Ποιοι είναι οι λόγοι που διαταράσσουν τον ύπνο του παιδιού μας;

Τι είναι φυσιολογικό και τι όχι; Πότε πρέπει να μιλάμε για παιδική αϋπνία;
Υπάρχουν γονείς με παιδιά ενάμιση έτους που το θεωρούν φυσιολογικό να σηκώνονται τρεις και τέσσερις φορές τη νύχτα για να τρέξουν στο δωμάτιο του παιδιού τους, που κλαίει ή φωνάζει ζητώντας νερό ή το μπιμπερό. Δεν είναι φυσιολογικό. Πάει καιρός που θα έπρεπε το παιδί τους να κοιμάται μονορούφι. Όπως δεν είναι φυσιολογικό ένα μωρό οχτώ μηνών να έχει τη συνήθεια να μένει ξάγρυπνο ως τα μεσάνυχτα και συγχρόνως, να μη μοιάζει να νυστάζει ποτέ, ή ένα άλλο που φωνάζει όταν η μητέρα του βγαίνει από το δωμάτιο του, αφού πρώτα το έχει ντύσει και του έχει ευχηθεί καληνύχτα.

Των Εδουάρδ Εστιβίλ και Σύλβια Δε Μπεχάρ

Ξαναρχίζοντας (πώς να του διδάξετε εκ νέου τη συνήθεια του ύπνου;)

Από τον έκτο με έβδομο μήνα, όλα τα παιδιά θα πρέπει να είναι ικανά να:

  • ξαπλώνουν χωρίς κλάματα αλλά με χαρά
  • κοιμούνται μόνα τους.
  • κοιμούνται έντεκα με δώδεκα ώρες μονορούφι.
  • κοιμούνται στην κούνια τους και δίχως φως.

Εκτός κι αν πάσχει από κάποιο οργανικό πρόβλημα ικανό να διαταράξει τον ύπνο του (πχ κολικοί, ναυτία, δυσανεξία στο γάλα, μολύνσεις των ανώτατων αναπνευστικών οδών κτλ), ένα μωρό έξι με εφτά μηνών που δεν πληροί τις τέσσερις προηγούμενες προϋποθέσεις μπορεί όντως να έχει πρόβλημα αϋπνίας.


Οι αιτίες είναι δυο:

Λανθασμένες συνήθειες (98% των περιπτώσεων).
Ψυχολογικά προβλήματα (το υπόλοιπο 2%).

Η αϋπνία εξαιτίας μη σωστών συνηθειών είναι, λοιπόν, η πιο συχνή διαταραχή και χαρακτηρίζεται από:

Δυσκολία του παιδιού να κοιμηθεί μόνο του.
Συχνά νυχτερινά ξυπνήματα. Συνηθίζουν να ξυπνούν από τρεις μέχρι δεκαπέντε φορές και τους είναι αδύνατον να αποκοιμηθούν ξανά, αυτόματα και χωρίς βοήθεια.

Ύπνο πολύ επιφανειακό. Παρατηρώντας τα, σου δίνουν την εντύπωση ότι συνεχώς «ξαγρυπνούν» και ο παραμικρός θόρυβος τα ξυπνάει.


Λιγότερες ώρες ύπνου από το σύνηθες για την ηλικία τους. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, οι γονείς αρχίζουν να χρησιμοποιούν τις τεχνικές που τους φαίνονται πιο λογικές για να κοιμίσουν παιδί τους, όπως το να του δώσουν νερό, να του ανακατέψουν τα μαλλιά, να του χαϊδέψουν την πλάτη… οτιδήποτε ώστε το παιδί να’ αποκοιμηθεί (όπως έχουμε δει, δεν είναι σπάνιο να το κοιμίσουν μπροστά στην τηλεόραση ή να το κάνουν βόλτα με το αυτοκίνητο αν χρειαστεί). Τίποτα απ’ αυτά δεν αρκεί: ακόμα κι αν πέσει το παιδί στην αγκαλιά του Μορφέα, ύστερα από λίγο θα ξαναξυπνήσει -η ειρήνη διαρκεί το πολύ τρεις ώρες- και το δράμα θ’ αρχίσει πάλι.

Ο καλός ύπνος είναι κάτι που μαθαίνεται


Δε θα επιμείνουμε περισσότερο σ’ αυτό το σημείο, γιατί, αν έχετε φτάσει ως εδώ, δεν έχετε φτάσει τυχαία, αλλά θα υπάρχει κάποιος λόγος. Από τούτη τη στιγμή, λοιπόν, αυτό που πρόκειται να κάνουμε είναι να θέσουμε σε πρακτική εφαρμογή όλα όσα έχουμε μάθει μέχρι τώρα. Ωστόσο, πριν αρχίσουμε, θα πρέπει να έχετε υπόψη σας ότι, για να αποφέρει η τεχνική αυτή αποτελέσματα, θα χρειαστεί να κάνετε μόνο ότι σας λέμε και σας εξηγούμε, δηλαδή, όταν σας έρχεται μια απορία, περιοριστείτε σ’ αυτό που έχετε ήδη διαβάσει και μην κάνετε τίποτα για το οποίο δε σας έχει δοθεί εξήγηση.
Άρα για να κοιμάται καλά κανείς είναι κάτι που μαθαίνεται και πως για να αποκτήσει κάποιος καλή συνήθεια ύπνου, χρειάζεται να τηρηθούν μια σειρά από προϋποθέσεις:

  1. Οι γονείς πρέπει να δείχνουν ήρεμοι και σίγουροι γι’ αυτό που κάνουν και να κάνουν πάντα το ίδιο.
  2. Το παιδί πρέπει να συνδέσει τον ύπνο του με μια σειρά εξωτερικών στοιχείων που θα παραμένουν πλάι του όλη τη νύχτα: κούνια, αρκουδάκι κτλ.
    Και, καθώς αυτό ακριβώς είναι ότι χρειαζόμαστε για να διδάξουμε εκ νέου τη συνήθεια του ύπνου στο παιδί σας, ας ξεχάσουμε λοιπόν το παρελθόν: θα φανταστούμε ότι το πιτσιρίκι σας γεννήθηκε σήμερα και θα του συμπεριφερόμαστε όπως σε ένα νεογέννητο, ανεξάρτητα από το αν είναι έξι μηνών ή ενάμισι έτους ή πέντε χρονών. Μ’ άλλα λόγια, θα ξαναρχίσουμε… μόνο που από δω και μπρος η μαμά και ο μπαμπάς ποτέ δε θα αμφιβάλλουν για το πώς να κοιμίσουν το Γιωργάκη. Παρ’ όλο που κάποιες φορές θα μιλάμε για πιπίλες και για καταστάσεις οικείες σε βρέφη, η τεχνική αυτή ισχύει για παιδιά μέχρι και πέντε ετών και, αν αφορά την περίπτωση του δικού σας παιδιού, θα πρέπει να την εφαρμόσετε επακριβώς, αφαιρώντας μόνο τις λεπτομέρειες που έχουν να κάνουν με τα πιο μικρά μωρα.

Διαμορφώνοντας συγκεκριμένο ωράριο φαγητού

Πιστεύοντας ότι το θέμα της ρουτίνας έχει ήδη καταστεί σαφές , τώρα σας οφείλουμε μια προειδοποίηση ως προς την ώρα του βραδινού: για να ξαναρυθμίσετε το ρολόι του παιδιού σας και, συνεπώς, να του διδάξετε εκ νέου τη συνήθεια του ύπνου, είναι σημαντικό να καθιερώσετε ωράριο φαγητού. Θα πρέπει, δηλαδή, να παίρνει το πρωινό του στις οχτώ το πρωί, το μεσημεριανό του στις δώδεκα το μεσημέρι, το απογευματινό του στις τέσσερις το απόγευμα και το βραδινό του στις οχτώ το βράδυ.

Η επιλογή αυτού του ωραρίου, στο οποίο θα πρέπει να είμαστε αρκετά σταθεροί, έχει να κάνει με το ότι ο εγκέφαλος των παιδιών είναι προετοιμασμένος να αναπαύεται στις οχτώ με οκτώμισι το βράδυ, επειδή ο ύπνος εμφανίζεται με μεγαλύτερη ευκολία την ώρα αυτή. Το καλοκαίρι, με την αλλαγή της ώρας, θα πρέπει να βάζουμε το παιδί για ύπνο στις οκτώμισι με εννέα το βράδυ.

Ας φανταστούμε, λοιπόν, ότι η ώρα είναι οκτώμισι το βράδυ (20.30) κι ότι ο Γιωργάκης, μετά το μπάνιο και το βραδινό, είναι έτοιμος να πάει να κοιμηθεί. Ο μπαμπάς και η μαμά μπαίνουν στο δωμάτιο με τον μικρό και μοιράζονται μαζί του μερικά λεπτά (αν είναι δυνατόν, να το κάνετε στο σαλόνι ή σε άλλο μέρος που να μην είναι το υπνοδωμάτιο του). Μετά απ’ αυτή την ευχάριστη στιγμή, όποιος να ‘ναι από τους δυο εξηγεί στο Γιωργάκη ότι η ζωγραφιά που έφτιαξαν κατά τη διάρκεια του βραδινού είναι μια αφίσα και θα την κρεμάσουνε στον τοίχο.

Η ηρεμία σας είναι η ηρεμία του παιδιού

Είναι απολύτως απαραίτητο ο τόνος της φωνής σας να αποπνέει ηρεμία. Αν φανείτε σίγουροι, το παιδί σας, ακόμα κι αν αργήσει μερικές μέρες, τελικά θα αισθανθεί σίγουρο κι αυτό. (Αν εξαιτίας της δουλειάς φτάνετε αργά στο σπίτι κι υπάρχει κάποια baby sitter που βάζει το Γιωργάκη για ύπνο κάθε βράδυ, θα είναι εκείνη που θα πρέπει να τον επανεκπαιδεύσει. Τελικά, δεν έχει σημασία ποιος θα το κάνει αλλά πάντα να το κάνει καλά).


Αν κοιμάται ακόμα με πιπίλα, θα πρέπει να του αγοράσετε κάμποσες, όσες κρίνετε αναγκαίες, και να τις βάλετε στο μέρος που πλαγιάζει. Γιατί; Καθαρή λογική: όταν θα ξυπνήσει στη μέση της νύχτας και θα ψάχνει για την πιπίλα του, θα πρέπει να τη βρει, διαφορετικά, θα σας φωνάξει να του τη δώσετε εσείς και, φυσικά, δεν επιθυμούμε να συμβεί κάτι τέτοιο.


Κατόπιν ένας από τους δυο γονείς διαλέγει ένα αρκουδάκι απ’ αυτά που ήδη έχει το παιδί σας και του δίνει κάποιο όνομα, ας πούμε Μπάνι. Το παρουσιάζει στο μωρό και του ανακοινώνει ότι «από σήμερα, ο φίλος σου ο Μπάνι θα κοιμάται πάντα μαζί σου». Είναι σημαντικό το αρκουδάκι να το διαλέξουμε εμείς, είναι μέρος της στρατηγικής μας για να του δείξουμε και ν’ αποδείξουμε τη σιγουριά μας: δεν μπορούμε να επιτρέψουμε να είναι το παιδί αυτό που θα μας πει πώς γίνονται τα πράγματα, είμαστε οι γονείς του κι είμαστε εμείς που του μαθαίνουμε τη συνήθεια του ύπνου. Αν το παιδί σας είναι μεγαλούτσικο, μην υποκύψετε στον πειρασμό να το αφήσετε να διαλέξει εκείνο. Ας έχει την ηλικία που έχει, να θυμάστε ότι για μας γεννήθηκε σήμερα κι ότι θα του συμπεριφερόμαστε σαν να είναι νεογέννητο, ανίκανο να κρίνει από μόνο του.


Τα αιτήματα που προβάλλει το παιδί τη στιγμή που το βάζουμε να κοιμηθεί μπορεί να προκαλέσουν επιπλοκές στις συνήθειες του ύπνου.
Δεν είναι το παιδί αυτό που θα «λέει» στους γονείς του πώς ή τι χρειάζεται για να κοιμηθεί.
Είναι οι γονείς εκείνοι που μαθαίνουν τη συνήθεια του ύπνου στο παιδί τους.

Όπως θα δείτε, όλα τα στοιχεία που έχουμε επιλέξει δεν απαιτούν κάποιον ενήλικο. Θυμηθείτε: στόχος μας είναι ποτέ πια ο μπαμπάς, η μαμά, το μπιμπερό ή κάτι άλλο που θα πρέπει να του το αφαιρέσουμε να γίνει στοιχείο που το παιδί θα το συνδέσει με τον ύπνο του. Όλα όσα έχουμε επιλέξει (η ζωγραφιά, το αρκουδάκι και οι πιπίλες) θα είναι εκεί όταν θα ξυπνήσει. Μπορεί στην αρχή ο καημένος ο Μπάνι να του προκαλέσει αηδία, αλλά, όταν θα ξυπνήσει στις τρεις τα ξημερώματα, ο «πιστός» του φίλος θα βρίσκεται εκεί και, παρ’ όλο που δε θα είναι το ίδιο με τη μαμά ή τον μπαμπά, που θα έχουν φύγει, ή με το μπιμπερό που θα έχει εξαφανιστεί, θα μένει στο πλευρό του και δε θα το εγκαταλείψει σε καμιά περίσταση.

Η ώρα για το επόμενο βήμα


Ήδη μπορούμε να κάνουμε το επόμενο βήμα. Η ώρα είναι εννιά παρά είκοσι πέντε (20.35) κι η μέρα «η πρώτη από τη ζωή του παιδιού σας». Η αφίσα έχει μπει στη θέση της και οι πιπίλες επίσης, και ο Γιωργάκης κι ο Μπάνι έχουν τυπικά συστηθεί. Αν δεν το έχουμε κάνει ακόμα, θα πρέπει να βάλουμε το παιδί να ξαπλώσει. Υπάρχουν δύο δυνατότητες, ανάλογα με το μέρος όπου κοιμάται:


Το βάζετε στην κούνια και, αν αρνείται να ξαπλώσει, αας αρκεί να το αφήσετε καθιστό. Αν πάει να σηκωθεί, μην το εμποδίσετε. Αφήστε το, απομακρυνθείτε σε απόσταση που να μην επιτρέπει στο παιδί να σας πιάσει (χωρίς να υπερβάλ-λουμε, φτάνει πάνω κάτω ένα μέτρο) και ενεργήστε σαν να μη συμβαίνει τίποτα πέραν του συνηθισμένου. Για το παιδί θα συμβαίνει, και πολύ μάλιστα, γι’ αυτό να μην παραξενευτείτε αν αρχίσει να κλαίει. Μην ξεχνάτε ότι πρέπει να δείχνετε απόλυτα πεπεισμένοι για ότι κάνετε.


Το παράξενο θα ήταν να ξάπλωνε στο κρεβάτι σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Ο Γιωργάκης δεν είναι κανένας χαζός και ξέρει πως του δίνετε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το κανονικό θα ήταν, με το που θα πάτε να τον βάλετε να κοιμηθεί, να σηκωθεί νευριασμένος και ν’ αρχίσει αμέσως να κλαίει. Μην προσπαθήσετε να τον βάλετε να ξαπλώσει ξανά. Πιάστε τον από το χέρι, καθίστε τον στα γόνατα σας αν θέλετε και, προπαντός, διατηρήστε την ηρεμία σας.


Τότε ένας από τους δυο γονείς θα κατευθυνθεί προς το παιδί και θα του πει κάτι, ας πούμε: «Αγάπη μου, ο μπαμπάς και η μαμά θα σου δείξουν πώς να κοιμάσαι μοναχούλης. Από σήμε¬ρα θα κοιμάσαι εδώ, στην κούνια σου, με την αφίσα, το μόμπιλο, τον Μπάνι» κι όλα αυτά που θα έχετε διαλέξει, δηλαδή τα πράγματα που θα είναι εκεί γύρω του και που θα παραμείνουν μαζί του όλη τη νύχτα. Η «ομιλία» θα πρέπει να κρατήσει περί¬που τριάντα δευτερόλεπτα, κατά τα οποία είναι πιθανόν να χρειαστεί να του αναφέρετε ακόμα και τις κουρτίνες και την περπατούσα (το ποδηλατάκι του, αν είναι μεγαλούτσικος). Δεν έχει σημασία. Γιατί, είτε καταλαβαίνει είτε όχι τι ακούει, το πρωταρ¬χικό είναι ο τόνος της φωνής σας… κι αυτό, βέβαια, μια κουβέ¬ντα είναι, αφού το πιο πιθανό ετούτη τη στιγμή είναι να μυξοκλαίει ξαπλωμένος για να πετύχει να γίνουν πάλι τα πράγματα όπως γινόντουσαν μέχρι τώρα (όπως γινόντουσαν στο παρελθόν, που για μας δεν υφίσταται πλέον). Καμιά σημασία. Συνεχίστε να του μιλάτε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Κι ένα κόλπο για να το καταφέρετε είναι να μένετε σταθεροί σ’ αυτό που είπαμε, δηλαδή συγκεντρωνόμαστε σε κάθε λέξη που προφέρουμε ενώ του εξηγούμε πώς πρόκειται να είναι οι νύχτες του από δω και πέρα.

Το παιδί θα διεκδικήσει μέχρι τέλους αυτά που θεωρεί πως του ανήκουν


Τώρα είναι που ο μπαμπάς και η μαμά οφείλουν να δείξουν την αληθινή τους δύναμη. Δεν πρέπει να σκέφτονται το Γιωργάκη, που θα σηκώνει τα χεράκια του με όψη λες και πεθαίνει από τη λύπη ή, αν είναι πιο μεγάλος, θα φωνάζει απελπισμένος επειδή θα θέλει να κοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού βλέποντας τη βραδινή ταινία. Το έχουμε ξεκαθαρίσει ότι το παιδί δε θ’ απαρνηθεί εύκολα τα «προνόμια» του. Και είναι λογικό να κλαίει, να φωνάζει, να κάνει εμετό, να κλοτσάει, να λέει «διψάω», «πεινάω», «κακά», «δε σ’ αγαπώ»… οτιδήποτε για να σας καταφέρει να λυγίσετε, αλλά εσείς ούτε καν να συγκινηθείτε, θυμηθείτε: δε θα μας πει το παιδί πώς γίνονται τα πράγματα, εμείς οφείλουμε να του το μάθουμε. Και, αν αυτό σας στοιχίζει, σκεφτείτε ότι το κάνετε για την υγεία του και για την υγεία όλης της οικογένειας κι ότι, αν ακολουθήσετε κατά γράμμα τις οδη¬γίες, το πολύ σ’ εφτά μέρες θα κοιμάστε όλοι μονορούφι.

Όταν περάσουν τα τριάντα δευτερόλεπτα, ένας από τους δυο σας θα ξαναβάλει το Γιωργάκη στην κούνια ή στο κρεβάτι, όπως νομίζει πως θα είναι πιο άνετα, αλλά μόνο μια φορά. θα του πάτε πιο κοντά τις πιπίλες, έτσι που να μπορεί να τις φτάνει, και θα του πείτε: «Καληνύχτα, αγάπη μου, θα τα πούμε το πρωί». Επόμενη πράξη, θα κλείσετε το φως και θα βγείτε από το δω¬μάτιο, αφήνοντας την πόρτα τέσσερα δάχτυλα ανοιχτή. Αν καθίσετε ν’ ακούσετε μουσική ή να δείτε τηλεόραση, μπορείτε να χαμηλώσετε λίγο την ένταση, αλλά χωρίς να μετατρέψετε το σπίτι σε κοιμητήριο, γιατί ο Γιωργάκης είναι αυτός που θα πρέ-πει να προσαρμοστεί σε σας κι όχι εσείς στο Γιωργάκη.


Επιμένουμε, το ίδιο κάνει ότι ηλικία και να ‘χει το παιδί σας, για σας είναι ένα νεογέννητο. Η τεχνική της επανεκπαίδευσης είναι ακριβώς η ίδια για παιδιά από έξι μηνών μέχρι και πέντε ετών. Το μοναδικό πράγμα που αλλάζει είναι ότι, όσο πιο μεγάλο είναι το παιδί, τόσο μεγαλύτερη ικανότητα θα έχει για να χρησιμοποιεί δυο «όπλα» πολύ επικίνδυνα στη μεταξύ σας κόντρα:

Τα “όπλα” που θα χρησιμοποιήσει το παιδί για να μείνει ξύπνιο


Το λόγο


Με το ρυθμό που μεγαλώνει και αποκτά λεξιλόγιο το παιδί, τα πράγματα περιπλέκονται, μια και είναι ικανό να χειριστεί τους γονείς του μέσω του λόγου. Δεν είναι παράξενο που η πλειονότητα των άυπνων παιδιών αρχίζουν να μιλάνε πολύ νωρίς: λίγοι γονείς αντιστέκονται στο να «συντρέξουν» ένα παιδί που φωνάζει «διψάω», «κακά» ή «φοβάμαι», αντιλαμβανόμενοι ότι το μικρό τους είναι πιο πονηρό κι από την αλεπού κι έχει προσέξει πως, αν λέει κάτι τέτοιο, πετυχαίνει να του δίνουν σημασία (είναι η αρχή της δράσης-αντίδρασης, για την οποία θα μιλήσουμε σύντομα). Αν χρειαζόταν, θα μάθαινε να λέει ακόμα και «Ναβουχοδονόσωρ». Πώς να αντιμετωπίσετε αυτές τις προκλήσεις; Πολύ εύκολα: παύετε να τους δίνετε σημασία. Το παιδί σας είναι ένα νεογέννητο και για σας δεν ξέρει ακόμα να μιλάει.


Τη φυσική ευκινησία.


Θα του επιτρέψει, για παράδειγμα, να πηδήσει από την κούνια ή το κρεβάτι και να βγει από το υπνοδωμάτιο ψάχνοντας για τον μπαμπά και τη μαμά. Δεν μπορείτε να περάσετε τη νύχτα ξαναγυρνώντας το στην κλίνη του. Λύση; Το ειδικό καγκελάκι, τοποθετημένο στην είσοδο του δωματίου. Έτσι, και αποφεύγετε να κλείσετε την πόρτα, πράγμα που το μικρό θα το τρόμαζε, και η δουλειά η ίδια γίνεται, αφού το παιδί δε θα μπορεί να βγει από το δωμάτιο του. Και το ίδιο κάνει αν σηκωθεί, όπως και το να θελήσει να κοιμηθεί στο πάτωμα! Τα παιδιά δεν είναι χαζά και σπάνια θα κάνουν κάτι τέτοιο, μα, αν αυτό συμβεί, αρκεί απλά, με το που θα το πάρει ο ύπνος, να το βάλουμε στο κρεβάτι του. Το σημαντικό είναι να βρίσκεται στο δωμάτιο του κι όταν θ’ αποκοιμηθεί να το κάνει εκεί και από μόνο του.

Η αρχή της δράσης-αντίδρασης


Ως εδώ σας έχουμε εξηγήσει την ιστορία από τη δική σας πλευρά. Αλλά τι συμβαίνει με το Γιωργάκη;
Τα παιδιά επικοινωνούν με τους ενηλίκους μέσα από την αρχή της δράσης-αντίδρασης. Πραγματοποιούν μια δράση επειδή ελπίζουν να πετύχουν κάποια αντίδραση από μέρους του ενη¬λίκου. Για παράδειγμα, αν ένα μωρό έξι ή επτά μηνών το αφήσουμε στην κούνια του, του πούμε καληνύχτα και φύγουμε, είναι πιθανό να τού ‘ρθει να χτυπήσει παλαμάκια ή να τραγουδήσει «ααα». Και τι αντίδραση θα λάβει σαν απάντηση σ’ αυτή του τη δράση; Όχι πολλά πράγματα. Το πιο πιθανό είναι οι γονείς του να σχολιάσουν μεταξύ τους «Κοίτα τι γλύκα που είναι» και να μην κάνουν τίποτε άλλο. Αλλά τι θα συνέβαινε έτσι και φώ-ναζε τρομαχτικά; θα τρέχανε στο δωμάτιο του για να δουν τι θέλει. Ακριβώς η αντίδραση που ζητάει το μωρό. Τι δράση θα κάνει την επόμενη φορά που θα θελήσει «να συμμορφώσει» τον μπαμπά και τη μαμά; Είναι φανερό πως δε θα τραγουδήσει ούτε θα χτυπήσει παλαμάκια, θα προτιμήσει το ροκ, το «heavy metal». Αν ένα μωρό έξι μηνών είναι ικανό να κάνει κάτι τέτοιο, τι θα μπορεί να κάνει στο χρόνο απάνω ή και σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν θα ξέρει επιπλέον να μιλά και να κινείται με ορισμένη ή με απόλυτη ευκολία;


Έπειτα απ’ όλα αυτά που έχουν ειπωθεί, δε μας μένει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Γιωργάκης είναι ένα έξυπνο άτομο, πολύ έξυπνο, που δεν πρόκειται να λυγίσει με την πρώτη στη θέληση μας για αλλαγή. Αν το παιδί δει ότι το αφήνουν στην κούνια του ή στο κρεβάτι του και δεν του δείχνουν την αλλοτινή τους συμπεριφορά, τι θα κάνει για να ξανακερδίσει τα προνόμια του; Θα δοκιμάζει ώσπου να βρει αυτό που θα προκαλέσει την αντίδραση που επιθυμεί από τους γονείς του.

Ας γυρίσουμε στη στιγμή όπου ο μπαμπάς ή η μαμά θα του απευθύνει το λογύδριο της καληνύχτας. Είναι πιθανόν, προτού καλά, καλά αρχίσει, ο Γιωργάκης ν’ αρπάξει τον Μπάνι και να τον στείλει για βρούβες και, ως επόμενη πράξη, να τα βάλει με όλες τις πιπίλες και να τις κάνει να πετάνε στον αέρα. Αν τις μαζέψετε, το παιδί θα τις ξαναπετάξει, κι αν τις μαζέψετε πάλι, ξανά θα καταλήξουν στο πάτωμα. Ποιος θα κερδίσει; Το πράγμα είναι σαφές, ο Γιωργάκης, γιατί αυτός θα έχει πραγματοποιήσει τη δράση του κι εσείς θα έχετε τσιμπήσει: θα έχει πετύχει, δηλαδή, να αντιδράσετε, ακριβώς ότι ζητούσε.

Τι πρέπει να κάνετε;

Ας μπούμε στο θέμα μας: ένας από τους δυο θα μιλήσει με το παιδί κι αυτό θα πετάξει τα πράγμα¬τα για να αιχμαλωτίσει την προσοχή σας ενώ θα κλαίει πικρά. Ο «κυβερνητικός εκπρόσωπος» θα συνεχίσει να μιλάει σαν να μη συμβαίνει τίποτα και, με το που θα τελειώσει το λόγο του, θα τα μαζέψει όλα, θα του τα ξαναβάλει στην κούνια σαν να μη σηκώνει από τέτοια πράγματα, θα του πει καληνύχτα και θα κάνει μεταβολή και θα φύγει (αν είστε και οι δυο, θα φύγετε και οι δυο). Το πιο πιθανό είναι ο Γιωργάκης να τα ξαναπετάξει όλα κάτω, αλλά εσείς πια θα έχετε βγει απ’ το δωμάτιο και δε θα γυρίσετε να του τα μαζέψετε. Ποιος θα έχει κερδίσει λοιπόν;


Το ίδιο ισχύει αν τον βάλουμε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί κι εκείνος σηκωθεί κι εμείς τον ξαναβάλουμε. Τι θα κάνει; Θα ξανασηκωθεί. Και μάλλον δε θα θέλατε να περάσετε όλη τη νύχτα έτσι, σωστά; Όμως, ο Γιωργάκης αυτό θα θέλει σίγουρα, επειδή αυτό θα σήμαινε ότι θα ήσασταν μαζί του. Έτσι, λοιπόν, για να μην ηττηθείτε, θα πρέπει να τον βάλετε να ξαπλώσει όπως νομίζετε καλύτερα και κατόπιν θα τον αφήσετε να κάνει ότι τρα¬βάει η όρεξη του: εμείς ούτε καν σημασία.

Τι άλλα κόλπα θα χρησιμοποιήσει; Εκτός από το να ζητήσει νερό, να πει «κακά»… κόλπα απ’ αυτά για τα οποία σας έχου¬με ήδη μιλήσει, μπορεί να κάνει και εμετό. Μην τρομάξετε, δεν του συμβαίνει τίποτα: τα παιδιά ξέρουν να προκαλούν εμετό με τη μεγαλύτερη ευκολία. Τι θα κάνετε; Μπορείτε να βράζετε από μέσα σας, απ’ έξω όμως να κρατηθείτε απαθείς. Καθαρίστε το ξερατό, αλλάξτε του τα σεντόνια και τις πιτζάμες του αν είναι ανάγκη και συνεχίστε τις «πράξεις» συμφωνά με το «πρόγραμ¬μα», σαν να μην έχει συμβεί τίποτα.

Πώς να του διδάξετε εκ νέου την συνήθεια του ύπνου


Δημιουργήστε μια μικρή ιεροτελεστία γύρω από την πράξη της κατάκλισης (τραγουδήστε ένα τραγούδι, αφηγηθείτε κάποιο παραμύθι).
Δε δημιουργούμε την κατάσταση αυτή για να κοιμηθεί το παιδί αλλά μόνο για να τη συνδέσει με μια ευχάριστη στιγμή πριν αρ¬χίσει τον ύπνο του μόνο του.

Οι γονείς πρέπει να βγαίνουν από το δωμάτιο πριν αποκοιμηθεί το παιδί.
Άμα κλαίει το παιδί, οι γονείς θα πρέπει να μπαίνουν κατά μικρά χρονικά διαστήματα μόνο για να του εμπνέουν εμπιστοσύνη, χωρίς να κάνουν τίποτα για ν’ αποκοιμηθεί ή να πάψει το κλάμα, ώσπου το παιδί να το πάρει ο ύπνος από μόνο του.

Τι άλλο μπορεί να κάνει ο Γιωργάκης; Να κλάψει. Και δε θα κλάψει έτσι απλά, αλλά κοιτάζοντας μας με την πιο λυπημένη όψη που μπορεί να πάρει το πρόσωπο του. Είναι το πιο αποτελεσματικό του όπλο και το ξέρει, στο τέλος τέλος, είναι το πρώτο ιδίωμα μέσω του οποίου έχει γίνει κατανοητός. Και ξέρει πως, όταν κλαίει, κάποιος από τους δυο (μπαμπάς ή μαμά) του απαντάει συνήθως πρώτος. Σ’ αυτόν, λοιπόν, θα κατευθύνει το βλέμμα του (το κλάμα του), περιμένοντας τον να τσιμπήσει. Χρησιμοποιεί το κλαψούρισμα σαν μια μορφή δράσης. Όμως οι γονείς, τώρα πλέον, έχουν μάθει να ξεχωρίζουν πότε το παιδί τους κλαίει από πόνο και πότε για να πετύχει κάτι. Έτσι, ξέρουν πια ότι ο Γιωργάκης δεν είναι «τόσο σοβαρά», και γι’ αυτό θα πρέ¬πει να φάνουν ήρεμοι και να συνεχίσουν την ομιλία τους. Και, με το που θα την τελειώσουν, ακόμα κι αν κλαίει το παιδί, ακό¬μα κι αν κλαίνε από μέσα τους κι αυτοί, οφείλουν να φύγουν.

Προφανώς, η «μεγάλη μάχη» δεν έχει δοθεί παρά μόνο έχει αρχίσει. Το λογικό είναι, ενώ θα εγκαταλείπετε το δωμάτιο, ο Γιωργάκης να υψώσει την ένταση της σερενάτας του και τα κλάματα του ν’ ακούγονται καθαρά σ’ όλο το σπίτι (μπορεί και στη γειτονιά). Αυτό που σίγουρα δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να φύγουμε και ν’ αφήσουμε τον καημένο το Γιωργάκη να κλαίει μέχρι τελικής πτώσης από καθαρή εξάντληση (πράγμα που, χωρίς αμφιβολία, θα σας το έχουν συστήσει λανθασμένα κάποια φορά). Γιατί όχι; Γιατί τον εκπαιδεύουμε, δεν τον τιμωρούμε. Αν σκεφτούμε ότι «θα κουραστεί και θα πέσει πια παραδομέ¬νος», αυτό που μεταδίδουμε στο παιδί είναι ότι βρίσκεται σε τιμωρία ή σε εγκατάλειψη. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μπούμε στο δωμάτιο του για να τον παρηγορήσουμε πριν να έχει περά¬σει κάποιος λογικός χρόνος.


Πόσος; Για αρχή, μόνο ένα λεπτό, που, μόλις περάσει, ένας από τους δυο θα τρέξει στο κάλεσμα του ώστε ο Γιωργάκης να τον δει.

Ποιος είναι ο στόχος που πρέπει να θέσουμε;


Στόχος μας δεν είναι να σταματήσει, ούτε να ηρεμήσει, ούτε να αποκοιμηθεί: το κάνουμε μόνο για να παρατηρήσει, για να μάθει ότι δεν τον έχουμε εγκαταλείψει. Γι’ αυτό, όποιος θα μπει στο δωμάτιο του θα πρέπει να μείνει σε μια λογική απόσταση από την κούνια (ώστε να μη γαντζωθεί το παιδί από πάνω του) ή, άμα το παιδί έχει κατεβεί, να το ξαναβάλει στην κούνια ή στο κρεβάτι του και να του μιλήσει πάλι, για δέκα δευτερόλεπτα, εξηγώντας του ήρεμα αυτό που ήδη του έχει πει πιο πριν: «Αγά¬πη μου, η μαμά και ο μπαμπάς σε αγαπάνε πολύ και σε μαθαί¬νουν τώρα πώς να κοιμάσαι. Κι εσύ θα κοιμάσαι εδώ, με τον Μπάνι, την αφίσα, τις πιπίλες… Έτσι, ως το πρωί». Μετά απ’ αυτά τα λόγια, αν έχει πετάξει τα πράγματα του, του τα ξανα¬βάζετε στην κούνια του ή στο κρεβάτι του και φεύγετε ξανά. Το ίδιο ισχύει αν ο Γιωργάκης φωνάζει, κλαίει ή έχει ξαναφύγει από την κούνια ή το κρεβάτι.


Λεπτά που πρέπει να περιμένουν οι γονείς πριν μπουν στο δωμάτιο του παιδιού που κλαίει:

Διαδοχικές αναμονές


Οι χρόνοι αυτοί ισχύουν τόσο όταν το παιδί πηγαίνει για ύπνο πρώτη φορά στις 8.30 το βράδυ όσο και όταν ξυπνάει στη μέση της νύχτας. Αυξάνονται προοδευτικά ακολουθώντας τις συμπεριφορικές τεχνικές εξάντλησης ώσπου να κατορθώσουμε να καταλάβει το παιδί ότι κλαίγοντας δεν καταφέρνει τίποτα και να αποκοιμιέται μόνο του. Όπως μπορείτε να επαληθεύσετε, όσο περνούν οι μέρες, οι χρόνοι μακραίνουν.

Και ξανά να υπομένουμε… και να υποφέρουμε. Μα τούτη τη φορά θα περιμένουμε τρία λεπτά. Αν ο χρόνος αυτός περάσει κι ο Γιωργάκης συνεχίζει να κλαίει, ένας από τους δυο θα πρέπει να ξαναμπεί στο υπνοδωμάτιο του (μπορείτε να εναλλάσσεστε) και να κάνει ακριβώς το ίδιο που έκανε την προηγουμένη φορά. Ο επόμενος χρόνος αναμονής θα είναι πέντε λεπτά, έπειτα από τα οποία θα επαναληφθεί η ίδια σκηνή. Από τη στιγμή αυτή, θα πρέπει να περιμένετε πέντε λεπτά από επίσκεψη σε επίσκεψη, μα, αν υποφέρετε κι αυτό σας εμποδίζει να περιμένετε «τόσο», μπορείτε να το κάνετε κάθε τρία λεπτά.

Είναι πολύ βασικό να μπαίνετε στο δωμάτιο του μικρού ώστε να μην αισθάνεται εγκαταλειμμένος. Κι ούτε να σας περάσει από το μυαλό να τον αφήσετε να περιμένει πάνω από πέντε λεπτά: είναι ο μεγαλύτερος χρόνος που μπορεί να μείνει μόνος του την πρώτη μέρα της «επανεκπαίδευσης» του. Αν το κάνατε, θα ήταν απάνθρωπο: αυτό που πιο πολύ φοβάται το μικρό παιδί είναι το να μην το θέλουν οι γονείς του και να το εγκαταλεί¬πουν και αυτό θα είναι το μήνυμα που θα πάρει αν δεν τηρήσετε σωστά τις επισκέψεις σας.

Αν, αντιθέτως, πάτε να τον δείτε και του μιλήσετε με στοργή, χωρίς να φωνάζετε ούτε να εκνευρίζεστε μα δείχνοντας μεγάλη ηρεμία, ο Γιωργάκης θα καταλάβει τελικά ότι ο μπαμπάς και η μαμά δεν τον έχουν αφήσει μόνο του, ότι τον αγαπάνε πάρα πολύ, μα, όσο πολύ και να κλάψει κι όσες σκηνές και να κάνει, εκείνοι δεν πρόκειται να μείνουν, αλλά δε συμβαίνει και τίποτα με το να είναι μόνος του την ώρα του ύπνου. Όλα αυτά θα τον ηρεμήσουν, θα του δώσουν το αίσθημα ασφάλειας που τόσο χρειάζεται και, τελικά, θα κατορθώσει ν’ αποκοιμηθεί. Μας φαίνεται πως ακούμε ήδη την ερώτηση σας: «Πόσο θ’ αργήσει να κοιμηθεί;». Σε μερικά παιδιά παίρνει πιο πολύ απ’ ότι σε άλλα να συλλάβουν το μήνυμα, το σύνηθες είναι ν’ αργούν το μάξιμουμ δύο ώρες.

Το θέμα είναι ότι ο Γιωργάκης θα κοιμηθεί, αλλά, όπως είναι ένα ρολόι που ακόμα δεν έχει ρυθμιστεί, έπειτα από μία, δύο ή τρεις ώρες θα ξυπνήσει πάλι. Και τι θα κάνει; θα κλάψει και/ ή θα φωνάξει «διψάω», «πεινάω», «φοβάμαι», για να αναφέρουμε κάποια παραδείγματα. Κι εμείς τι θα πρέπει να κάνουμε; Θα πρέπει να του δείξουμε πάλι πώς να κοιμηθεί, επαναλαμβάνοντας όλη τη διαδικασία και σεβόμενοι τον πίνακα των χρόνων. Καθώς είναι η πρώτη μέρα, την πρώτη φορά θα περιμένουμε ένα λεπτό πριν μπούμε στο δωμάτιο του και του βγάλουμε το λογύδριό μας: «Αγάπη μου, η μαμά και ο μπαμπάς καταλαβαίνουν ότι είσαι πολύ θυμωμένος επειδή σου δείχνουμε πώς να κοιμηθείς, αλλά εσύ κοιμάσαι εδώ με το φίλο σου τον Μπάνι, την αφίσα… Καληνύχτα, θα τα πούμε το πρωί». Και πάλι έξω. Τη δεύτερη φορά να περιμένετε τρία λεπτά προτού να μπείτε και, από την τρίτη και μετά, πέντε λεπτά ώσπου να ξανακοιμηθεί.

Πρέπει να το κάνετε αυτό ανεξάρτητα από το τι ώρα είναι, γιατί το παιδί δεν καταλαβαίνει από ωράρια. Όμως, μεγάλη προσοχή: όταν σας ξυπνήσει στις τρεις, τέσσερις ή πέντε τα χαράματα, το πιο πιθανό είναι να είστε εξουθενωμένοι και, γι αυτό, θα είναι πιο εύκολο να παγιδευτείτε σε οποιοδήποτε από τα κόλπα που θα χρησιμοποιήσει για να σας λυγίσει. Αρκεί έστω και μια φορά να κάνετε αυτό που θα σας ζητήσει το παιδί-νερό, ένα τραγούδι, να του δώσετε το χέρι «μια στιγμή», αγκαλιά…-για να το χάσετε το παιχνίδι: όλα όσα θα έχετε καταφέρει θα γίνουνε καπνός, θα έχετε χάσει το χρόνο σας άδικα, γιατί το παιδί θα αντιληφθεί ότι εκεί κάπου υπάρχει μια χαραμάδα απ’ όπου μπορεί να περνάει, και θα είναι σαν να ξαναρχίζετε. Αν. αντίθετα, ακολουθήσετε χαρτί και καλαμάρι την τεχνική αυτή, θα σας εκπλήξει η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου.
Πότε το πρόβλημα είναι ψυχολογικό

Στην αρχή αυτού του κεφαλαίου σάς είπαμε ότι μόνο το δύο τοις εκατό των διαταραχών του ύπνου έχει ψυχολογικά αίτια. Στις περιπτώσεις αυτές, η τεχνική που περιγράψαμε δε θα δώσει, αναγκαστικά, αποτελέσματα, αφού η αιτία δεν είναι μια κακώς αποκτηθείσα συνήθεια αλλά κάποιο πρόβλημα συγκινησιακού χαρακτήρα. Εν πρώτοις, θα πρέπει να λάβετε υπόψη ότι τα γεγονότα που αλλάζουν την ψυχική κατάσταση των γονέων επηρεάζουν επίσης και τα μικρά, γιατί, αν οι γονείς είναι αγχωμένοι, τα παιδιά το προσλαμβάνουν και αγχώνονται κι αυτά, πράγμα που σημαίνει ότι οι μεγάλοι δεν μπορούν να τους μεταδώσουν αρκετή εμπιστοσύνη και ψυχική ηρεμία ώστε να μπορέσουν να κοιμηθούν.

Από την άλλη μεριά, η ανάπτυξη αυτή καθαυτή προκαλεί καινούριες καταστάσεις, που μπορούν να επηρεάσουν πολύ το παιδί, κι αυτό θα μεταφραστεί σε μεγαλύτερο άγχος κατά τη διάρκεια της νύχτας. Γεγονότα όπως η μετακόμιση από το δωμάτιο των γονιών του στο δικό του. η γέννηση ενός αδερφού, η έναρξη του παιδικού σταθμού, η θέαση βίαιων σκηνών στην τηλεόραση… μπορούν να προκαλέσουν αγωνία στο παιδί σας και αυτό να έχει αντίκτυπο στον ύπνο του.

Στις περιπτώσεις αυτές, η λύση περνά από την εξακρίβωση της αιτίας που προκαλεί το άγχος και την επίλυση της. Κάποιες φορές θα χρειαστεί να δεχτεί το παιδί ψυχιατρική φροντίδα και, αν είναι έτσι, το κανονικό είναι να τη δεχτούν και οι γονείς (χω¬ρισμοί, κακομεταχειρίσεις…).


Απόσπασμα από το βιβλίο “Κοιμήσου παιδί μου” των Εδουάρδ Εστιβίλ και Σύλβια Δε Μπεχάρ. Ευχαριστούμε τις Εκδόσεις Πατάκη για την ευγενική παραχώρηση του υλικού.

Σχετικά άρθρα