Πως η ελληνική οικογένεια επηρεάζει σεξουαλικά την ζωή του σύγχρονου ενήλικα: Μήπως ο τρόπος διαπαιδαγώγησης οδηγεί στην ομοφοβία;- Πώς μπορούν τα άτομα να διεκδικήσουν την σεξουαλική τους ταυτότητα;

Η ελληνική οικογένεια αποτελεί τον βασικότερο θεσμό της ελληνικής κοινωνίας ο οποίος θεωρείται πυλώνας της χώρας μας και προστατεύεται από το Σύνταγμα. Αποτελεί μία μικρογραφία ολόκληρης της κοινωνίας και των προβλημάτων της τα οποία τα τελευταία χρόνια διαφοροποιούνται αρκετά Από εκείνα των αρχών του 21ου αιώνα και των μέσων του 20ου.

Ωστόσο, ο τύπος της Ελληνικής οικογένειας έχει αρχίσει σιγά-σιγά να αποδομείται, να αμφισβητείται και να αλλάζει υπό το πρίσμα της νέας εποχής και μιας άλλης πιο φιλελεύθερης ιδεολογίας. Έχουν έρθει στο προσκήνιο το ζήτημα της ανδρικής πατριαρχίας, της επιρροής των γονιών και των συγγενών στην κοινωνική ζωή του ατόμου και τα δεσμά των νεόσεξουαλτερων στα τραύματα και τα λάθη των πρεσβυτέρων τους.

Ειδικά, στην εποχή της κρίσης ο κοινωνικός συντηρητισμός γύρω από τη σεξουαλικότητα και το σώμα αυξήθηκε. Όπως αυξήθηκαν ο εθνικισμός, ο ρατσισμός για κάθε μορφή διαφορετικότητας και η μισαλλοδοξία πού συμπεριλήφθηκαν στο γνωστό σε όλους μας ρητό «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια».

Και όσο αυτά τα κρούσματα αυξάνονται τόσο περισσότερο οι άνθρωποι γίνονταν ομοφοβικοί και οι ομοφυλόφιλοι φοβικοί και περιθωριοποιημένοι. Για όλους αυτούς τους λόγους η ελληνική οικογένεια επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο για να μας δείξει πως ναι μεν σε μία διαταραγμένη εποχή υπονομεύεται, χρειάζεται δε, γιατί μπορεί να διαμορφώσει τον άνθρωπο και να αμβλύνει τις κοινωνικές συζητήσεις. Ενώ είναι απαραίτητος θεσμός να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Ελληνική οικογένεια και σεξουαλικότητα

Η δυναμική της οικογένειας δεν περιορίζεται στα όρια του οίκου αλλά οι επιδράσεις της είναι πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και βιοψυχολογικά διαπλαστικές. Η αντίληψη των Ελλήνων γύρω από το θέμα είναι πως αυτός ο τύπος οικογένειας που περιλαμβάνει εκτός από τους γονείς και τα αδέλφια της, παππούδες, τις γιαγιάδες και το ευρύτερο συγγενικό περιβάλλον, είναι χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας που μας εκφράζει και μας ξεχωρίζει από εκείνους των άλλων χωρών. Φυσικά, αυτός ο υπερπροστατευτισμός εντοπίζεται και σε άλλες κοινωνίες πέραν της δικής μας.

Παγκοσμίως, τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια ξεκίνησαν να γίνονται έμπρακτες αλλαγές γύρω από τα σεξουαλικά δικαιώματα των ανθρώπων, την ελευθερία και την γυναικεία χειραφέτηση. Αυτό το κλίμα όπως ήταν αναμενόμενο επηρέασε και την Ελληνική κοινωνία. Μόνο που συνέπεσε με μία ακόμη ιδιαίτερη συγκυρία εκείνη της οικονομικής κρίσης.

Μία κατάσταση που χαρακτηρίστηκε ως «έκτακτης ανάγκης» και δημιούργησε πολλά νοητικά αναχώματα στο μυαλό του Έλληνα πολίτη, το οποίο ξεκίνησε μετά από δεκαετίες αδράνειας εξαιτίας της οικονομικής ευρωστίας, να λειτουργεί κριτικά και αμφισβητήσιμα απέναντι την καθεστηκυία πολιτική και πολιτισμική τάξη.

Και ενώ στο πολιτικό πεδίο ο πυρήνας του προβλήματος ήταν φανερός και οι λύσεις απλούστερες, στο πολιτιστικό πεδίο παρατηρήθηκε μία επιμονή της σκέψης γύρω από το θέμα της οικογένειας και των βασικών της αρχών. Αυτό απέδειξε την πολυπλοκότητα του πράγματος, καθώς δεν αφορά αντικειμενικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης, αλλά την διαμόρφωση του ψυχισμού του νεοέλληνα. Εκείνου που έζησε στα τέλη του 20ου αιώνα και εκείνου που γεννήθηκε και μεγάλωσε εν μέσω αυτών των αναταράξεων.

Έτσι, η οικογένεια και οι δεσμοί συγγένειας που επεκτείνονται στη δημόσια σφαίρα κλήθηκαν να φέρουν στην επιφάνεια όλα εκείνα τα ταμπού που σχετίζονταν με το έθνος, το φύλο και τη σεξουαλική ταυτότητα, αλλά και την πολιτική ζωή. Πρόκειται για παράλληλες γραμμές που κινούνται ταυτόχρονα και δημιουργούν μία συζήτηση που δεν τελειώνει ποτέ.

Παρ’ όλα αυτά, το θέμα δεν είναι να τελεσιδικήσουμε σε αυστηρούς κανόνες, αλλά να σταθούμε απέναντι στις δομές που τόσα χρόνια χτίζουν προσωπικότητες και καθορίζουν τα σωστά και τα λάθη της σεξουαλικότητας. Μάλιστα, η ανάγκη αυτή για συζήτηση οξύνεται όταν τα άτομα που εκφράζουν διαφορετικές σεξουαλικές προτιμήσεις από εκείνες που θεωρούνται αποδεκτές, γίνονται στόχος έμφυλης και ομοφοβική της βίας.

Πώς λειτουργεί η ιεράρχηση της Ελληνικής οικογένειας επάνω στα μέλη της;

Τα πεδία τα οποία διαρθρώνεται η οικογένεια είναι τρία. Πρώτος είναι ο πατέρας ο οποίος επειδή φέρνει τα λεφτά ανάγεται σε σύμβολο εξουσίας και διαχείρισης τη ζωή σου των υπολοίπων μελών. Η μητέρα βέβαια ανήκει στο σπίτι και αναλαμβάνει την πλήρη φροντίδα και την καλή λειτουργία του σπιτιού και των υπολοίπων.

Ακολουθεί η διαπαιδαγώγηση των παιδιών που λαμβάνει χώρα σε καθημερινή βάση και έχει ως στόχο να δημιουργήσει ηθικούς ανθρώπους με βάση τα στερεότυπα και τα πρότυπα της κοινωνίας. Πρέπει, δηλαδή, με κάθε τρόπο να αποφευχθεί η διαπόμπευση της οικογένειας η οποία περικλείεται στη φράση «να μην μας συζητάει ο κόσμος». Λεξιλόγιο, αντιδράσεις και συμπεριφορές είναι όλα επαναλαμβανόμενα θεωρούμενα ως κληροδότημα των γονιών στα παιδιά, αφού αναμένεται να λειτουργούν όπως εκείνοι.

Το τρίτο χαρακτηριστικό αποδεικνύει και το πιο χειριστικό κομμάτι της οικογένειας. Οι γονείς είναι εκείνοι που φροντίζουν για την υγεία των παιδιών τους και την ανάπτυξή τους. Με αυτήν, όμως, τη δικαιολογία επιθυμούν να έχουν λόγο και πάνω στα σώματα των παιδιών και τις επιθυμίες τους. Η εξουσία ειδικά του πατέρα επεκτείνεται σε απόκρυφες επιθυμίες και ένστικτα του παιδιού και θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο να δείξει τον σωστό δρόμο.

Συνηθέστερα για τους άντρες, ο σωστός δρόμος είναι η πολυγαμία -καθώς μόνο μέσω της σεξουαλικής επιβολής τους το άλλο φύλο αποδεικνύουν τον ανδρισμό τους- η οικονομική άνεση και η μυϊκή δύναμη. Συναισθηματισμοί, ψυχολογικές αστάθειες, στενοχώρια και άλλες εκδηλώσεις που δείχνουν τα συναισθήματά τους θεωρούνται απαγορευμένοι, γιατί όπως συχνά ακούμε «οι άντρες δεν κλαίνε».

Για τα κορίτσια φυσικά ο ρόλος τους είναι στην οικογένεια και το μεγάλωμα του παιδιού. Και πάλι η κοινωνία απαιτεί την μάνα στο σπίτι και θεωρεί πως είναι εκείνη που αργά ή γρήγορα θα «τυλίξει» τον άνδρα για να εκπληρώσει τον σκοπό της που δεν είναι άλλος από την οικογένεια. Παρουσιάζεται, δηλαδή, σαν το πλάσμα εκείνο που με την πονηριά του εκπληρώνει το καθήκον της, να αναπαράγει το γένος και ακυρώνεται κάθε άλλη πτυχή ή προσόν της προσωπικότητάς της.

Τι γίνεται όταν τα άτομα καταπιέζονται σε αυτά τα στεγανά και θέλουν να εκφράσουν διαφορετικές απόψεις ή σεξουαλικές ταυτότητες από εκείνες που οι άλλοι περιμένουν; Πολύ απλά γίνονται το μαύρο πρόβατο της οικογένειας που εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού ντροπιάζει τους γονείς και λερώνει την αξιοπρέπειά τους. Και αφού όπως είπαμε η οικογένεια αποτελεί μία μικρογραφία της κοινωνίας είναι αναμενόμενο να μην γίνουν και κοινωνικά αποδεκτή και να περιθωριοποιηθούν.

Κατά αυτόν τον τρόπο καταλήγουμε στα φαινόμενα ρατσισμού, βίας και ομοφοβίας που καλπάζουν τα τελευταία χρόνια.

Μπορούν τα ομοφυλόφιλα η αμφιφυλοφιλία άτομα να διεκδικήσουν την επιλογή τους και να αντισταθούν στα «θέλω» της οικογένειας;

Το κύμα αποδοχής και συμπαράστασης που βιώνουν αυτά τα άτομα το τελευταίο διάστημα είναι τέτοιο που τους έχει δώσει το θάρρος να αποδεχθούν τους εαυτούς τους και να έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Η αυτοαποδοχή ορίζεται ως «η αποδοχή από ένα άτομο όλων των ιδιοτήτων του, θετικών ή αρνητικών». Περιλαμβάνει την αποδοχή του σώματος, την αυτοπροστασία από την αρνητική κριτική και την πίστη στις ικανότητές του.

Πολλοί άνθρωποι έχουν χαμηλή αυτοαποδοχή. Επειδή η αυτοεκτίμηση αναπτύσσεται, εν μέρει, από εκείνους που μας εκτιμούν, τα άτομα με χαμηλή αυτοαποδοχή μπορεί να είχαν γονείς που δεν είχαν ενσυναίσθηση κατά την παιδική τους ηλικία. Κατά συνέπεια, στην ενήλικη ζωή τους, μπορεί να χρειάζονται πολύ ισχυρότερη επιβεβαίωση από άλλους από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι. Με άλλα λόγια, τα συνηθισμένα επίπεδα έγκρισης δεν βοηθούν την αυτοεκτίμησή τους.

Η σεξουαλικότητα είναι βασικό μέρος της ανθρώπινης προσωπικότητας και χαρακτηρίζει την καλή ή κακή ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων και την συμπεριφορά. Όταν, λοιπόν, το άτομο αποκλείεται ή κρίνεται μόνο βάσει αυτής και αποκλείεται εξαιτίας αυτής πως μπορεί να αποδεχθεί μία ταυτότητα που φαινομενικά του είναι επιζήμια;

Για να μπορέσει ο άνθρωπος να συμφιλιωθεί με όσα τον βασανίζουν και να ξεφύγει από περιττές νόρμες θα πρέπει να εστιάσει στις θετικές πλευρές του εαυτού του και να επαναπροσδιορίσει τις αρνητικές καταστάσεις.

Ο αυτοέλεγχος μπορεί να είναι λιγότερο ισχυρός από όσο νομίζουμε. Η έλλειψη αυτοαποδοχής μπορεί να είναι βαθιά ασυνείδητη, δηλαδή, μπορεί να υπάρχει σε ένα επίπεδο πέρα ​​από τον συνειδητό μας έλεγχο. Χρειάζεται, λοιπόν, να υπερβεί το φανερό μέρος του εαυτού και να κοιτάξει κάτω από την επιφάνεια των συναισθημάτων του.

Όπως και η αυτοαποδοχή, έτσι και η υπέρβαση του εαυτού προκαλεί επίσης φυσικές αλλαγές στον εγκέφαλο. Έχει συσχετιστεί με αυξημένη διαθεσιμότητα μεταφορέα σεροτονίνης στο εγκεφαλικό στέλεχος. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτή η ίδια περιοχή επηρεάζει την αυτοαποδοχή.

Ο δρόμος προς την αυτοεκτίμηση ανοίγει όταν γίνει αντιληπτό πως ο καθένας έχει δικαίωμα να υπάρχει όπως θέλει, από την στιγμή που δεν βλάπτει κανένα. Φυσικά, αυτή είναι μία διαδικασία που απαιτεί ψυχικά αποθέματα θάρρους και διάθεσης για βελτίωση. Χωρίς την αποδοχή του εαυτού, η ψυχολογική ευεξία υποβαθμίζεται και συχνά, οι ευεργετικές παρεμβάσεις είναι λιγότερο χρήσιμες.

Επιπλέον, τα αρνητικά συναισθήματα κάνουν τις περιοχές του εγκεφάλου που βοηθούν στον έλεγχο των συναισθημάτων και του στρες να έχουν λιγότερη φαιά ουσία από κάποιον με μεγαλύτερο βαθμό αποδοχής του εαυτού σας. Τα σήματα άγχους διαταράσσουν τις περιοχές συναισθηματικού ελέγχου. Έτσι, η κακή αποδοχή του εαυτού μπορεί να διαταράξει τον συναισθηματικό έλεγχο με δύο τρόπους: άμεσα, διαταράσσοντας τις περιοχές του εγκεφάλου που τον ελέγχουν, και επίσης έμμεσα, αυξάνοντας τα σήματα άγχους στον εγκέφαλό σας που στη συνέχεια διαταράσσουν αυτές τις περιοχές.

 

 

 

Σχετικά άρθρα