλεγε ότι μοιάζω με καραγκιόζη και ότι όλοι θα γελούσαν μαζί μου.
Όταν ήμουν έγκυος σε μια έξαρση θυμού μετά από έναν καβγά μας, με έπιασε από τον λαιμό και με απείλησε μου είπε ότι θα με κάνει κομματάκια.
Μίλησα για όλα αυτά στη μητέρα μου. Της είπα ότι με χτύπησε. Της είπα ότι δεν τον ήθελα για άνδρα μου πια. Η μητέρα μου ,όμως, προσπάθησε να με μεταπείσει, και μου είπε «να μη μιλάς μπροστά του, όταν ο ίδιος είναι θυμωμένος». Έτσι πέρασαν 25 χρόνια με υποταγή και αυτοθυσία από την πλευρά μου. Έκανα ό,τι ήθελε εκείνος, για να αποφύγω περαιτέρω συγκρούσεις: παραιτήθηκα από την εργασία μου, πήρα στο σπίτι μας και φρόντισα τον άρρωστο πεθερό της, απομακρύνθηκα από τις φίλες μου και την οικογένειά μου, μεγάλωσα σχεδόν μόνη μου τα δύο μας παιδιά.
Ο σύζυγος, ενώ πάντοτε δήλωνε την αγάπη του για μένα στους ξένους, ποτέ δεν υπήρξε τρυφερός μαζί μου, αδιαφορούσε για τις δικές μου ανάγκες. Πάντοτε τόνιζε πόσα προσφέρει ο ίδιος και πόσο κουράζεται στην εργασία του, ενώ έλεγε “η γυναίκα μου χαζεύει στο σπίτι και έχει και απαιτήσεις της κιόλας». Λίγα χρόνια πριν άρχισα να εκδηλώνω συμπτώματα κατάθλιψης. Εκείνος έλεγε είναι «φυσικό, αφού πρόκειται για μία τρελή» . Κάποτε, μετά από ένα επεισόδιο βίας του ζήτησα να επισκεφθούμε κάποιον σύμβουλο γάμου. Εκείνος αποκρίθηκε ότι είναι αποκλειστικά δικό μου το πρόβλημα καθώς εγώ τον οδηγώ στα όριά του και ότι δεν πρόκειται να με ακολουθήσει.
Παναγιώτα.