Real Life

Σχετίζεται ο καρκίνος μαστού με την κακή ψυχολογία;

Ο καρκίνος του μαστού, ο ψυχικός παράγοντας και η ψυχοθεραπεία.
Γράφει ο καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γρηγόρης Βασλαματζής. 

Τα σοβαρά σωματικά νοσήματα , και ανάμεσα σε αυτά οι καρκίνοι και τα αυτοάνοσα νοσήματα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ψυχοσωματικά. Υπάρχουν όμως δυο σημαντικές ενδείξεις για τον ρόλο τού ψυχικού παράγοντα. Η 1η είναι ότι σε αρκετούς ασθενείς ένα ιδιαίτερα έντονο ψυχολογικό στρες προηγείται της εμφάνισης τους. Η 2η ένδειξη αφορά στο γεγονός ότι μετά την εμφάνιση της νόσου επικρατούν το άγχος καί η θλίψη. Ενώ συχνή είναι μια  ανεπτυγμένη εξαρτητικότητα, ή άρνηση της νόσου , αλλά και το ότι καθίστανται ψυχολογικά ευένδοτοι. Δηλαδή έχουμε συμπτώματα αντίδρασης στο στρες. Αυτά τα συμπεράσματα είναι ενδιαφέροντα γιατί αποδεικνύεται ότι στην αρρώστια υπάρχει σχέση και  αλληλεπίδραση σωματικού και ψυχικού παράγοντα.  
Μια τυπική περίπτωση.
Μια γυναίκα 35 χρονών αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα στο γάμο της άρχισε μαζί μου ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Αν και ζούσε μια μακρά περίοδο έντονου στρες με έναν παθολογικά ζηλότυπο σύζυγο,  η παρουσία της στις συνεδρίες είχε μια παράξενη ηρεμία. Ήταν χαμογελαστή, χωρίς να εκφράζει ανοικτά το θυμό της και με αξιοσημείωτη δυσκολία να μιλήσει για τον εαυτό της. Λίγο καιρό αργότερα συνέβη ένα οδυνηρό γι αυτήν γεγονός, το οποίο την ώθησε, με την παρότρυνση των φίλων της, να ζητήσει διαζύγιο.
Σε όλους φαινόταν ότι ήταν μια ώριμη απόφαση. Όμως η ίδια δυσκολευόταν. Αντιμετώπισε τον χωρισμό με άγχος ότι η ζωή της καταστρεφόταν και ότι δεν θα έφτιαχνε άλλη σχέση. Δυο χρόνια μετά το χωρισμό της διαγνώσθηκε καρκίνος του μαστού. Η νέα αυτή κατάσταση μείωσε έτι περαιτέρω την αυτοεκτίμηση της και αύξησε τις εξαρτητικές της ανάγκες. Είχε όμως την υποστήριξη των φίλων της. Στην ψυχοθεραπεία προοδευτικά άρχισε να εκφράζει πιο άμεσα τα συναισθήματα της, τις δικές της επιθυμίες και να «δουλεύει» τις, βιωμένες από αυτήν ως τραυματικές,  σχέσεις με τη μητέρα της και την μεγαλύτερη αδελφή της. Κάτι πού στο παρελθόν δεν έθιγε καν. 24 χρόνια μετά την εμφάνιση της νόσου και 17 μετά το τέλος της ψυχοθεραπείας της η γυναίκα αυτή είναι καλά σωματικά ( χωρίς υποτροπή της νόσου) και βρίσκεται από καιρό σε έναν ικανοποιητικό γάμο.
 Πολλές έρευνες δείχνουν ότι η ιστορία της ασθενούς μου δεν είναι η εξαίρεση. Το αρχαϊκο τραύμα, το ψυχολογικό στρες πριν τη νόσο και ένας ανώριμος τρόπος αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων συναντώνται συχνά σε άτομα με σωματικά νοσήματα.
Δεν είναι αποδεδειγμένο ότι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία  αποτελεί  έναν άμεσο προστατευτικό παράγοντα στην εμφάνιση μιας σωματικής νόσου. Αυτό άλλωστε φαίνεται και στην περίπτωση πού ανέφερα. Μπορεί όμως να ενδυναμώνει την δυνατότητα του ατόμου να εκφράζεται ψυχικά και να φαντασιώνεται, κάτι πού με τη σειρά της οδηγεί στο να γίνεται η ζωή του ψυχολογικά πλουσιότερη. Ως αποτέλεσμα τα άτομα κάνουν και ωριμότερες  επιλογές και μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τον πόνο πού φέρνει μια χρόνια και σοβαρή ασθένεια.
Στο Παρίσι μια ομάδα ψυχαναλυτών (μεταξύ των οποίων και η Ελληνίδα ψυχαναλύτρια Μ. Αϊζενστάιν-Αβέρωφ) και ογκολόγων έδειξε ότι, στον προληπτικό έλεγχο του καρκίνου μαστού, γυναίκες πού είχαν μια «νευρωτική» προσωπικότητα  τελικά δεν διαγιγνώσκονταν με κακοήθεια, σε αντίθεση με άλλες πιο ανώριμες προσωπικότητες πού είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα για κάτι τέτοιο. Ανάλογες έρευνες έχουν γίνει και στη χώρα μας, σε δύο εκ των οποίων είχα προσωπική συμμετοχή. Συγκριτικά πιο συχνά πάθαιναν καρκίνο μαστού οι γυναίκες πού σπάνια απέδιδαν ευθύνη ή μέμφονταν τον εαυτό τους. Αυτά όμως είναι στατιστικά ευρήματα. Σε πολλές χώρες η συνεργασία   ψυχαναλυτών με  ογκολόγους  ή παθολόγους στο νοσοκομειακό πλαίσιο προχωράει σε πιο πρακτικό επίπεδο δημιουργώντας ένα πεδίο δι-επιστημονικης κλινικής συνάντησης προς όφελος των ασθενών.

Το άγχος μου επηρεάζει και την οικογένειά μου;

Η αναγνώστριά μας Ελένη είχε την εξής απορία:
Είμαι 42 ετών, μητέρα τριών παιδιών και εργάζομαι στον ιδιωτικό τομέα. Τον τελευταίο καιρό, κάτι οι μειώσεις στο μισθό, κάτι τα αυξημένα έξοδα, νιώθω πολύ πιεσμένη ψυχολογικά και έχω συνέχεια άγχος. Νιώθω ακόμα και σωματικές ενοχλήσεις, έχω πονοκεφάλους, πονάει το στομάχι μου. Μπορεί το άγχος να προκαλέσει και σωματικά προβλήματα;  Προσπαθώ να μη μεταφέρω το άγχος στο σπίτι, έχω ακούσει ότι δεν είναι καλό και δε θέλω να βλάψω τη σχέση με τον άντρα μου. Από την άλλη όμως, το να τα κρατάω μέσα μου, με κάνει να αγχώνομαι ακόμα πιο πολύ. Είναι κακό να μιλάω για όσα με αγχώνουν με την οικογένειά μου; 
Μιλήσαμε με τον ψυχαναλυτής-ψυχοθεραπευτή και Καθηγητή Ψυχολογία της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κύριο Κλήμη Ναυρίδη, για το θέμα του άγχους και το πώς επηρεάζει την υγεία μας και την οικογένειά μας. 
-Μπορεί το άγχος να βλάψει την υγεία μου;
Το άγχος είναι μια γενικευμένη αναστάτωση που νιώθει ο άνθρωπος σαν η ίδια η ύπαρξή του να απειλείται από έναν αόριστο όσο και μεγάλο κίνδυνο. Πολλές φορές αυτό το πολύ δυσάρεστο αίσθημα συνοδεύεται και από σωματικές εκδηλώσεις. Το άγχος, όταν είναι παθολογικό, ήδη αυτό καθαυτό αποτελεί βλάβη της υγείας, της ψυχικής μας υγείας. Σε ασυνείδητη μορφή, το άγχος μπορεί επίσης να σωματοποιείται και να προκαλεί ενοχλήσεις  και πιο σοβαρά οργανικά προβλήματα, που στη συνείδηση του πάσχοντος καταγράφονται ως απολύτως αποσυνδεδεμένα από ψυχολογικούς παράγοντες και συγκεκριμένα από το ασυνείδητο άγχος, που στην ουσία αυτό είναι που τα προκαλεί. Το άγχος μπορεί τέλος να «συναντάται» με διάφορες οργανικές παθήσεις, και ή να τις εκλύει, δηλαδή να τις αποκαλύπτει, εάν αυτές ήταν ‘άτυπες’ και δεν είχαν ακόμη εκδηλωθεί με συγκεκριμένα συμπτώματα, ή να τις επιβαρύνει, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις παθήσεις του ανοσοποιητικού.
Πότε το άγχος γίνεται σοβαρό πρόβλημα;
Το άγχος ως ένα βαθμό είναι θεμιτό και ανεκτό, ίσως μάλιστα και απαραίτητο για την ισορροπία και την ασφάλεια του ψυχικού οργανισμού. Από ένα σημείο και πέρα όμως, το άγχος αρχίζει να γίνεται εμπόδιο για την ομαλή ζωή του ανθρώπου, την επαγγελματική, την ερωτική, την οικογενειακή. Τότε μιλάμε για αγχώδη διαταραχή. Ο ύπνος γίνεται πρόβλημα, διαταράσσονται η διατροφή και η πέψη, η σεξουαλικότητα δυσλειτουργεί. Σε ακραίες περιπτώσεις, το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε φοβίες ακόμα και σε κρίσεις πανικού. Αυτές οι τελευταίες είναι εξαιρετικά επώδυνες ψυχικές καταστάσεις, με έντονα σωματικά συμπτώματα όπως η δύσπνοια και η ταχυκαρδία, που οι ίδιες (δηλαδή οι κρίσεις πανικού) ή ο φόβος ότι  μπορεί να (ξανα)συμβούν καταλήγουν να ακινητοποιούν αυτούς που υποφέρουν κάνοντάς τους τη ζωή εξαιρετικά δύσκολη.
Ποια είναι η διαφορά του άγχους και του στρες;
Παρόλο που βιώνονται από τον άνθρωπο με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, το άγχος έχει λιγότερο να κάνει με εξωτερικά και λογικά αίτια, προσιτά στη συνείδηση, από το στρες, που κατεξοχήν προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η υψηλή εργασιακή πίεση ή οι οικονομικές ή άλλες υποχρεώσεις.  
-Πρέπει να μιλάμε για όσα μας αγχώνουν στην οικογένειά μας; 
Το ότι τα προβλήματα της δουλειάς δεν πρέπει να μεταφέρονται στην οικογένεια και στο σπίτι (όπως και αντίστροφα) είναι μια αρκετά δημοφιλής και σε αρκετές περιπτώσεις χρήσιμη συμβουλή. Στην υπερβολή της παρόλα αυτά, ιδιαίτερα όταν γίνεται σλόγκαν, η συμβουλή αυτή τείνει να έχει ως βάση και να υπερασπίζεται μια μάλλον αποστειρωμένη εικόνα για τον οικιακό και τον οικογενειακό χώρο. Σαν να κινδυνεύει αυτός ο χώρος και να πρέπει να προστατεύεται από εκείνους που τον κατοικούν, από τη μολυσματικότητα των συναισθημάτων τους. Αν όμως ένας άνθρωπος που υποφέρει από άγχος ή από στρες δεν μπορεί να μοιραστεί το πρόβλημά του με τους οικείους του, με τα πιο κοντινά του πρόσωπα, με ποιους θα το κάνει; Αφήστε που το άγχος, συνειδητό ή ασυνείδητο, έτσι κι αλλιώς μεταδίδεται ανεξάρτητα από τη θέλησή μας στους άλλους, όπως και αντίστροφα. Και αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε συχνά στην ομαδική και στην οικογενειακή θεραπεία.
Η μεταφορά συνεπώς του άγχους στην οικογένεια, όχι μόνο δεν είναι εξ ορισμού επιβλαβής, αλλά μπορεί να έχει και ευεργετικά αποτελέσματα. Και τούτο, όχι μόνο για το μέλος της που κάποια στιγμή βρέθηκε να υποφέρει και που, μοιραζόμενο το πρόβλημά του, θα αντλήσει στήριξη και συμπαράσταση από τους δικούς του, αλλά και για όλη την οικογένεια, η οποία, κάνοντάς το ακριβώς αυτό, προσφέροντας δηλαδή κατανόηση, στήριξη και συμπαράσταση στα μέλη της, κερδίζει ως δι-υποκειμενικός δεσμός σε συνεκτικότητα και σε αντοχή.

Σχετίζεται ο καρκίνος μαστού με την κακή ψυχολογία;

Ο καρκίνος του μαστού, ο ψυχικός παράγοντας και η ψυχοθεραπεία.
Γράφει ο καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γρηγόρης Βασλαματζής. 

Τα σοβαρά σωματικά νοσήματα , και ανάμεσα σε αυτά οι καρκίνοι και τα αυτοάνοσα νοσήματα, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ψυχοσωματικά. Υπάρχουν όμως δυο σημαντικές ενδείξεις για τον ρόλο τού ψυχικού παράγοντα. Η 1η είναι ότι σε αρκετούς ασθενείς ένα ιδιαίτερα έντονο ψυχολογικό στρες προηγείται της εμφάνισης τους. Η 2η ένδειξη αφορά στο γεγονός ότι μετά την εμφάνιση της νόσου επικρατούν το άγχος καί η θλίψη. Ενώ συχνή είναι μια  ανεπτυγμένη εξαρτητικότητα, ή άρνηση της νόσου , αλλά και το ότι καθίστανται ψυχολογικά ευένδοτοι. Δηλαδή έχουμε συμπτώματα αντίδρασης στο στρες. Αυτά τα συμπεράσματα είναι ενδιαφέροντα γιατί αποδεικνύεται ότι στην αρρώστια υπάρχει σχέση και  αλληλεπίδραση σωματικού και ψυχικού παράγοντα.  
Μια τυπική περίπτωση.
Μια γυναίκα 35 χρονών αντιμετωπίζοντας σοβαρά προβλήματα στο γάμο της άρχισε μαζί μου ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Αν και ζούσε μια μακρά περίοδο έντονου στρες με έναν παθολογικά ζηλότυπο σύζυγο,  η παρουσία της στις συνεδρίες είχε μια παράξενη ηρεμία. Ήταν χαμογελαστή, χωρίς να εκφράζει ανοικτά το θυμό της και με αξιοσημείωτη δυσκολία να μιλήσει για τον εαυτό της. Λίγο καιρό αργότερα συνέβη ένα οδυνηρό γι αυτήν γεγονός, το οποίο την ώθησε, με την παρότρυνση των φίλων της, να ζητήσει διαζύγιο.
Σε όλους φαινόταν ότι ήταν μια ώριμη απόφαση. Όμως η ίδια δυσκολευόταν. Αντιμετώπισε τον χωρισμό με άγχος ότι η ζωή της καταστρεφόταν και ότι δεν θα έφτιαχνε άλλη σχέση. Δυο χρόνια μετά το χωρισμό της διαγνώσθηκε καρκίνος του μαστού. Η νέα αυτή κατάσταση μείωσε έτι περαιτέρω την αυτοεκτίμηση της και αύξησε τις εξαρτητικές της ανάγκες. Είχε όμως την υποστήριξη των φίλων της. Στην ψυχοθεραπεία προοδευτικά άρχισε να εκφράζει πιο άμεσα τα συναισθήματα της, τις δικές της επιθυμίες και να «δουλεύει» τις, βιωμένες από αυτήν ως τραυματικές,  σχέσεις με τη μητέρα της και την μεγαλύτερη αδελφή της. Κάτι πού στο παρελθόν δεν έθιγε καν. 24 χρόνια μετά την εμφάνιση της νόσου και 17 μετά το τέλος της ψυχοθεραπείας της η γυναίκα αυτή είναι καλά σωματικά ( χωρίς υποτροπή της νόσου) και βρίσκεται από καιρό σε έναν ικανοποιητικό γάμο.
 Πολλές έρευνες δείχνουν ότι η ιστορία της ασθενούς μου δεν είναι η εξαίρεση. Το αρχαϊκο τραύμα, το ψυχολογικό στρες πριν τη νόσο και ένας ανώριμος τρόπος αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων συναντώνται συχνά σε άτομα με σωματικά νοσήματα.
Δεν είναι αποδεδειγμένο ότι η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία  αποτελεί  έναν άμεσο προστατευτικό παράγοντα στην εμφάνιση μιας σωματικής νόσου. Αυτό άλλωστε φαίνεται και στην περίπτωση πού ανέφερα. Μπορεί όμως να ενδυναμώνει την δυνατότητα του ατόμου να εκφράζεται ψυχικά και να φαντασιώνεται, κάτι πού με τη σειρά της οδηγεί στο να γίνεται η ζωή του ψυχολογικά πλουσιότερη. Ως αποτέλεσμα τα άτομα κάνουν και ωριμότερες  επιλογές και μπορούν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τον πόνο πού φέρνει μια χρόνια και σοβαρή ασθένεια.
Στο Παρίσι μια ομάδα ψυχαναλυτών (μεταξύ των οποίων και η Ελληνίδα ψυχαναλύτρια Μ. Αϊζενστάιν-Αβέρωφ) και ογκολόγων έδειξε ότι, στον προληπτικό έλεγχο του καρκίνου μαστού, γυναίκες πού είχαν μια «νευρωτική» προσωπικότητα  τελικά δεν διαγιγνώσκονταν με κακοήθεια, σε αντίθεση με άλλες πιο ανώριμες προσωπικότητες πού είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα για κάτι τέτοιο. Ανάλογες έρευνες έχουν γίνει και στη χώρα μας, σε δύο εκ των οποίων είχα προσωπική συμμετοχή. Συγκριτικά πιο συχνά πάθαιναν καρκίνο μαστού οι γυναίκες πού σπάνια απέδιδαν ευθύνη ή μέμφονταν τον εαυτό τους. Αυτά όμως είναι στατιστικά ευρήματα. Σε πολλές χώρες η συνεργασία   ψυχαναλυτών με  ογκολόγους  ή παθολόγους στο νοσοκομειακό πλαίσιο προχωράει σε πιο πρακτικό επίπεδο δημιουργώντας ένα πεδίο δι-επιστημονικης κλινικής συνάντησης προς όφελος των ασθενών.

Το άγχος μου επηρεάζει και την οικογένειά μου;

Η αναγνώστριά μας Ελένη είχε την εξής απορία:
Είμαι 42 ετών, μητέρα τριών παιδιών και εργάζομαι στον ιδιωτικό τομέα. Τον τελευταίο καιρό, κάτι οι μειώσεις στο μισθό, κάτι τα αυξημένα έξοδα, νιώθω πολύ πιεσμένη ψυχολογικά και έχω συνέχεια άγχος. Νιώθω ακόμα και σωματικές ενοχλήσεις, έχω πονοκεφάλους, πονάει το στομάχι μου. Μπορεί το άγχος να προκαλέσει και σωματικά προβλήματα;  Προσπαθώ να μη μεταφέρω το άγχος στο σπίτι, έχω ακούσει ότι δεν είναι καλό και δε θέλω να βλάψω τη σχέση με τον άντρα μου. Από την άλλη όμως, το να τα κρατάω μέσα μου, με κάνει να αγχώνομαι ακόμα πιο πολύ. Είναι κακό να μιλάω για όσα με αγχώνουν με την οικογένειά μου; 
Μιλήσαμε με τον ψυχαναλυτής-ψυχοθεραπευτή και Καθηγητή Ψυχολογία της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κύριο Κλήμη Ναυρίδη, για το θέμα του άγχους και το πώς επηρεάζει την υγεία μας και την οικογένειά μας. 
-Μπορεί το άγχος να βλάψει την υγεία μου;
Το άγχος είναι μια γενικευμένη αναστάτωση που νιώθει ο άνθρωπος σαν η ίδια η ύπαρξή του να απειλείται από έναν αόριστο όσο και μεγάλο κίνδυνο. Πολλές φορές αυτό το πολύ δυσάρεστο αίσθημα συνοδεύεται και από σωματικές εκδηλώσεις. Το άγχος, όταν είναι παθολογικό, ήδη αυτό καθαυτό αποτελεί βλάβη της υγείας, της ψυχικής μας υγείας. Σε ασυνείδητη μορφή, το άγχος μπορεί επίσης να σωματοποιείται και να προκαλεί ενοχλήσεις  και πιο σοβαρά οργανικά προβλήματα, που στη συνείδηση του πάσχοντος καταγράφονται ως απολύτως αποσυνδεδεμένα από ψυχολογικούς παράγοντες και συγκεκριμένα από το ασυνείδητο άγχος, που στην ουσία αυτό είναι που τα προκαλεί. Το άγχος μπορεί τέλος να «συναντάται» με διάφορες οργανικές παθήσεις, και ή να τις εκλύει, δηλαδή να τις αποκαλύπτει, εάν αυτές ήταν ‘άτυπες’ και δεν είχαν ακόμη εκδηλωθεί με συγκεκριμένα συμπτώματα, ή να τις επιβαρύνει, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις παθήσεις του ανοσοποιητικού.
Πότε το άγχος γίνεται σοβαρό πρόβλημα;
Το άγχος ως ένα βαθμό είναι θεμιτό και ανεκτό, ίσως μάλιστα και απαραίτητο για την ισορροπία και την ασφάλεια του ψυχικού οργανισμού. Από ένα σημείο και πέρα όμως, το άγχος αρχίζει να γίνεται εμπόδιο για την ομαλή ζωή του ανθρώπου, την επαγγελματική, την ερωτική, την οικογενειακή. Τότε μιλάμε για αγχώδη διαταραχή. Ο ύπνος γίνεται πρόβλημα, διαταράσσονται η διατροφή και η πέψη, η σεξουαλικότητα δυσλειτουργεί. Σε ακραίες περιπτώσεις, το άγχος μπορεί να οδηγήσει σε φοβίες ακόμα και σε κρίσεις πανικού. Αυτές οι τελευταίες είναι εξαιρετικά επώδυνες ψυχικές καταστάσεις, με έντονα σωματικά συμπτώματα όπως η δύσπνοια και η ταχυκαρδία, που οι ίδιες (δηλαδή οι κρίσεις πανικού) ή ο φόβος ότι  μπορεί να (ξανα)συμβούν καταλήγουν να ακινητοποιούν αυτούς που υποφέρουν κάνοντάς τους τη ζωή εξαιρετικά δύσκολη.
Ποια είναι η διαφορά του άγχους και του στρες;
Παρόλο που βιώνονται από τον άνθρωπο με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, το άγχος έχει λιγότερο να κάνει με εξωτερικά και λογικά αίτια, προσιτά στη συνείδηση, από το στρες, που κατεξοχήν προκαλείται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η υψηλή εργασιακή πίεση ή οι οικονομικές ή άλλες υποχρεώσεις.  
-Πρέπει να μιλάμε για όσα μας αγχώνουν στην οικογένειά μας; 
Το ότι τα προβλήματα της δουλειάς δεν πρέπει να μεταφέρονται στην οικογένεια και στο σπίτι (όπως και αντίστροφα) είναι μια αρκετά δημοφιλής και σε αρκετές περιπτώσεις χρήσιμη συμβουλή. Στην υπερβολή της παρόλα αυτά, ιδιαίτερα όταν γίνεται σλόγκαν, η συμβουλή αυτή τείνει να έχει ως βάση και να υπερασπίζεται μια μάλλον αποστειρωμένη εικόνα για τον οικιακό και τον οικογενειακό χώρο. Σαν να κινδυνεύει αυτός ο χώρος και να πρέπει να προστατεύεται από εκείνους που τον κατοικούν, από τη μολυσματικότητα των συναισθημάτων τους. Αν όμως ένας άνθρωπος που υποφέρει από άγχος ή από στρες δεν μπορεί να μοιραστεί το πρόβλημά του με τους οικείους του, με τα πιο κοντινά του πρόσωπα, με ποιους θα το κάνει; Αφήστε που το άγχος, συνειδητό ή ασυνείδητο, έτσι κι αλλιώς μεταδίδεται ανεξάρτητα από τη θέλησή μας στους άλλους, όπως και αντίστροφα. Και αυτό είναι κάτι που το βλέπουμε συχνά στην ομαδική και στην οικογενειακή θεραπεία.
Η μεταφορά συνεπώς του άγχους στην οικογένεια, όχι μόνο δεν είναι εξ ορισμού επιβλαβής, αλλά μπορεί να έχει και ευεργετικά αποτελέσματα. Και τούτο, όχι μόνο για το μέλος της που κάποια στιγμή βρέθηκε να υποφέρει και που, μοιραζόμενο το πρόβλημά του, θα αντλήσει στήριξη και συμπαράσταση από τους δικούς του, αλλά και για όλη την οικογένεια, η οποία, κάνοντάς το ακριβώς αυτό, προσφέροντας δηλαδή κατανόηση, στήριξη και συμπαράσταση στα μέλη της, κερδίζει ως δι-υποκειμενικός δεσμός σε συνεκτικότητα και σε αντοχή.