Οικογένεια

Μένουμε μαζί μόνο για τα παιδιά. Είναι σωστό;

Αναγνώστης μας ρωτά:
Kαλημέρα, είμαι παντρεμένος εδώ και 15 χρόνια,έχω δύο κορίτσια 14 και 10 ετών. Πριν 10 μήνες η γυναίκα μου έφυγε από το σπίτι χωρίς τα παιδιά,κάναμε τα χαρτιά για διαζύγιο και 20 μέρες πριν το δικαστήριο αποφάσισε να γυρίσει πίσω,την δεχτήκαμε όλοι με χαρά. Αυτό έγινε στις 23-3. Τώρα γυρνάει και μου λέει πως δεν αισθάνεται τίποτα για μένα και το έκανε για τα παιδιά. Ζούμε απλά στο ίδιο σπίτι. Δεν μπορώ να διαχειριστώ την κατάσταση και δεν ξέρω τι θα είναι καλύτερο για τα παιδιά,όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι ή ο καθένας τον δρόμο του;
Αγαπητέ αναγνώστη. Στο ερώτημά σας απάντησε ο Αλέξης Χαρισιάδης, συνιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Υπαρξιακής Ψυχολογίας “γίγνεσθαι” και υποψήφιος Διδάκτορας του τμήματος ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Είναι πολύ θετικό ότι  στο ερώτημα που θέτετε ενδιαφέρεστε πρωτίστως για τα παιδιά σας. Όταν το ζευγάρι έχει προβλήματα συνήθως αυτά είναι τα πρώτα θύματα της κατάστασης. Για την ψυχική υγεία των παιδιών, ο κρίσιμος παράγοντας είναι η σχέση που υπάρχει μεταξύ των γονιών. Πρωταρχικό είναι λοιπόν το αν τα παιδιά εκτίθενται σε σκηνές λεκτικής ή άλλης βίας, ή γίνονται μάρτυρες  επιθέσεων μεταξύ των συζύγων.
Επιλέγοντας λοιπόν το ποια θα είναι η καλύτερη μελλοντική κατάσταση για τα παιδιά σας, θα χρειαστεί να αναλογιστείτε σε ποια από τις εφικτές εναλλακτικές που μελετάτε, πιστεύετε πως θα υπάρξει η καλύτερη δυνατή σχέση μεταξύ σας. Μπορείτε να φανταστείτε να συνυπάρχετε στην ίδια στέγη, με βάση τα νέα δεδομένα που φαίνεται πως φέρνει η γυναίκα σας, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας σοβαρές προστριβές και διαμάχες; Αν ναι, αν δηλαδή κρίνετε πως αυτή η λύση καλύπτει και τους δύο, θα μπορούσατε να το επιχειρήσετε. Μια τέτοια όμως συμβίωση αναγκαστικά αποτελεί έναν συμβιβασμό και ενέχει πολλές δυσκολίες και προκλήσεις. Χρειάζεται ωριμότητα και από τους δύο σας καθώς και ξεκαθάρισμα των «κανόνων» συμβίωσης. Είστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο;
Η άλλη λύση είναι να αποφασίσετε να ζήσετε πλέον χωριστά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν άλλου είδους δυσκολίες που θα χρειαστεί να τις αντιμετωπίσετε από κοινού και όχι ανταγωνιστικά. Ποιος θα έχει τα παιδιά; Πόσο συχνά θα τα βλέπει ο άλλος; Θα υπάρχουν κοινές δραστηριότητες; Τι θα γίνεται στις γιορτές; Πώς θα πηγαίνετε διακοπές; Αυτές είναι λίγες και ενδεικτικές προκλήσεις που θα πρέπει να εξετάσετε.
Σε κάθε περίπτωση ο πρωταρχικός κανόνας είναι να μην χρησιμοποιήσετε ποτέ τα παιδιά ο ένας ενάντια στον άλλον. Όσον αφορά τα παιδιά, άσχετα με την δική σας σχέση οφείλετε να έχετε κοινό μέτωπο. Οι πικρίες, οι θυμοί, και όλα τα υπόλοιπα δυσάρεστα συναισθήματα που είναι συνηθισμένα επακόλουθα ενός χωρισμού, χρειάζεται να αντιμετωπίζονται από τους γονείς αποφεύγοντας, όσο αυτό είναι δυνατό, την εμπλοκή των παιδιών.
Συνοψίζοντας, μπορείτε να επιλέξετε οποιαδήποτε από τις δύο λύσεις που προτείνετε. Το κρίσιμο σημείο είναι η σχέση που εσείς θα έχετε μεταξύ σας παρά το που θα κατοικούν τα πρόσωπα της οικογένειας. Και μην ξεχνάτε πως αν η κατάσταση δείχνει να φεύγει από τον έλεγχο σας μπορείτε να συμβουλευτείτε έναν ειδικό σε θέματα ζευγαριών που θα σας καθοδηγήσει για το τι μπορείτε να κάνετε και για το τι χρειάζεται να αποφεύγετε, έτσι ώστε μια αντικειμενικά δύσκολη κατάσταση να μην γίνει ιδιαίτερα τραυματική για σας και για τα παιδιά σας.

Πώς αντιμετωπίζουμε την επιθετικότητα των παιδιών;

Αναγνώστης του boro.gr μας ρωτά:
Καλησπέρα σας..Είμαι χωρισμένος με μια κόρη 2,5 χρονών εδώ και 2 χρόνια σχεδόν.Βλέπω το παιδί μου μια φορά την εβδομάδα και ομολογώ πως δε μου φαίνεται αρκετό..Χάνω πολλές στιγμές από τη ζωή της μικρής και προσπαθώ να τις αναπληρώσω με αυτή τη μια φορά. Η ερώτηση μου αφορά τη συμπεριφορά της μικρούλας μου στο παιδικό σταθμό. Επιδεικνύει μια επιθετική συμπεριφορά,σύμφωνα πάντα με τις παιδαγωγούς της. Είναι όμως δυνατόν να "φταίει" μόνο το δικό μου παιδί και να μπαίνει "τιμωρία"; Μήπως υπάρχει ανάλογη συμπεριφορά από τα άλλα παιδάκια που όμως παραβλέπεται;Δε ξέρω το λόγο.Αυτή ήταν η ερώτηση μου και ελπίζω να μη σας κούρασα…
Αγαπητέ αναγνώστη. Απευθύναμε το ερώτημά σας στην παιδοψυχίατρο κυρία Μερσύνη Αρμενάκα. 

Όλα τα παιδιά εκδηλώνουν κάποιου βαθμού επιθετικότητα. Είναι σημαντικό να ξέρουμε τι ορίζουμε επιθετικότητα. Συχνά ένα παιδί υπερκινητικό,ατσούμπαλο άθελα του πέφτει σε άλλα παιδιά και μπορεί να τα τραυματίσει .Αν παρατηρείτε και στο σπίτι μια ηθελημένα επιθετική συμπεριφορά και ανάλογα στοιχεία υπάρχουν στο σχολείο θα πρέπει να προβληματιστείτε και να κινηθείτε ανάλογα.

Η επιθετικότητα των παιδιών μικρής ηλικίας σχετίζεται συνήθως με το κλίμα στην οικογένεια . Το παιδί πιθανά εκτονώνει την ένταση και τον θυμό που νιώθει. Πολλές φορές τα διαζύγια φέρνουν εντάσεις και δυσκολίες στα μέλη της οικογένειας για αρκετό διάστημα.

Θα συνιστούσα να ζητήσετε την βοήθεια ειδικών ψυχικής υγείας – παιδοψυχίατρο ή ψυχολόγο που ασχολείται με παιδιά. Θα ήταν ωφέλιμο ο ειδικός να ήταν και οικογενειακός ψυχοθεραπευτής ώστε να έχετε μια πιο ολιστική ματιά.

Καβγάδες γονέων: Πόσο τραυματικοί είναι για τα παιδιά;

Οι καβγάδες των γονιών είναι πραγματικά τραυματικοί για τα παιδιά;
Ναι απαντάμε με βεβαιότητα. Θα εξαιρέσουμε αμέσως τα ασήμαντα συζυγικά καβγαδάκια. Το παιδί ξέρει να τα εντοπίζει τόσο καλά ώστε να καμιά φορά να βάζει το χεράκι του σε αυτά. Ίσως έτσι, του δίνεται η ευκαιρία να παίξει το μικρό οιδιπόδειο παιχνίδι του. Το κοριτσάκι ενάντια στη μητερα του, τάσσεται στο πλευρό του πατέρα και το αγόρι ακριβώς το αντίθετο..
Γράφει ο παιδοψυχίατρος Μορίς Μπερζέ
Το παιδί καμιά φορά χαίρεται με αυτές τις πρστριβές γιατί νιώθει πολύ καλά ότι δεν διακυβεύεται τίποτε το σπουδαίο. Από την άλλη είναι ικανό να αναγνωρίζει τους σοβαρούς καβγάδες, αυτούς που κάνουν την απειλή του χωρισμού να πλανιέται γύρω από το ζευγάρι. Εκεί αποκλείεται να ανακατευθεί. Μονο μια επιθυμία έχει τότε το παιδί. Να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γίνεται για να μην πάρει μέρος. Η μεγαλύτερη έγνοιά του είναι να διατηρήσει όσο γίνεται μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη του για τον πατέρα του και τη μητέρα του τα δυο πρόσωπα που αγαπά πιο πολύ στον κόσμο.
Είναι εκπληκτικό να διαπιστώνει κανείς πως ακόμα και όταν ένας από τους δυο γονείς έχει αποδεδειγμένα άδικο σπάνια το παιδί είναι εναντίον του. Για το παιδί είναι εξίσου και οι δυο υπεύθυνοι.
Η στάση της απόλυτης ουδετερότητας είναι η μόνη που του επιτρέπει να κρατήσει την ενότητά του να παλέψει ενάντια στην διάσπαση. Απέναντι σε δυο φίλους που τσακώνονται ένα παιδί θα προσπαθήσει να καταλάβει ποιος έχει δίκιο ποιος έχει άδικο πώς θα λύσει το πρόβλημά τους πώς θα σταματήσει η διαμάχη.
Απέναντι στους γονείς του η κύρια ασχολία τους είναι να τους καταλάβει και τους δυο και να κάνει ότι μπορεί για να μη χωρίσουν. Αν εκανε κριτική έστω και σωστή θα κινδύνευε να ρίξει λάδι στη φωτιά και να νιώσει κατόπιν υπεύθυνο για τον χωρισμό και το μεγάλωμα του ρήγματος.
Το κυριεύει η αγωνία σαν να το παρέσυρε ένα ξαφνικό κύμα χωρίς να μπορεί να ελέγξει τα γεγονότα. Αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερα βίαιη και βασανιστική.
Πείτε στοπ στο μίσος.
Ακόμα και αν το παιδί δεν αισθανθεί ανακούφιση που απελευθερώθηκε από τις έριδες των γονέων του μετά από έναν χωρισμό είναι τουλάχιστον ευεργετικό για την κατάστασή του. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αποφεύγονται οι συγκρούσεις μετά το διαζύγιο. Το παιδί όχι μόνο πρέπει να χωνέψει το χωρισμό αλλά και να συνεχίζει να υτφίσταται τις συγκρούσεις των γεννητόρων του. Και τότε δυστυχώς η παρτίδα είναι χαμένη.
Πόσοι χωρισμένοι γονείς δεν λένε κακές κουβέντες για τον σύντροφό τους; Πόσοι με αφορμή μια μικρή καθυστέρηση ένα ξεχασμένο μπλουζάκι, κάτι που δεν φρόντισε ο σύζυγος δεν ξεκινούν καβγά για να λύσουν τους λογαριασμούς τους; Το να μην καταθέτουν οι γονείς τα όπλα το να προτιμούν την εχθρότητα από την κακία μπορεί να κάνει ένα παιδί να χάσει την συναισθηματική του ισορροπία. σε σημείο που να υποθηκεύεται η συναισθηματική του ζωή ακόμα και στο μέλλον. Τα παιδιά θα τραυματιστούν και δεν θα μπορέσουν να ξαναβρούν τον εαυτό τους.

Όταν ο έφηβος κάνει ομοφυλοφιλικές σκέψεις;

Η σεξουαλικότητα αποτελεί ένα ιδιαίτερα σύνθετο φαινόμενο-αποτέλεσμα της επίδρασης τόσο  βιολογικών, όσο και ψυχοκοινωνικών-περιβαλλοντικών παραγόντων. Είναι επίσης η απόδειξη ότι οι άνθρωποι χρειάζονται την επαφή με άλλους ανθρώπους, και αυτή η ανταλλαγή συναισθημάτων και εμπειριών ξεκινά με τη γέννηση και τελειώνει με το τέλος της ζωής.
Γράφει η Άρτεμις Τσίτσικα, Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής και Επιστημονική Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ),  στη Β´ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων “Π. Α. Κυριακού”.
 
Η ομοφυλοφιλία είναι ένα από τα θέματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ο παιδίατρος και ο ρόλος του είναι εξαιρετικά σημαντικός. Περίπου 2-5% των εφήβων υπολογίζεται πως είναι ομοφυλόφιλοι (ανάλογο ποσοστό με αυτό των ενηλίκων). Μελέτες σε ομοζυγωτικούς και διζυγωτικούς διδύμους ανέδειξαν ότι η επίπτωση της ομοφυλοφιλίας στα αδέλφια είναι σημαντικά συχνότερη στους πρώτους, ωστόσο δεν έχει βρεθεί κάποιος γενετικός παράγοντας που διαφοροποιεί τους ομοφυλόφιλους από τους ετεροφυλόφιλους.
Άλλοι ερευνητές σημειώνουν ανατομικές διαφορές στο μέγεθος και τη δομή του υποθαλάμου, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στο ενδομήτριο ορμονικό περιβάλλον. Οικογενειακοί, κοινωνικοί και γενικότερα περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν επίσης συμμετοχή και ένα μικρό ποσοστό παιδιών με ατυπία στο κοινωνικό φύλο (αγοροκόριτσα ή αγόρια που παίζουν με κούκλες και τους αρέσει να ντύνονται γυναικεία) μπορεί στο μέλλον να έχουν ομοφυλοφιλική σεξουαλική προτίμηση. Ο γενετικός παράγων φαίνεται να είναι ισχυρός, ωστόσο η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική και το φαινόμενο σύνθετο.
Το γεγονός είναι ότι η ομοφυλοφιλία από το 1973 δεν θεωρείται ψυχική νόσος, αλλά παραλλαγή της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Ο ίδιος ο Freud καθησυχάζει μία μητέρα ομοφυλόφιλου με την περίφημη επιστολή του ήδη από το 1935, διαβεβαιώνοντάς την για τα παραπάνω. Ωστόσο, λόγω του ότι η σεξουαλική αυτή παραλλαγή δεν συμβάλλει στη διαιώνιση του ανθρωπίνου είδους, υπάρχει κοινωνική προκατάληψη και αρνητική αντιμετώπιση των ομοφυλοφίλων.
Κατά την πρώϊμη και μέση εφηβεία, όταν ο σεξουαλικός πειραματισμός βρίσκεται στο ζενίθ του, ενδέχεται να υπάρξουν ομοφυλοφιλικές σκέψεις, όνειρα, φαντασιώσεις ή και πράξεις, οι οποίες δεν σημαίνουν απαραίτητα και ανάλογο προσανατολισμό κατά την υπόλοιπη ζωή. Από στοιχεία μελέτης σε πληθυσμό εφήβων των Η.Π.Α., 10% αναγνώρισαν ότι είχαν τουλάχιστον μία ομοφυλοφιλική εμπειρία και σίγουρα δεν θα εξελιχθούν όλοι σε ομοφυλόφιλους.
Ο ομοφυλόφιλος έφηβος καλείται να εξερευνήσει τη σεξουαλικότητά του μέσα από μυστικές διαδικασίες, αισθήματα ενοχής, συναισθήματα ντροπής, που πολλές φορές καθυστερούν την παραδοχή της φύσης του και τον καταπιέζουν οδηγώντας σε αδιέξοδο ένα συχνά ταλαντούχο, λειτουργικό και ικανότατο άτομο.
Σε μια άλλη μελέτη των Η.Π.Α., 97% των μαθητών δηλώνουν ότι έχουν ακούσει ομοφοβικά ανέκδοτα και έχουν βιώσει τη λεκτική κακοποίηση των  ομοφυλόφιλων. Επιπλέον, έρευνα σε ομοφυλόφιλους εφήβους αναφέρει ότι 50% εξ’αυτών βίωσαν την απόρριψη των γονέων τους όταν τους ανακοίνωσαν το σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον καλείται ο ομοφυλόφιλος έφηβος να ανακαλύψει τον εαυτό του και ο παιδίατρος μπορεί να αποτελέσει το πρόσωπο-κλειδί για να τον βοηθήσει σε αυτό. Το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό και εάν ο παιδίατρος θεωρεί ότι λόγω προσωπικών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων θα είναι προκατειλημμένος, επιβάλλεται να παραπέμψει τον έφηβο σε άλλο συνάδελφο.
Ο ομοφυλόφιλος έφηβος χρειάζεται στήριξη, θετική ενέργεια και χρόνο για να χτίσει την προσωπικότητά του και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του. Οι γονείς του χρειάζονται καθοδήγηση, ενημέρωση και ενίσχυση ώστε να απαγκιστρωθούν ομαλά από προσδοκίες μιας ολόκληρης ζωής (π.χ. να παντρέψουν το παιδί τους, να γίνουν παππούδες κ.λπ). Οι ομοφυλόφιλοι και οι γονείς τους μπορεί αναμφισβήτητα να είναι ευτυχισμένοι και περήφανοι ο ένας για τον άλλο όταν ανακαλύψουν την ουσία της ζωής και δεχθούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και σεξουαλικότητας.
Ο παιδίατρος έχει το προνόμιο να μοιράζεται με τους νέους ανθρώπους την εξερεύνηση του σώματος και της ψυχής τους σε μία περίοδο καθοριστική για την υγεία και το μέλλον τους. Για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να χάνει την ευκαιρία να προσφέρει επιστημονική γνώση, να ενημερώνει, να καθοδηγεί και να στηρίζει τους εφήβους και την οικογένειά τους αξιοποιώντας στο έπακρο τον σημαντικό του ρόλο.

Μένουμε μαζί μόνο για τα παιδιά. Είναι σωστό;

Αναγνώστης μας ρωτά:
Kαλημέρα, είμαι παντρεμένος εδώ και 15 χρόνια,έχω δύο κορίτσια 14 και 10 ετών. Πριν 10 μήνες η γυναίκα μου έφυγε από το σπίτι χωρίς τα παιδιά,κάναμε τα χαρτιά για διαζύγιο και 20 μέρες πριν το δικαστήριο αποφάσισε να γυρίσει πίσω,την δεχτήκαμε όλοι με χαρά. Αυτό έγινε στις 23-3. Τώρα γυρνάει και μου λέει πως δεν αισθάνεται τίποτα για μένα και το έκανε για τα παιδιά. Ζούμε απλά στο ίδιο σπίτι. Δεν μπορώ να διαχειριστώ την κατάσταση και δεν ξέρω τι θα είναι καλύτερο για τα παιδιά,όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι ή ο καθένας τον δρόμο του;
Αγαπητέ αναγνώστη. Στο ερώτημά σας απάντησε ο Αλέξης Χαρισιάδης, συνιδρυτής της Ελληνικής Εταιρείας Υπαρξιακής Ψυχολογίας “γίγνεσθαι” και υποψήφιος Διδάκτορας του τμήματος ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Είναι πολύ θετικό ότι  στο ερώτημα που θέτετε ενδιαφέρεστε πρωτίστως για τα παιδιά σας. Όταν το ζευγάρι έχει προβλήματα συνήθως αυτά είναι τα πρώτα θύματα της κατάστασης. Για την ψυχική υγεία των παιδιών, ο κρίσιμος παράγοντας είναι η σχέση που υπάρχει μεταξύ των γονιών. Πρωταρχικό είναι λοιπόν το αν τα παιδιά εκτίθενται σε σκηνές λεκτικής ή άλλης βίας, ή γίνονται μάρτυρες  επιθέσεων μεταξύ των συζύγων.
Επιλέγοντας λοιπόν το ποια θα είναι η καλύτερη μελλοντική κατάσταση για τα παιδιά σας, θα χρειαστεί να αναλογιστείτε σε ποια από τις εφικτές εναλλακτικές που μελετάτε, πιστεύετε πως θα υπάρξει η καλύτερη δυνατή σχέση μεταξύ σας. Μπορείτε να φανταστείτε να συνυπάρχετε στην ίδια στέγη, με βάση τα νέα δεδομένα που φαίνεται πως φέρνει η γυναίκα σας, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αποφεύγοντας σοβαρές προστριβές και διαμάχες; Αν ναι, αν δηλαδή κρίνετε πως αυτή η λύση καλύπτει και τους δύο, θα μπορούσατε να το επιχειρήσετε. Μια τέτοια όμως συμβίωση αναγκαστικά αποτελεί έναν συμβιβασμό και ενέχει πολλές δυσκολίες και προκλήσεις. Χρειάζεται ωριμότητα και από τους δύο σας καθώς και ξεκαθάρισμα των «κανόνων» συμβίωσης. Είστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο;
Η άλλη λύση είναι να αποφασίσετε να ζήσετε πλέον χωριστά. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν άλλου είδους δυσκολίες που θα χρειαστεί να τις αντιμετωπίσετε από κοινού και όχι ανταγωνιστικά. Ποιος θα έχει τα παιδιά; Πόσο συχνά θα τα βλέπει ο άλλος; Θα υπάρχουν κοινές δραστηριότητες; Τι θα γίνεται στις γιορτές; Πώς θα πηγαίνετε διακοπές; Αυτές είναι λίγες και ενδεικτικές προκλήσεις που θα πρέπει να εξετάσετε.
Σε κάθε περίπτωση ο πρωταρχικός κανόνας είναι να μην χρησιμοποιήσετε ποτέ τα παιδιά ο ένας ενάντια στον άλλον. Όσον αφορά τα παιδιά, άσχετα με την δική σας σχέση οφείλετε να έχετε κοινό μέτωπο. Οι πικρίες, οι θυμοί, και όλα τα υπόλοιπα δυσάρεστα συναισθήματα που είναι συνηθισμένα επακόλουθα ενός χωρισμού, χρειάζεται να αντιμετωπίζονται από τους γονείς αποφεύγοντας, όσο αυτό είναι δυνατό, την εμπλοκή των παιδιών.
Συνοψίζοντας, μπορείτε να επιλέξετε οποιαδήποτε από τις δύο λύσεις που προτείνετε. Το κρίσιμο σημείο είναι η σχέση που εσείς θα έχετε μεταξύ σας παρά το που θα κατοικούν τα πρόσωπα της οικογένειας. Και μην ξεχνάτε πως αν η κατάσταση δείχνει να φεύγει από τον έλεγχο σας μπορείτε να συμβουλευτείτε έναν ειδικό σε θέματα ζευγαριών που θα σας καθοδηγήσει για το τι μπορείτε να κάνετε και για το τι χρειάζεται να αποφεύγετε, έτσι ώστε μια αντικειμενικά δύσκολη κατάσταση να μην γίνει ιδιαίτερα τραυματική για σας και για τα παιδιά σας.

Πώς αντιμετωπίζουμε την επιθετικότητα των παιδιών;

Αναγνώστης του boro.gr μας ρωτά:
Καλησπέρα σας..Είμαι χωρισμένος με μια κόρη 2,5 χρονών εδώ και 2 χρόνια σχεδόν.Βλέπω το παιδί μου μια φορά την εβδομάδα και ομολογώ πως δε μου φαίνεται αρκετό..Χάνω πολλές στιγμές από τη ζωή της μικρής και προσπαθώ να τις αναπληρώσω με αυτή τη μια φορά. Η ερώτηση μου αφορά τη συμπεριφορά της μικρούλας μου στο παιδικό σταθμό. Επιδεικνύει μια επιθετική συμπεριφορά,σύμφωνα πάντα με τις παιδαγωγούς της. Είναι όμως δυνατόν να "φταίει" μόνο το δικό μου παιδί και να μπαίνει "τιμωρία"; Μήπως υπάρχει ανάλογη συμπεριφορά από τα άλλα παιδάκια που όμως παραβλέπεται;Δε ξέρω το λόγο.Αυτή ήταν η ερώτηση μου και ελπίζω να μη σας κούρασα…
Αγαπητέ αναγνώστη. Απευθύναμε το ερώτημά σας στην παιδοψυχίατρο κυρία Μερσύνη Αρμενάκα. 

Όλα τα παιδιά εκδηλώνουν κάποιου βαθμού επιθετικότητα. Είναι σημαντικό να ξέρουμε τι ορίζουμε επιθετικότητα. Συχνά ένα παιδί υπερκινητικό,ατσούμπαλο άθελα του πέφτει σε άλλα παιδιά και μπορεί να τα τραυματίσει .Αν παρατηρείτε και στο σπίτι μια ηθελημένα επιθετική συμπεριφορά και ανάλογα στοιχεία υπάρχουν στο σχολείο θα πρέπει να προβληματιστείτε και να κινηθείτε ανάλογα.

Η επιθετικότητα των παιδιών μικρής ηλικίας σχετίζεται συνήθως με το κλίμα στην οικογένεια . Το παιδί πιθανά εκτονώνει την ένταση και τον θυμό που νιώθει. Πολλές φορές τα διαζύγια φέρνουν εντάσεις και δυσκολίες στα μέλη της οικογένειας για αρκετό διάστημα.

Θα συνιστούσα να ζητήσετε την βοήθεια ειδικών ψυχικής υγείας – παιδοψυχίατρο ή ψυχολόγο που ασχολείται με παιδιά. Θα ήταν ωφέλιμο ο ειδικός να ήταν και οικογενειακός ψυχοθεραπευτής ώστε να έχετε μια πιο ολιστική ματιά.

Καβγάδες γονέων: Πόσο τραυματικοί είναι για τα παιδιά;

Οι καβγάδες των γονιών είναι πραγματικά τραυματικοί για τα παιδιά;
Ναι απαντάμε με βεβαιότητα. Θα εξαιρέσουμε αμέσως τα ασήμαντα συζυγικά καβγαδάκια. Το παιδί ξέρει να τα εντοπίζει τόσο καλά ώστε να καμιά φορά να βάζει το χεράκι του σε αυτά. Ίσως έτσι, του δίνεται η ευκαιρία να παίξει το μικρό οιδιπόδειο παιχνίδι του. Το κοριτσάκι ενάντια στη μητερα του, τάσσεται στο πλευρό του πατέρα και το αγόρι ακριβώς το αντίθετο..
Γράφει ο παιδοψυχίατρος Μορίς Μπερζέ
Το παιδί καμιά φορά χαίρεται με αυτές τις πρστριβές γιατί νιώθει πολύ καλά ότι δεν διακυβεύεται τίποτε το σπουδαίο. Από την άλλη είναι ικανό να αναγνωρίζει τους σοβαρούς καβγάδες, αυτούς που κάνουν την απειλή του χωρισμού να πλανιέται γύρω από το ζευγάρι. Εκεί αποκλείεται να ανακατευθεί. Μονο μια επιθυμία έχει τότε το παιδί. Να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γίνεται για να μην πάρει μέρος. Η μεγαλύτερη έγνοιά του είναι να διατηρήσει όσο γίνεται μεγαλύτερη ισορροπία ανάμεσα στην αγάπη του για τον πατέρα του και τη μητέρα του τα δυο πρόσωπα που αγαπά πιο πολύ στον κόσμο.
Είναι εκπληκτικό να διαπιστώνει κανείς πως ακόμα και όταν ένας από τους δυο γονείς έχει αποδεδειγμένα άδικο σπάνια το παιδί είναι εναντίον του. Για το παιδί είναι εξίσου και οι δυο υπεύθυνοι.
Η στάση της απόλυτης ουδετερότητας είναι η μόνη που του επιτρέπει να κρατήσει την ενότητά του να παλέψει ενάντια στην διάσπαση. Απέναντι σε δυο φίλους που τσακώνονται ένα παιδί θα προσπαθήσει να καταλάβει ποιος έχει δίκιο ποιος έχει άδικο πώς θα λύσει το πρόβλημά τους πώς θα σταματήσει η διαμάχη.
Απέναντι στους γονείς του η κύρια ασχολία τους είναι να τους καταλάβει και τους δυο και να κάνει ότι μπορεί για να μη χωρίσουν. Αν εκανε κριτική έστω και σωστή θα κινδύνευε να ρίξει λάδι στη φωτιά και να νιώσει κατόπιν υπεύθυνο για τον χωρισμό και το μεγάλωμα του ρήγματος.
Το κυριεύει η αγωνία σαν να το παρέσυρε ένα ξαφνικό κύμα χωρίς να μπορεί να ελέγξει τα γεγονότα. Αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερα βίαιη και βασανιστική.
Πείτε στοπ στο μίσος.
Ακόμα και αν το παιδί δεν αισθανθεί ανακούφιση που απελευθερώθηκε από τις έριδες των γονέων του μετά από έναν χωρισμό είναι τουλάχιστον ευεργετικό για την κατάστασή του. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να αποφεύγονται οι συγκρούσεις μετά το διαζύγιο. Το παιδί όχι μόνο πρέπει να χωνέψει το χωρισμό αλλά και να συνεχίζει να υτφίσταται τις συγκρούσεις των γεννητόρων του. Και τότε δυστυχώς η παρτίδα είναι χαμένη.
Πόσοι χωρισμένοι γονείς δεν λένε κακές κουβέντες για τον σύντροφό τους; Πόσοι με αφορμή μια μικρή καθυστέρηση ένα ξεχασμένο μπλουζάκι, κάτι που δεν φρόντισε ο σύζυγος δεν ξεκινούν καβγά για να λύσουν τους λογαριασμούς τους; Το να μην καταθέτουν οι γονείς τα όπλα το να προτιμούν την εχθρότητα από την κακία μπορεί να κάνει ένα παιδί να χάσει την συναισθηματική του ισορροπία. σε σημείο που να υποθηκεύεται η συναισθηματική του ζωή ακόμα και στο μέλλον. Τα παιδιά θα τραυματιστούν και δεν θα μπορέσουν να ξαναβρούν τον εαυτό τους.

Όταν ο έφηβος κάνει ομοφυλοφιλικές σκέψεις;

Η σεξουαλικότητα αποτελεί ένα ιδιαίτερα σύνθετο φαινόμενο-αποτέλεσμα της επίδρασης τόσο  βιολογικών, όσο και ψυχοκοινωνικών-περιβαλλοντικών παραγόντων. Είναι επίσης η απόδειξη ότι οι άνθρωποι χρειάζονται την επαφή με άλλους ανθρώπους, και αυτή η ανταλλαγή συναισθημάτων και εμπειριών ξεκινά με τη γέννηση και τελειώνει με το τέλος της ζωής.
Γράφει η Άρτεμις Τσίτσικα, Επικ. Καθηγήτρια Παιδιατρικής – Εφηβικής Ιατρικής και Επιστημονική Υπεύθυνος Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ),  στη Β´ Παιδιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Παίδων “Π. Α. Κυριακού”.
 
Η ομοφυλοφιλία είναι ένα από τα θέματα που μπορεί να αντιμετωπίσει ο παιδίατρος και ο ρόλος του είναι εξαιρετικά σημαντικός. Περίπου 2-5% των εφήβων υπολογίζεται πως είναι ομοφυλόφιλοι (ανάλογο ποσοστό με αυτό των ενηλίκων). Μελέτες σε ομοζυγωτικούς και διζυγωτικούς διδύμους ανέδειξαν ότι η επίπτωση της ομοφυλοφιλίας στα αδέλφια είναι σημαντικά συχνότερη στους πρώτους, ωστόσο δεν έχει βρεθεί κάποιος γενετικός παράγοντας που διαφοροποιεί τους ομοφυλόφιλους από τους ετεροφυλόφιλους.
Άλλοι ερευνητές σημειώνουν ανατομικές διαφορές στο μέγεθος και τη δομή του υποθαλάμου, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στο ενδομήτριο ορμονικό περιβάλλον. Οικογενειακοί, κοινωνικοί και γενικότερα περιβαλλοντικοί παράγοντες έχουν επίσης συμμετοχή και ένα μικρό ποσοστό παιδιών με ατυπία στο κοινωνικό φύλο (αγοροκόριτσα ή αγόρια που παίζουν με κούκλες και τους αρέσει να ντύνονται γυναικεία) μπορεί στο μέλλον να έχουν ομοφυλοφιλική σεξουαλική προτίμηση. Ο γενετικός παράγων φαίνεται να είναι ισχυρός, ωστόσο η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική και το φαινόμενο σύνθετο.
Το γεγονός είναι ότι η ομοφυλοφιλία από το 1973 δεν θεωρείται ψυχική νόσος, αλλά παραλλαγή της σεξουαλικής συμπεριφοράς. Ο ίδιος ο Freud καθησυχάζει μία μητέρα ομοφυλόφιλου με την περίφημη επιστολή του ήδη από το 1935, διαβεβαιώνοντάς την για τα παραπάνω. Ωστόσο, λόγω του ότι η σεξουαλική αυτή παραλλαγή δεν συμβάλλει στη διαιώνιση του ανθρωπίνου είδους, υπάρχει κοινωνική προκατάληψη και αρνητική αντιμετώπιση των ομοφυλοφίλων.
Κατά την πρώϊμη και μέση εφηβεία, όταν ο σεξουαλικός πειραματισμός βρίσκεται στο ζενίθ του, ενδέχεται να υπάρξουν ομοφυλοφιλικές σκέψεις, όνειρα, φαντασιώσεις ή και πράξεις, οι οποίες δεν σημαίνουν απαραίτητα και ανάλογο προσανατολισμό κατά την υπόλοιπη ζωή. Από στοιχεία μελέτης σε πληθυσμό εφήβων των Η.Π.Α., 10% αναγνώρισαν ότι είχαν τουλάχιστον μία ομοφυλοφιλική εμπειρία και σίγουρα δεν θα εξελιχθούν όλοι σε ομοφυλόφιλους.
Ο ομοφυλόφιλος έφηβος καλείται να εξερευνήσει τη σεξουαλικότητά του μέσα από μυστικές διαδικασίες, αισθήματα ενοχής, συναισθήματα ντροπής, που πολλές φορές καθυστερούν την παραδοχή της φύσης του και τον καταπιέζουν οδηγώντας σε αδιέξοδο ένα συχνά ταλαντούχο, λειτουργικό και ικανότατο άτομο.
Σε μια άλλη μελέτη των Η.Π.Α., 97% των μαθητών δηλώνουν ότι έχουν ακούσει ομοφοβικά ανέκδοτα και έχουν βιώσει τη λεκτική κακοποίηση των  ομοφυλόφιλων. Επιπλέον, έρευνα σε ομοφυλόφιλους εφήβους αναφέρει ότι 50% εξ’αυτών βίωσαν την απόρριψη των γονέων τους όταν τους ανακοίνωσαν το σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον καλείται ο ομοφυλόφιλος έφηβος να ανακαλύψει τον εαυτό του και ο παιδίατρος μπορεί να αποτελέσει το πρόσωπο-κλειδί για να τον βοηθήσει σε αυτό. Το θέμα είναι εξαιρετικά σημαντικό και εάν ο παιδίατρος θεωρεί ότι λόγω προσωπικών, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων θα είναι προκατειλημμένος, επιβάλλεται να παραπέμψει τον έφηβο σε άλλο συνάδελφο.
Ο ομοφυλόφιλος έφηβος χρειάζεται στήριξη, θετική ενέργεια και χρόνο για να χτίσει την προσωπικότητά του και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες του. Οι γονείς του χρειάζονται καθοδήγηση, ενημέρωση και ενίσχυση ώστε να απαγκιστρωθούν ομαλά από προσδοκίες μιας ολόκληρης ζωής (π.χ. να παντρέψουν το παιδί τους, να γίνουν παππούδες κ.λπ). Οι ομοφυλόφιλοι και οι γονείς τους μπορεί αναμφισβήτητα να είναι ευτυχισμένοι και περήφανοι ο ένας για τον άλλο όταν ανακαλύψουν την ουσία της ζωής και δεχθούν την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης και σεξουαλικότητας.
Ο παιδίατρος έχει το προνόμιο να μοιράζεται με τους νέους ανθρώπους την εξερεύνηση του σώματος και της ψυχής τους σε μία περίοδο καθοριστική για την υγεία και το μέλλον τους. Για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να χάνει την ευκαιρία να προσφέρει επιστημονική γνώση, να ενημερώνει, να καθοδηγεί και να στηρίζει τους εφήβους και την οικογένειά τους αξιοποιώντας στο έπακρο τον σημαντικό του ρόλο.