Νταϊάνα, Χόλιγουντ ή Σορεντίνο… Ποια ταινία να διαλέξω απόψε;

<p style="text-align: justify;">O κριτικός κινηματογράφου του περιοδικού <a href="http://www.athinorama.gr">"ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ"</a> Xρήστος Μήτσης, μας παρουσιάζει τις καινούργιες κινηματογραφικές κυκολοφορίες. </p>
<p style="text-align: justify;"><img src="/contentfiles/photos/theamata/mitsis.jpg" alt="" width="88" height="88" /> </p>
<p style="text-align: justify;"><span style="font-size: medium;"><strong>ΤHE HUNGER GAMES : Η ΦΩΤΙΑ </strong></span></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Στη θριαμβευτική τους περιοδεία στις 12 περιφέρειες της Πάνεμ, οι Κάτνις και Πίτα συνειδητοποιούν ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα επανάστασης. Ο πρόεδρος Σνόου, όμως, έχει το δικό του σχέδιο, το οποίο αφορά τους επετειακούς 75ους Αγώνες Πείνας. Στιβαρή συνέχεια ενός ευπρεπέστατου χολιγουντιανού franchise, η οποία χωρίς να παραμελεί το θέαμα ρίχνει το βάρος της στους χαρακτήρες, τα κίνητρα και τα διλήμματά τους.</strong></p>
<h3 style="text-align: justify;"><strong> <img src="/contentfiles/111.jpg" alt="" width="600" height="338" /></strong></h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage" style="text-align: justify;">
<div class="imgcontainer">
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">Η μεγάλη επιτυχία της περσινής κινηματογραφικής μεταφοράς του πρώτου βιβλίου της ευπώλητης τριλογίας της Σούζαν Κόλινς οφειλόταν κυρίως στο σεβασμό που επέδειξαν οι παραγωγοί στις εύθραυστες ισορροπίες του καλογραμμένου πρώτου υλικού. Αδρή περιγραφή ενός μακρινού, μα οικείου κόσμου, ζωντανοί χαρακτήρες, μερικές εύπεπτες κοινωνικοπολιτικές αναφορές, ένα αρχετυπικό ρομάντζο και μια πρωτότυπη (με δάνεια από το μύθο του Μινώταυρου, τις ρωμαϊκές αρένες, το «The Most Dangerous Game», το γιαπωνέζικο «Battle Royale» και τα τηλεοπτικά reality shows ) μάχη επιβίωσης. <br />Η τρεμάμενη κάμερα του Γκάρι Ρος μπορεί να είχε κατά στιγμές… ιλιγγιώδη αποτελέσματα, κατάφερε όμως να αποδώσει πειστικά το μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν της Κόλινς και η Τζένιφερ Λόρενς αποδείχτηκε μια εξαιρετικά επιτυχημένη επιλογή, δένοντας ιδανικά την προσεγμένη και –αλά «Χάρι Πότερ»– καλοεκτελεσμένη συνταγή. Για το υψηλών πλέον απαιτήσεων­ σίκουελ, του οποίου ο προϋπολογισμός έφτασε στα 130 από τα 78 εκατ. δολάρια της πρώτης ταινίας, ο Φράνσις Λόρενς («Ζωντανός Θρύλος», «Νερό για Ελέφαντες» ) αντικατέστησε τον Γκάρι Ρος, ενώ τη σεναριακή διασκευή ανέλαβαν οι Σάιμον Μπιουφόι («Άντρες Έτοιμοι για Όλα», «Slumdog Millionaire» ) και Μάικλ Αρντ («Little Miss Sunshine», «Toy Story 3» ). <br />Οι τελευταίοι έσφιξαν αποτελεσματικά τη λογοτεχνική πλοκή, εστιάζοντας παράλληλα στους χαρακτήρες, τα διλήμματα των οποίων κυριαρχούν σχεδόν σε όλο το πρώτο μέρος του φιλμ, από τους 74ους μέχρι τους 75ους Αγώνες Πείνας. Σε αυτό το διάστημα η Κάτνις δέχεται να παίξει το μιντιακό παιχνίδι της ερωτευμένης με τον Πίτα νικήτριας, καθώς ο πρόεδρος Σνόου της ξεκαθαρίζει πως διαφορετικά τα πράγματα θα αποβούν οδυνηρά για όλους όσους αγαπά. Ακόμη και όταν αναγκάζεται να ανακοινώσει τους γάμους της όμως, η Κάτνις δεν είναι η καλύτερη ηθοποιός και στο πρόσωπό της οι αγανακτισμένοι κάτοικοι της Πάνεμ βλέπουν την Κοτσυφόκισσα, το σύμβολο της επερχόμενης επανάστασης. Διστάζοντας να τη βγάλουν εν ψυχρώ από τη μέση, ο Σνόου και ο νέος διοργανωτής των αγώνων ­Χέβενσπμι (Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν ) την υποχρεώνουν να πάρει μέρος μαζί με τον Πίτα στη 75η διοργάνωση, οι παίκτες της οποίας είναι πρώην νικητές του παιχνιδιού. Αν και σχετικά σύντομη, η μάχη στη ζούγκλα είναι αγωνιώδης και κρύβει μερικές έξυπνες ανατροπές, με την επιβλητική παρουσία της Τζένιφερ Λόρενς (ο συνονόματός της δοκιμάζει κάθε δυνατό γκρο πλάνο ) να κυριαρχεί στην οθόνη. <br />Η αντιεξουσιαστική διάθεση ξεχειλίζει, ο διχασμός της Κάτνις ανάμεσα στους δύο αρσενικούς ανταγωνιστές (Πίτα και Γκέιλ ) δεν παραδίδεται στο μελό και η καλλιτεχνική διεύθυνση ζωντανεύει, όπως και στην πρώτη ταινία, ένα κοντινό δυστοπικό μέλλον. Το αποτέλεσμα είναι ένα απόλυτα ενήλικο –αν κι εφηβικού target group– χολιγουντια­νό μπλοκμπάστερ, χτισμένο με σεναριακή ωριμότητα και αφηγηματική συνέπεια. <br /><br /><strong><em>ΗΠΑ. 2013. Διάρκεια: 146΄. Διανομή: ΣΠΕΝΤΖΟΣ FILM.</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em><br /></em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><span style="font-size: medium;"><strong><em>Η ΤΕΛΕΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ </em></strong></span></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ένας κυνικός συγγραφέας, σύμβολο της ρωμαϊκής κοσμικής ζωής, περιπλανιέται στην αγαπημένη του ιταλική πρωτεύουσα αντιμέτωπος με το δικό του αλλά και το δικό της παρελθόν. Ταυτόχρονα, ο σκηνοθέτης του «Il Divo» αναζητά την κρυμμένη γοητεία της Αιώνιας Πόλης πίσω από την καρτποσταλική βιτρίνα της και μέσα από φελινικές εικόνες.</strong></p>
<h3 style="text-align: justify;"> </h3>
<div id="ctl00_ctl00_Stiles_Main_uc_Articles_rptParaGraphs_ctl01_PnlImage" style="text-align: justify;">
<div class="imgcontainer"><img src="/contentfiles/photos/cine2.jpg" alt="" width="600" height="338" /><br />
<div class="lezada"> </div>
</div>
</div>
<p style="text-align: justify;">Από τον Γουίλιαμ Γουάιλερ («Διακοπές στη Ρώμη» ) και τον Παζολίνι («Μάμα Ρόμα» ) μέχρι τον Ντε Σίκα («Κλέφτης Ποδηλάτων» ), τον Ροσελίνι («Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη» ) και τον Μορέτι («Αγαπημένο μου Ημερολόγιο» ), η ιταλική πρωτεύουσα είναι ένας πολυκινηματογραφημένος τουριστικός προορισμός. Τις γοητευτικότερες εικόνες της όμως τις χρωστάει στο φακό του Φεντερίκο Φελίνι, ο οποίος έχει αποτυπώσει σε μια σειρά αξεπέραστων ταινιών («Οι Νύχτες της Καμπίρια», «Ντόλτσε Βίτα», «8 1/2», «Ρόμα» ) τα κομψά μυστικά και τις κακόγουστες υπερβολές της. <br />Αφού κούρεψε τον Σον Πεν με τον πιο αναπάντεχο τρόπο και τον συνό­δευσε σε ένα απολαυστικό road movie κατά μήκος της αμερικανικής υπαίθρου, ο Πάολο Σορεντίνο επιστρέφει στην Ιταλία για μια διαφορετική ταινία περιπλάνησης, αυτήν τη φορά στη μετα-μπερλουσκονική πραγματικότητα της διαρκώς άυπνης Αιώνιας Πόλης. Οδηγός του η via Fellini κι ένας μοντέρνος Μαρτσέλο Ρουμπίνι (ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι­ της «Ντόλτσε Βίτα» ), ο οποίος έχει μόλις κλείσει τα 65 του χρόνια. Πρόκειται για τον Τζεπ Γκαμπαρντέλα, έναν πνευματώδη, κομψό και κυνικό δημοσιογράφο, ο οποίος έχει εξασφαλίσει τη φήμη του ταλαντούχου συγγραφέα χάρη σε ένα πάλαι ποτέ βραβευμένο μυθιστόρημα. Αυτός την εξαργύρωσε με μια μποέμικη και κοσμική ζωή, η οποία φτάνει στο μπαρόκ απόγειό της με το ξέφρενο πάρτι των 65ων γενεθλίων του, ένα σουρεαλιστικό ξέσπασμα χλιδάτου κιτς, θορυβώδους διασκέδασης και απύθμενης κενότητας. Είναι η στιγμή κατά την οποία το παρελθόν ζητά από τον υπαρξιακά απελπισμένο Τζεπ να κλείσει τους μεταξύ τους λογαριασμούς. <br />Τον παρασύρει λοιπόν σε ένα νωχελικό ταξίδι απολογισμού, με τον Σορεντίνο να προσφέρει σαν σχολιαστικό ντεκόρ τα αθάνατα μνημεία, την παρηκμασμένη πολιτιστική ιντελιγκέν­τσια και την παρδαλή καθημερινότητα της σύγχρονης Ρώμης. Μιας πόλης της οποίας η ομορφιά μπορεί να οδηγήσει έναν Γιαπωνέζο τουρίστα σε λιποθυμία, αλλά η επικίνδυνη επιπολαιότητά της κάθε πνευματικό άνθρωπο σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Αυτήν την αντιφατική όσο και συναρπαστική ισορροπία αναζητά ο Ιταλός βιρτουόζος δημιουργός, συνδυάζοντας μια «σπάταλη» εικονογραφία με μια εσωτερική σιωπή, το σινεμά με την αληθινή ζωή (ο Φελίνι ), το κουτσομπολιό με την καλλιτεχνική δημιουργία (τα τσιτάτα του Φλομπέρ ), την ιταλόφωνη ποπ με τους εκκλησιαστικούς ύμνους και την επινόηση με την πραγματικότητα (το εναρκτήριο απόσπασμα από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του Σελίν ). <br />Η ταινία του επιστρέφει στις μεγαλοπρεπείς μνήμες του ιταλικού κινηματογράφου της πικρής κοινωνικής ειρωνείας χωρίς να παραδίδεται στη νοσταλγία –αυτό είναι το κερδισμένο της στοίχημα– και αν επαναλαμβάνει κάποιες στιγμές τον εαυτό της είναι γιατί δεν έχει τίποτα βαθύ, τίποτα ζωντανό (παρά μόνον «αντανακλάσεις» ) ως μοναδικό σημείο αναφοράς. Μοναχικός πρωταγωνιστής σε αυτό το σαγηνευτικά παρακμιακό ρωμαϊκό θέατρο σκιών η βαμπιρική­ φιγούρα του Τόνι Σερβίλο, κομψό αντίγραφο του αντρεοτικού φαντάσματος στο «Il Divo», είναι μια κινη­ματογραφική εικόνα που θα μας ακολουθεί για καιρό. <br /><br /><strong><em>Ιταλία. 2013. Διάρκεια: 142΄. Διανομή: FEELGOOD ENT.</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><span style="font-size: medium;"><strong><em>DIANA </em></strong></span></p>
<p style="text-align: justify;"><span style="font-size: medium;"><strong><em><img src="/contentfiles/photos/diana.jpg" alt="" width="700" height="394" /></em></strong></span></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Τα τελευταία δυο χρόνια της ζωής της πριγκίπισσας Νταϊάνα και η σχέση της με τον Πακιστανό καρδιοχειρουργό Χασνάτ Καν. Αφελής και μελοδραματική σε αστείο βαθμό βιογραφία, την οποία δεν μπορούν να περισώσουν ούτε η φιλότιμη Ναόμι Γουότς ούτε ο αμήχανος σκηνοθέτης της «Πτώσης».</strong> </p>
<p style="text-align: justify;">Αν φώναζαν έναν ρουτινιάρη συγγραφέα της σειράς «Άρλεκιν» να γράψει μισοτιμής ένα σενάριο πάνω στη ζωή της πριγκίπισσας Νταϊάνα, αυτό θα ήταν σίγουρα συναρπαστικότερο από τη διασκευή του Στίβεν Τζέφρις («The Libertine» ) στο αμφίβολης εγκυρότητας «λογοτεχνικό» χρονικό «Diana: Her last love» της Κέιτ Σνελ. Επιστρατεύοντας όλα τα κλισέ του μπανάλ, τηλεοπτικής κοπής συναισθηματισμού, η «Diana» περιγράφει την κοσμαγάπητη Λαίδη Ντι ως μια ευαίσθητη, πληγωμένη και μοναχική γυναίκα (σνιφ ), η οποία γνώρισε τη βίαιη απόρριψη από την άκαρδη βασιλική οικογένεια (σνιφ, σνιφ ). <br />Ζώντας απομονωμένη και σε διά­σταση πλέον από τον Κάρολο, αποφασίζει να κυνηγήσει μια δεύτερη ευκαιρία στην ευτυχία, επενδύοντας τα πάντα στον έρωτά της με τον Πακιστανό χειρουργό Χασνάτ Καν (αχ, ναι! ). Η σκληρή κοινωνία όμως έχει τους δικούς της κανόνες (κλαψ ) και η μοίρα παίζει τα δικά της παιχνίδια (σνιφ, κλαψ, λυγμ ), ακόμη κι αν είσαι ο διασημότερος άνθρωπος στον πλανήτη ή έχεις καθαρίσει τη μισή Βοσνία από τις νάρκες κατά προσωπικού. <br />Σε αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να σε σώσει ούτε μια γενναία Ναόμι Γουότς, η οποία μάταια μιμείται από τη φωνή μέχρι και το περπάτημα της άτυχης πριγκίπισσας, πόσο μάλλον ένας ξεκάρφωτος Όλιβερ Χιρσμπίγκελ, ο οποίος από την αριστουργηματική «Πτώση» με τον Μπρούνο Γκαντζ έπιασε εδώ σκηνοθετικό πάτο, υπογράφοντας μία από τις χειρότερες βιογραφίες στην κινηματογραφική ιστορία. <br /><br /><strong><span style="font-size: medium;"><em><br /></em></span></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><span style="font-size: medium;">ΡΑΓΙΣΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ </span></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em>Μ. Βρετανία, Γαλλία. 2013. Διάρκεια: 113΄. Διανομή: VILLAGE FILMS.</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;">Ο Ντιντιέ και η Ελίζε είναι δυο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, ερωτεύονται όμως παράφορα και ξεκινούν μια ευτυχισμένη κοινή ζωή. Αλλά όταν η μικρή τους κόρη αρρωστήσει σοβαρά, οι πεποιθήσεις και οι αντοχές τους θα δοκιμαστούν σκληρά. Ειλικρινές μελόδραμα χαρακτήρων που πατάει σε ένα συγκινητικό ρεαλισμό, χρησιμοποιεί πρωτότυπα την bluegrass μουσική και διαθέτει ένα παθιασμένο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Βραβευμένο στο Βερολίνο και στην Τραϊμπέκα, υποψήφιο για πέντε Ευρωπαϊκά Βραβεία. </p>
<p style="text-align: justify;">Η<img src="/contentfiles/photos/brrr.jpg" alt="" width="600" height="338" />θοποιός του βελγικού θεάτρου και κινηματογράφου, ο Γιόχαν Χέντελμπεργκ έγραψε και πρωταγωνίστησε στο θεατρικό «The broken circle brakedown featuring the cover-ups of Alabama» του 2009, το οποίο γνώρισε μεγάλη­ επιτυχία στη χώρα του και την Ολλανδία. Ενθουσιασμένος ο σκηνοθέτης Φέλιξ βαν Γκρένινγκεν, με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί σε δύο ταινίες, αποφάσισε να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη διασκευάζοντας τους μεγάλους μονολόγους του κι επιλέγοντας ένα περίπλοκο αφηγηματικό στιλ που προσδίδει κινηματογραφική ένταση στη μελοδραματική ιστορία του. <br />Αυτή αφορά τον Ντιντιέ και την Ελίζ, δύο εντελώς δια­φορετικούς χαρακτήρες που ερωτεύονται κεραυνοβόλα. Αυτός παίζει σε μια bluegrass (κάντρι με επιρροές από τη βρετανική φολκ ) μπάντα κι εκείνη δουλεύει σε ένα μαγαζί που κάνει τατουάζ, εκείνος είναι χαλαρός, λάτρης της αμερικανικής κουλτούρας και άθεος, αυτή τελειομανής, αποφασιστική και θρησκευόμενη. Οι αντιθέσεις τους δουλεύουν συμπληρωματικά και μια απρογραμμάτιστη εγκυμοσύνη τους φέρνει ακόμη πιο κοντά, στήνοντας στη φλαμανδική εξοχή έναν οικογενειακό παράδεισο βγαλμένο θαρρείς από την αγροτική ανεμελιά των αμερικανικών μεσοδυτικών πολιτειών. Μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η εξάχρονη κόρη τους αρρωσταίνει­ βαριά. <br />Η επώδυνη διαδικασία της θεραπείας θα δοκιμάσει τις αντοχές τους, μετατρέποντας αυτό που μέχρι τότε ήταν περιπετειώδης διασκέδαση σε αναπόφευκτη σύγκρουση. Απογυμνωμένο, το love story των Ντιντιέ και Ελίζ πατά πάνω σχεδόν σε όλα τα κλισέ του μελό, χωρίς καμία διάθεση υπονόμευσης ή σαρκασμού τους. Το μεγάλο κατόρθωμα του Βαν Γκρένινγκεν είναι ότι η άνιση μάχη των ηρώων του με τη μεταφυσική μοίρα γεννά ζωντανά συναισθήματα, δίνει επιπλέον βάθος στους τρισδιάστατους χαρακτήρες του και πολλαπλασιάζει τις αντιφάσεις ενός ήδη χαοτικού και απρόβλεπτου σύμπαντος. Αυτού της απλής καθημερινότητας και της συνηθισμένης οικογενειακής ζωής. Η ταινία καταφέρνει να ανασύρει τη μαγεία του απρόβλεπτου μέσα από το φαινομενικά κοινότοπο­, χάρη σε ένα περίτεχνο μοντάζ, το οποίο μας μεταφέρει από το απώτερο ή πρόσφατο παρελθόν στο παρόν και πάλι πίσω.<br />Έτσι ιδέες, συναισθήματα και συμπεριφορές έρχονται σε άμεση αντιπαράθεση και αποκτούν επιπλέον διαστάσεις, καθώς διασταυρώνονται απρόοπτα στο πέρασμα του χρόνου. Επιπλέον, ο Βαν Γκρένινγκεν υπογραμμίζει διακριτικά, αλλά διεισδυτικότατα την ανθρώπινη αδυναμία απέναντι στην αναπόδραστη πραγματικότητα και την ανάγκη της για καταφυγή στη μυθοπλασία. Για την Ελίζ αυτή μπορεί να είναι η θρησκευτική πίστη, για τον Ντιντιέ το αμερικανικό όνειρο (το οποίο «συντρίβεται» κομψά μέσα από την οθόνη της τηλεόρασης ). Με την ενθουσιώδη ή μελαγχολική μουσική να σχολιάζει και αυτή αντιστικτικά τα γεγονότα, τα «Ραγισμένα Όνειρα» συνθέτουν μια τρυφερή κινηματογραφική μπαλάντα πάνω στην απώλεια, τη διαφορετικότητα και την πίστη, βραβευμένη στο Βερολίνο και υποψήφια για πέντε Ευρωπαϊκά Βραβεία Κινηματογράφου. <br /><br /><strong><em>Βέλγιο, Ολλανδία. 2012. Διάρκεια: 111΄. Διανομή: SEVEN FILMS.</em></strong></p>
<p style="text-align: justify;"><strong><em><br /></em></strong></p>

Σχετικά άρθρα