Ελληνικές και όχι μόνο ταινίες που αξίζει να δεις

<p style="text-align: justify;">Kείμενο του κριτικού κινηματογράφου Δημήτρη Μπούρα, Εφημερίδα Καθημερινή </p>
<p style="text-align: justify;">Το θρίλερ και το δράμα αποτελούν τις συνιστώσες του <strong>«Wild Duck» (***)</strong> του πρωτοεμφανιζόμενου Γιάννη Σακαρίδη, της πιο αξιόλογης ταινίας μυθοπλασίας από το μενού της νέας κινηματογραφικής εβδομάδας. Ο Σακαρίδης διαθέτει φρεσκάδα, πρωτοτυπία και κοινωνική ανησυχία όταν σκηνοθετεί. Κυρίως, όμως, έχει εμπιστοσύνη στους ηθοποιούς του, ιδιαίτερα στον Αλέξανδρο Λογοθέτη, που σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος στους ώμους του. Οι ερμηνείες μετατοπίζουν το ενδιαφέρον της «αγριόπαπιας» από το ευφάνταστο στυλ στην ουσία.</p>
<p style="text-align: justify;">Η Θέμις Μπαζάκα και ο Αλέξανδρος Λογοθέτης μεταξύ δράματος και θρίλερ υποκλοπών.</p>
<p style="text-align: justify;">Ο Δημήτρης, μηχανικός δικτύων τηλεπικοινωνίας, ζει έναν καθημερινό εφιάλτη μετά τη χρεοκοπία της επιχείρησής του. Εβγαλε στο σφυρί το διαμέρισμά του και τον εξοπλισμό της επιχείρησής του, ενώ προσπαθεί να πουλήσει και την περιουσία του στο χωριό, τα χρέη του όμως δεν καλύπτονται. Σανίδα για να κρατηθεί για λίγο στον αφρό είναι η πρόταση ενός φίλου του, υπαλλήλου σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, να διαλευκάνει μια υπόθεση υποκλοπών πριν ξεσπάσει σκάνδαλο. Οι έρευνες τον φέρνουν σε μια πολυκατοικία, στην οποία η εταιρεία έχει εγκαταστήσει παράνομα μια κεραία. Εκεί ζει η μοναχική Παναγιώτα, στην οποία εκδηλώθηκε καρκίνος. Ο Δημήτρης βάζει κοριό στο τηλέφωνό της. Υποκλοπή, παραδοσιακή και πιο ελεγχόμενη, που αλλάζει τη ζωή του.</p>
<p style="text-align: justify;">Οι μελαγχολικοί τόνοι, η αρμονία των ημιτονίων, αποτυπώνονται άριστα στις εικόνες του «Wild Duck» από τον διευθυντή φωτογραφίας Γιαν Φόγκελ.</p>
<p style="text-align: justify;">Στη γαλλική <strong>«Βόλτα με τον Μολιέρο» (***)</strong>, που είναι κι αυτή αξιοπρόσεκτη ταινία, ο Φιλίπ Λε Γκε ακολουθεί ύφος δραματικής κομεντί. Ενας σταρ της σαπουνόπερας φτάνει σε ένα νησάκι με σκοπό να πείσει έναν παλιό του φίλο, που έχει εγκαταλείψει το θέατρο, να ανεβάσουν τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου.</p>
<p style="text-align: justify;">Ενδιαφέρον, κυρίως για την ανασύνθεση της εποχής του ’60, έχει το<strong>«Βαλς για τη Μόνικα» (**)</strong> του Δανού Περ Φλι γύρω από τη ζωή της τραγουδίστριας της σουηδικής τζαζ Μόνικας Ζέτερλουντ.<br /><br /><strong>Ο Παναγιώτης Τέτσης και το ελληνικό φως </strong><br /><br />Οι κινηματογραφιστές που γυρίζουν ντοκιμαντέρ, όταν η φιλοδοξία τους ξεπερνάει τη «διεκπεραίωση» του θέματός τους με «επαγγελματισμό», έχουν να ξορκίσουν έναν ύπουλο δαίμονα: τη μονοτονία που ενίοτε αποπνέουν ταινίες που κοιτούν τη ζωή και δεν φτιάχνονται με συνταγές μυθοπλασίας, δηλαδή θεάματος. Ο Γιάννης Βαμβακάς, σκηνοθέτης του κινηματογραφικού πορτρέτου του Παναγιώτη Τέτση, δεν είχε μυθοπλασία, ευτύχησε όμως να έχει άριστο πρωταγωνιστή, αληθινό, καταξιωμένο καλλιτέχνη, αλλά και αυθεντικό άνθρωπο με πηγαία, καθημερινή λαλιά. Είναι απόλαυση να βλέπεις και να ακούς τον ευθυτενή Παναγιώτη Τέτση. Το χιούμορ του δίνει ρυθμό στο ντοκιμαντέρ<strong>«Παναγιώτης Τέτσης, παίζοντας με τα χρώματα» (***)</strong>, που προβάλλεται στην Ταινιοθήκη.</p>
<p style="text-align: justify;">Πώς παίζει κανείς με τα χρώματα; Πώς η τρέλα της δημιουργίας μετασχηματίζει τη φαινομενική εικόνα/αλήθεια της ζωής, τη μονοτονία του αναλφάβητου ματιού, σε μοναδική συμφωνία χρωμάτων πάνω στον καμβά; Δύσκολο πράγμα η απάντηση, η ανατομία της «μουντζούρας», όταν ανακατεύει την μπογιά χαρισματικός άνθρωπος. Αντιλαμβάνεσαι, ακολουθώντας τον μίτο της μνήμης του Παναγιώτη Τέτση, πως η απάντηση είναι δύσκολη γιατί καλλιτέχνης γεννιέσαι, δεν εκπαιδεύεσαι. Μάταιη η «θεωρία» για το μυστήριο των χρωμάτων. Μάθαμε αρκετά από την ταινία για τη ζωή του σπουδαίου μας ζωγράφου και ακαδημαϊκού. Μάθαμε και δυο-τρία πράγματα για το ελληνικό φως που «εξαϋλώνει τα χρώματα». Το δυσκολότερο πράγμα για ένα ζωγράφο είναι να το τιθασεύσει. Ο Υδραίος Παναγιώτης Τέτσης το κατάφερε. Συνεργάτις του Βαμβακά ήταν η ιστορικός τέχνης Λίμπερτη Πολύζου.</p>

Σχετικά άρθρα