Αντιμετωπίζουμε τον καρκίνο με την ψυχανάλυση;

ΧΩΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ ΨΥΧΗΣ-ΣΩΜΑΤΟΣ

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει καταστεί σαφές από την κλινική εμπειρία αλλά και από την έρευνα ότι τα συναισθήματα μπορεί να επηρεάσουν το ανοσοποιητικό  σύστημα ενός ατόμου και γενικά την ευαλωτότητα του σε διάφορες νόσους συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου. Κάποιοι ειδικοί μάλιστα θεωρούν ότι η εμφάνιση του καρκίνου ήταν η μόνη δυνατή διέξοδος για τον συγκεκριμένο ασθενή ώστε να αντιμετωπίσει κάποιες ψυχοπιεστικές καταστάσεις.

Η ψυχοογκολογία τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει τεράστια εξέλιξη  στον τομέα της κατανόησης των συναισθηματικών αντιδράσεων του ασθενούς αλλά και στην εκτίμηση των ψυχολογικών παραγόντων οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην αιτιοπαθογένεια και εξέλιξη ενός καρκίνου.

Παρόλη τη πρόοδο δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα εαν τα συναισθήματα μπορεί να προκαλέσουν ή να συμβάλλουν στην έναρξη ή την πορεία ενός καρκίνου ούτε εάν θα μπορούσαν οι ειδικοί με ψυχολογικές παρεμβάσεις, να ανατρέψουν αυτή την παθολογική εκτροπή σε οργανικό επίπεδο.

Είναι διαχρονικό το ερώτημα που αφορά την σχέση σώματος και ψυχής. Το πεπρωμένο του ανθρώπου ακολουθεί μια τάξη που συνεχώς διαταράσεται και ταυτόχρονα τείνει να αποκαταστήσει τις ισοροπίες. Ο Freud διατύπωσε την θεωρία των ενορμήσεων του θανάτου και της ζωής. Μεταφορικά ονομάζει έρωτα τις δυνάμεις ζωής που οδηγούν στην οργάνωση και ισοροπία του ψυχισμού που καθοδηγούνται από την σεξουαλικότητα και ενόρμηση θανάτου ή καταστροφής την δύναμη που αντιτίθεται στην συνοχή του ψυχικού οργάνου. Όταν η ενορμητική διαπλοκή διαταραχθεί η καταστροφικότητα μένει σε ανεξέλεγκτη κατάσταση μέσα στο ψυχικό όργανο με αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση του. Αν δεν ελεγχθεί η καταστροφικότητα πλήττεται το σώμα.

Ο Φροϋντ θεώρησε την καταστροφικότητα μια βουβή δύναμη που δρα μέσα μας και που δυνητικά μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στο βιολογικό θάνατο.

«Δεν υπάρχει ψυχοσωματική γιατί όλα είναι ψυχοσωματική» ισχυριζόταν ο Andre Green.

ψυχοσωματικη

Ο όρος ψυχοσωματική σήμερα έχει γίνει πολύ «της μόδας», εισήχθη στην ιατρική ορολογία από τον  Heinroth  το 1812 όμως χρησιμοποιείται ακόμα με τρόπο χαώδη και όχι καλά καθορισμένο.

Η ψυχοσωματική σκέψη συνέβαλε στην θεωρητική και κλινική ανάπτυξη αφενός  της ψυχανάλυσης, αφετέρου ευαισθητοποίησε την ιατρική στις επιδράσεις των ψυχικών διαδικασιών που αφορούν τη σωματική υγεία.  Η ψυχοσωματική, για τον  Pierre Marty, Γάλλο παθολόγο και ψυχαναλυτή, ιδρυτή της ψυχοσωματικής σχολής των Παρισίων, είναι μια ψυχαναλυτική θεωρία που προσπαθεί να ερμηνεύσει την σχέση μεταξύ της ψυχικής οργάνωσης του ασθενούς και της εμφάνισης σωματικών διαταραχών.

Για άλλους, η ψυχοσωματική είναι μια πολυεπίπεδη και συνθετική προσέγγιση του σώματος και της ψυχής, ως ενιαίας λειτουργικής μονάδας που στηρίζεται στο τρίποδο της βιολογίας, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας.

Τι είναι η ψυχοογκολογία;

Όσον αφορά τη Ψυχοογκολογία, μπορούμε να πούμε ότι είναι το πεδίο της ψυχιατρικής το οποίο αφορά τις ψυχικές διαταραχές που εμφανίζουν ασθενείς με καρκίνο. Αποτελεί εφαρμογή της ψυχοσωματικής και λειτουργεί στην κατεύθυνση της εξατομικευμένης παροχής ιατρικών υπηρεσιών στον ογκολογικό ασθενή. Η Ψυχοογκολογία παρέχει τις υπηρεσίες της  στη σωματική ιατρική  και παράλληλα  διατηρεί την ψυχιατρική πράξη  στο χώρο της διαγνωστικής, της θεραπευτικής, της  έρευνας και της εκπαίδευσης, όπου υπάρχει ψυχική και σωματική συννοσηρότητα.

Τα τελευταία χρόνια η ψυχιατρική δύσκολα πέρασε τις πόρτες των ογκολογικών τμημάτων των Γενικών Νοσοκομείων. Έγινε προσπάθεια να γίνουμε αποδεκτοί και να κερδίσουμε την εκτίμηση των συναδέλφων και των ασθενών μας. Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση δεν αφορούσε μόνο τον αποστιγματισμό των των ψυχιατρικών ασθενών  αλλά και εμάς των ιδίων.

Ουσιαστικά και πρακτικά ο ρόλος του ψυχιάτρου στο ογκολογικό  διαδραματίζεται μεταξύ δύο πόλων: της Συμβουλευτικής Παρέμβασης και της Διασύνδεσης, συμβάλλοντας αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση των πολύπλοκων προβλημάτων των ασθενών, της οικογένειας και των θεραπόντων.

Έχοντας μια βιολογικά προσανατολισμένη ιατρική εκπαίδευση και παράλληλα ψυχαναλυτική παιδεία, συχνά  δυσκολεύτηκα  στην άσκηση της ψυχοογκολογίας.  Μετά από πολλά χρόνια εμπειρίας,  θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό  ο κλινικός να θέτει ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο προσέγγισης του ασθενούς του.

Τις δυσκολίες και τα ερωτήματα, που συναντάμε στην πράξη, θα προσπαθήσω να προσεγγίσω μέσα από την περίπτωση της ασθενούς μου κυρίας Α.

Κλινική περίπτωση Κυρία Α

Συνάντησα για πρώτη φορά την κυρία Α πριν 4 χρόνια. Είχε υποστεί μαστεκτομή και λεμφαδενικό καθαρισμό για καρκίνο στήθους. Ήταν 40 ετών, μητέρα 2 παιδιών, έμπορος και ζούσε στην Πάτρα. Νοσηλευόταν στην χειρουργική κλινική του ΠΠΝΠ.

Στο παραπεμπτικό για ψυχιατρική εκτίμηση ο θεράπων έγραφε λακωνικά: κατάθλιψη, καρκίνος στήθους. Προφορικά με προειδοποιούσε ότι επρόκειτο για μια δύσκολη ασθενή που δεν σεβόταν τους κανόνες της και γενικότερα είχε ενοχλητική συμπεριφορά.

Την συνάντησα για πρώτη φορά στο θάλαμο. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της μου λέει απότομα, «Δεν θέλω φάρμακα, έχω πάρει αρκετά και δεν μου κάνουν τίποτα, έχω ανάγκη να μιλήσω και κάποιον, να με ακούσει». Μετά την 1η και 2η συνάντηση μας έγινε φανερό ότι είχε διαταραχή της διάθεσης (προσεκτική ανάγνωση του ιστορικού της επιβεβαίωναν 2 προηγούμενα καταθλιπτικά επεισόδια) στα πλαίσια μιας οριακής οργάνωσης της προσωπικότητας. Μου έλεγε: «Ο γιατρός  που είχα αρχικά στην Πάτρα ήταν ανόητος, δεν καταλάβαινε τίποτα. Έπρεπε να πάω στην Αθήνα για να βρω, ευτυχώς, ένα καλό χειρουργό αλλά με δυσκόλευε η απόσταση και η απομάκρυνση από τους δικούς μου. ΟΙ γιατροί στην Πάτρα είναι ηλίθιοι».

Στις επόμενες συνεδρίες, κατά την διάρκεια της νοσηλείας της άρχισε να μου μιλά  και να ξετυλίγει τη ζωή της. Η καταθλιπτική μητέρα της βίωνε μια πολύ κακή σχέση με τον πατέρα της. Η γιαγιά που χάθηκε από έναν αθεράπευτο καρκίνο του στήθους και κατέληγε: «κληρονόμησα τον καρκίνο από την γιαγιά μου και την κατάθλιψη από τη μητέρα μου, που ήταν πάντα δυστυχισμένη γιατί δεν αγαπήθηκε αλλά και δεν αγάπησε κανένα».

Αποφάσισα να συνεχίσω τις συνεδρίες κατά τη διάρκεια της νοσηλείας αλλά και να συνταγογραφήσω σερτραλίνη, κάτι που δέχτηκε προς μεγάλη μου έκπληξη χωρίς δυσκολία.

Η αγωνία της Κυρίας Α ήταν μεγάλη: «θα πεθάνω σαν τη γιαγιά μου από καρκίνο ή θα ζήσω δυστυχισμένη όπως η μητέρα μου». Στη συνέχεια, μου μιλούσε για τα παιδιά της, τον άνδρα της, τους εραστές της πριν την εμφάνιση του καρκίνου. Πριν το εξιτήριο της πρότεινα ψυχοθεραπεία στο εξωτερικό ιατρείο μου με συχνότητα 1 φορά την εβδομάδα, κάτι που αποδέχτηκε.

Στην πρώτη συνεδρία μου λέει: «Ήρθα να σε δώ (μου μιλά στον ενικό)  γιατί είσαι ο μόνος στη διάρκεια της νοσηλείας μου, που κάθισες δίπλα μου και με άκουσες…μετά από όσα μου συνέβησαν, πρέπει τώρα να προσέξω τον εαυτό μου».

Η εργασία μας συνεχίστηκε με πολλά εμπόδια και δυσκολίες στην τήρηση του πλαισίου. Υπήρχαν αντιστάσεις, αστάθεια και συχνά περάσματα  στην πράξη.

Μετά τον πρώτο χρόνο εργασίας, αρχίζει να μου  μιλά στον πληθυντικό και μου ζητά δεύτερη συνεδρία ανά εβδομάδα, την οποία και της δίνω.

Μου εμπιστεύεται μια τραυματική εμπειρία της πρώιμης εφηβείας, σεξουαλική παρενόχληση από οικείο πρόσωπο. Στη συνέχεια μου μιλάει για την αστάθεια της συναισθηματικής της ζωής, την αδιαφορία του συζύγου της, ο οποίος ποτέ δεν αποδέχθηκε το κομμένο στήθος της. Μετά από 3 ½ χρόνια ψυχοθεραπευτικής εργασίας αναφέρεται στον πατέρα της, πατέρα διχοτομημένο, αποδέκτη της επιθετικότητας της αλλά και  εξιδανικευμένο προορισμό των επιθυμιών της.

Τότε άρχισε να παρουσιάζει επίμονο βήχα. Ο έλεγχος έδειξε πνευμονικές μεταστάσεις. Εγχειρίζεται πάλι στην Αθήνα και επιστρέφει στην Πάτρα 2 μήνες μετά. Σύντομα διαπιστώνουν ηπατικές και οστικές εστίες. Εισάγεται πάλι στο Νοσοκομείο. Μου ζητά να συνεχίσουμε την ψυχοθεραπεία ως συνήθως με συχνότητα δύο εβδομαδιαίων συνεδριών, τώρα στο Νοσοκομείο, ανήμπορη και σε άσχημη σωματική κατάσταση, με τη διαφορά όμως στην λειτουργικότητα του πλαισίου, που πλέον είναι εσωτερικευμένο. Κάποιες φορές, λόγω επειγόντων υποχρεώσεων μου στο Νοσοκομείο αργώ στη συνεδρία μας. Με περιμένει υπομονετικά και μου λέει: «κάποτε αργούσα ή δεν ερχόμουνα στις συνεδρίες. Αλλά εσείς; Γιατί αργείτε;».

Πριν ολοκληρώσω την παρουσίαση του περιστατικού μου θα ήθελα να αναφερθώ σε κάποιες έννοιες που θεωρώ σημαντικές.

Καταρχήν, πρέπει όταν αντιμετωπίζουμε ογκολογικούς ασθενείς, να είμαστε διαθέσιμοι,  να κατανοούμε την ψυχολογική πλευρά της σωματικής ασθένειας και  επίσης διαθέσιμοι να πληροφορήσουμε τον ασθενή και τον γιατρό του όσο πιο καθαρά γίνεται σχετικά με τη ψυχολογική συνιστώσα της ασθένειας .

Τα πρώτα βήματα μας τα κάναμε στο ογκολογικό, το παθολογικό και το χειρουργικό τμήμα με ένα απλό τρόπο, όσον αφορά τον τόπο και τον χρόνο της συνάντησης. Ήμουν τυχερός γιατί υπήρχε ήδη στο τμήμα εκπαιδευμένος στην ογκολογία ψυχολόγος και ευαισθητοποιημένο ιατρικό προσωπικό για τις ψυχιατρικές επιπτώσεις.

Η συμμετοχή μας άρχισε με μια προσεκτική ακρόαση, σε μια προσπάθεια κατανόησης του τρόπου εργασίας των συνεργατών μας, των ιδιαιτεροτήτων και των δυσκολιών τους. Στη συνέχεια σιγά-σιγά  και αυτοί διαπίστωσαν ότι και εμείς οι ψυχίατροι προσεγγίζοντας ψυχολογικά τον ασθενή μας συνεχίζουμε να σκεφτόμαστε με ιατρικό τρόπο, έχοντας δυνατότητα επικοινωνίας μαζί τους στο ίδιο επίπεδο.

Ένα άλλο στοιχείο, που διευκόλυνε τη συνεργασία μας ήταν η όσο το δυνατόν καθαρότερη διασαφήνιση της ψυχικής κατάστασης του ασθενούς και η αποτελεσματική χορήγηση φαρμάκων. To 1929 ο Henry συνέστησε στην πρώτη του δημοσίευση: « χρησιμοποιείτε ένα τρόπο έκφρασης χωρίς δύσκαμπτη ψυχιατρική ορολογία και παραμένετε εύκαμπτοι και χρήσιμοι στις θεραπευτικές σας επιλογές» κάτι που προσπαθήσαμε να ακολουθήσουμε.

Τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης με τους συναδέλφους μας σωματικούς γιατρούς και νοσηλευτές ήταν να διευρυνθεί η επικοινωνία μας από την ……..απλή τυπική ψευδοεπιστημονίκη γραπτή παραπομπή, που είχαμε μέχρι τότε σε μια ουσιαστική συζήτηση σε βάθος, που οδηγεί σε πραγματική συνεργασία. Δεν είμαστε πλέον «οι άλλοι», αλλά συνάδελφοι. Αν και οι συνάδελφοί μας είχαν καθαρά βιολογικά προσανατολισμένη εκπαίδευση και αγνοούσαν την τέχνη της ακρόασης, άρχισαν  να μας ζητούν συμβουλές ή βοήθεια όταν οι ασθενείς τους δεν απαντούσαν με τον αναμενόμενο τρόπο στις θεραπείες με φάρμακα ή σε άλλες ιατρικές πράξεις.

Σιγά-σιγά κατανοούσαν ότι οι ασθενείς είχαν ανάγκη μιας πιο προσεκτικής ακρόασης και ενσυναίσθησης εκτός από την χορήγηση φαρμάκων.

Όσον αφορά τη θεωρία, η οπτική του ψυχιάτρου-ψυχαναλυτή Glenn Gabbard μας έδωσε ένα θεωρητικό στήριγμα για να συνεχίσουμε την εργασία μας.

Σήμερα η μεγάλη ανάπτυξη των νευροεπιστημών και κατά συνέπεια της ψυχοφαρμακολογίας έχει βάλει στο περιθώριο την ψυχοδυναμική συνιστώσα.

Για τον G. Gabbard ο «δυναμικός» ψυχίατρος, που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν τις βιολογικές παραμέτρους της ασθένειας και ο «βιολογικός» ιατρός, που αγνοεί τις ψυχολογικές συνιστώσες, χάνουν ένα μεγάλο κομμάτι της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας και  απαξιώνουν το προσφερόμενο συνολικό θεραπευτικό έργο.

Αυτό στηρίζεται στην βεβαιότητα ότι ο εγκέφαλος είναι ένα όργανο ιδιαίτερα πλαστικό, που επιτρέπει την ανάπτυξη ενός μοντέλου σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής προσέγγισης, το οποίο περιλαμβάνει ταυτόχρονα την δυναμική αλληλεπίδραση των γονιδίων και του περιβάλλοντος.

Το μέλλον της ψυχοδυναμικής προσέγγισης δεν είναι η απόρριψη, αλλά η αποδοχή της βιολογίας. Με τον ίδιο  τρόπο και  η σύγχρονη ιατρική, θα ήταν χρήσιμο να λάβει υπ’ όψιν ότι οι ψυχικές διαδικασίες επηρεάζουν τις βιολογικές λειτουργίες. Αυτή την άποψη ενισχύει η εργασία του Eric Kandel ο οποίος μας έδειξε ότι η ψυχοθεραπεία επάγει αλλαγές σε συνοπτικό επίπεδο αλλά και ότι ο εγκέφαλος  προσαρμόζεται δυναμικά στις αλλαγές αυτές.

Το 1994 ο G. Gabbard εισήγαγε τον όρο « φαρμακοδυναμικός», ισχυριζόμενος ότι: « οι ψυχοδυναμικές αρχές της μεταβίβασης, της αντιμεταβίβασης και της αντίστασης, εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο στις φαρμακευτικές θεραπείες (χωρίς να διακινδυνεύω θα έλεγα και για τις σωτήριες αλλά ιδιαίτερα τοξικές χημειοθεραπείες). Κανένα φάρμακο δεν θεραπεύει την νόσο εάν δεν συνδυασθεί με ψυχοθεραπευτική παρέμβαση».

Οι παρεμβάσεις αυτές ταλαντεύονται συνήθως ανάμεσα σε έναν εναισθητικό και ένα στηρικτικό πόλο.

Ο εναισθητικός πόλος χρησιμοποιεί την αντιπαράθεση, την διευκρίνιση και την ερμηνεία. Ο στηρικτικός πόλος περιλαμβάνει συμβουλές, ανταμοιβή και εμψύχωση ώστε να ενισχυθεί το υποκείμενο.

Όσον αφορά το αίτημα της ψυχιατρικής παρέμβασηςθα πρέπει να έχουμε πάντα υπ’ όψιν ότι συνήθως γίνεται από τους θεράποντες και όχι από τον ίδιο τον ασθενή. Κάτι με το οποίο δεν είναι εξοικειωμένος ο ψυχοδυναμικός ψυχίατρος.

Ο τόπος της συνάντησης συχνά είναι ο θάλαμος νοσηλείας και ο ασθενής επί κλίνης. Η χρονική συνέπεια της συνάντησης είναι δύσκολα εφικτή. Δεν υπάρχει αμοιβή. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συμβάλλουν ώστε να χαθούν τα όρια και δυσκολεύουν  την εγκαθίδρυση του θεραπευτικού πλαισίου.

Τα στάδια εξέλιξης της θεραπείας

Δεν είναι απαραίτητο να υπενθυμίσω ότι η ψυχοσωματική προσέγγιση βασίζεται στις αρχές της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης, βασικές αρχές για την εξέλιξη της θεραπείας. Το πλαίσιο, η ουδετερότητα, η συνεναισθησία, η θεραπευτική συμμαχία θα είναι οι βάσεις  στήριξής της.

Πολλοί ασθενείς είναι αμφίθυμοι σε σχέση με την ίαση. Κάποιοι ασυνείδητα θεωρούν ότι αξίζουν τιμωρίας. Νιώθουν ότι δεν αξίζουν τη θεραπεία, που θα τους ανακουφίσει από τη νόσο και τον πόνο. Κάποιες άλλες φορές, αντιπαλεύοντας την ίαση μπορεί να δείξουν ψυχολογική επιδείνωση.

Η συμμόρφωση του ασθενούς με τις φαρμακοθεραπείες θα μπορούσε επίσης να συνδεθεί με την μεταβίβαση, εφ’ όσον ο ψυχίατρος γνωρίζει την ιστορία των σχέσεων του θεραπευομένου.

Το φάρμακο ως μεταβατικό αντικείμενο θα αναπαραστήσει κάποιες φορές τον θεραπευτή. Σε κάποιους ασθενείς, που δεν έχουν σταθερές αντικειμενοτρόπες σχέσεις, το φάρμακο θα αντικαταστήσει την απουσία του θεραπευτή και θα ανακουφίσει το αίσθημα εγκατάλειψης.

Καταλήγοντας, το άρρωστο υποκείμενο πρέπει να θεωρηθεί ταυτόχρονα πάσχον σώμα αλλά και ευάλωτο ψυχικό όργανο. Η δυναμική θεραπευτική παρέμβαση συναινεσθητικά υποκειμενική  πρέπει να είναι ταυτόχρονα και μια αντικειμενική ιατρική πράξη. Ο κλινικός χρειάζεται να ελίσσεται με κομψότητα ανάμεσα στην ψυχο και φαρμακοθεραπεία και ταυτόχρονα να επαγρυπνεί για τις επιδράσεις κάθε θεραπευτικού χειρισμού επί του ασθενούς του.

Η αποδοχή και η ταυτόχρονη χρήση των δύο προσεγγίσεων: ψυχαναλυτικής και βιολογικής δεν είναι συνήθης πρακτική άσκηση της Ψυχοογκολογίας. Τα δεδομένα, που υπάρχουν μέχρι στιγμής είναι εμπειρικά και δεν υπάρχουν αντικειμενικά ερευνητικά δεδομένα, που θα μας επέτρεπαν να επιβεβαιώσουμε την θεραπευτική προσέγγισή μας. Όμως βασικός μας κανόνας είναι το «ευ ζην» του ασθενούς μας και όχι μια δύσκαμπτη προσκόλληση στην θεωρία.

Σήμερα μέσα στην κρίση και τη πανδημεία, που η ιατρική περίθαλψη στο ΕΣΥ τείνει να παρέχεται γρήγορα και απρόσωπα, που οι θεωρίες για τις ψυχικές διαταραχές απλοποιούνται, μια φάρμακο-δυναμική εξατομικευμένη θεραπευτική στρατηγική, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη και πιστεύω ότι ένας από τους φυσικούς χώρους εφαρμογής της θα μπορούσε να είναι ο χώρος της Ψυχοογκολογίας. Άλλωστε δεν θα έπρεπε να ξεχνούμε την βασική αρχή του Ιπποκράτη, ότι δεν θεραπεύουμε την νόσο αλλά τον ασθενή.

Παρά την επίθεση που δέχεται σήμερα η ψυχανάλυση,  είναι επείγουσα η ανάγκη να πλησιάσουμε και να καταλάβουμε τον άλλο , ασθενή και συνάνθρωπό μας, κάτι που πάντα  απασχόλησε την ψυχαναλυτική σκέψη.

Την κυρία Α (στην οποία προ ολίγου αναφέρθηκα) όλοι οι θεράποντες της την θεωρούσαν «τελειωμένη υπόθεση». Η ίδια συνέχιζε να παραπονιέται ότι πάλι δεν την καταλαβαίνουν και την αφήνουν να υποφέρει αβοήθητη.

Οι γιατροί της αναρωτιόντουσαν τι κάνω μαζί της την ώρα της συνάντησης μας, στο θάλαμο νοσηλείας. Οι συγγενείς της διακριτικά μας άφηναν μόνους και εκείνη μου μιλούσε για την επιθυμία της να ζήσει, πόσα πράγματα ήθελε να αλλάξει στη ζωή της και κάποιες φορές ονειρευόμασταν μαζί.

Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Κ. Ασημακόπουλος

O κύριος Κωνσταντίνος Ασημακόπουλός είναι  καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ψυχιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου Πατρών στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσκομείο Πατρών. Είναι υπεύθυνος  του Ειδικού Γραφείου Παροχής Συμβουλευτικών Υπηρεσιών Υγείας του Πανεπιστημίου Πατρών και υπεύθυνος του Ιατρείου Αλκοολισμού του ΠΓΝΠ. Ειναι εκπαιδευόμενο μελος της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρίας με πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων και συμμέτοχη σε ιατρικά συνέδρια. Ερευνητικοί Τομείς Ενδιαφέροντος του είναι : Ψυχανάλυση, Ψυχοσωματική, Διασυνδετική Ψυχιατρική, Ψυχοογκολογία, Ποιοτητα ζωής, Σεξουαλικότητα, Νοσογόνος παχυσαρκία

Σχετικά άρθρα