Βιταμίνη D, παχυσαρκία και μεταβολικό σύνδρομο

Το μεταβολικό σύνδρομο (MtS) συνιστά μια πολυπαραγοντική κλινική κατάσταση (υπέρταση, παχυσαρκία, διαβήτης τύπου 2, δυσλιπιδαιμία) και αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας παγκοσμίως καθώς αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης καρδιαγγειακών νοσημάτων και διαφόρων ειδών καρκίνου. Ενδεικτικά, στις ΗΠΑ, το 24% των ενηλίκων και το 4.1% των εφήβων εμφανίζει MtS, ενώ για την Ελλάδα δεν υπάρχουν αντίστοιχα επιδημιολογογικά δεδομένα.

Κεντρικό ρόλο στην εμφάνιση του MtS παίζει η μειονεκτική δράση της ινσουλίνης σε διάφορους ιστούς του σώματος. Κύρια αιτία του φαινομένου αυτού είναι η παχυσαρκία και ιδιαίτερα η κεντρικού τύπου, δηλαδή η παχυσαρκία που χαρακτηρίζεται από σημαντική εναπόθεση λίπους στη κοιλιά και κυρίως ενδοκοιλιακά.
Φαίνεται ότι, η παχυσαρκία και η έλλειψη βιταμίνης D σχετίζονται, αν και η σχέση αιτίου-αποτελέσματος παραμένει ασαφής.

Θα μπορούσε λοιπόν η παχυσαρκία να συμβάλει στην παρουσία χαμηλών συγκεντρώσεων βιταμίνης D; Ένας πιθανός μηχανισμός είναι η δυσαπορρόφηση ή η δέσμευση της βιταμίνης στο λιπώδη ιστό, με αποτέλεσμα την ελαττωμένη βιοδιαθεσιμότητά της, γεγονός που υποδεικνύει και την ανάγκη αυξημένης διατροφικής πρόσληψης βιταμίνης D σε παχύσαρκα άτομα ώστε αυτά να επιτύχουν επαρκή επίπεδα βιταμίνης.
Εναλλακτικά, η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να προκαλέσει παχυσαρκία; Φαίνεται ότι, ο λιπώδης ιστός διαθέτει υποδοχείς της βιταμίνης D και την ικανότητα να συνθέτει βιταμίνη D ενώ η τελευταία, μέσω των επιδράσεων της σε διαφορετικά γονίδια μπορεί να ρυθμίσει τη μάζα του λιπώδους ιστού και το μεταβολισμό του λίπους με ποικίλους τρόπους συμβάλλοντας πιθανώς στην παχυσαρκία.

Κλινικές μελέτες καταδεικνύουν τη συσχέτιση μεταξύ επαρκών επίπεδων βιταμίνης D και απώλειας βάρους σε άτομα που έλαβαν συμπληρώματα βιταμίνης D. Αν και ο μηχανισμός δεν είναι σαφώς κατανοητός, προτείνεται ότι η βιταμίνη D μπορεί να λειτουργήσει συνεργικά με το διαιτητικό ασβέστιο για να αυξήσει την οξείδωση, δηλαδή το “κάψιμο” του μεταγευματικού λίπους και ότι τουλάχιστον ένα μέρος αυτής της επίδρασης μπορεί να οφείλεται στην καταστολή της παραθορμόνης.

Παράλληλα, η ανεπάρκεια βιταμίνης D σχετίζεται με δυσλειτουργία του αγγειακού τοιχώματος και το σχηματισμό αφρωδών κυττάρων – συστατικών της αθηρωματικής πλάκας  και συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί ως ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για την αθηροσκλήρωση.

Η ανεπάρκεια βιταμίνης D επιδρά δυσμενώς και στην έκκριση ινσουλίνης επιταχύνοντας την εμφάνιση διαβήτη τύπου 2, ενώ ευνοεί επίσης την ανάπτυξη αντισωμάτων κατά των παγκρεατικών κυττάρων που εκκρίνουν ινσουλίνη (διαβήτης τύπου 1), ιδιαίτερα σε παιδιά με εμφανή προδιάθεση (προ-διαβήτης).

Παρά την ανάγκη μελλοντικών κλινικών ερευνών ώστε να διευκρινισθεί κατά πόσο η διατήρηση επαρκών επιπέδων βιταμίνης D μπορεί να αποτρέψει δυσμενείς μεταβολικές εκβάσεις σε υγιή άτομα αλλά και για τον προσδιορισμό των βέλτιστων θεραπευτικών δόσεων σε παχύσαρκους, γίνεται κατανοητό ότι η επιπρόσθετη διατροφική πρόσληψη βιταμίνης D μέσω της κατανάλωσης λιπαρών ψαριών, εμπλουτισμένων γαλακτοκομικών κ.α, μπορεί να συμβάλλει θετικά στην ενεργειακή ομοιόσταση του οργανισμού μας.

 

 

Ευάγγελος Ι. Καζάκος, MD, PhD, MSc, DTM&H
Iατρός Βιοπαθολόγος

Σχετικά άρθρα