Εγκυμοσύνη και σκλήρυνση κατά πλάκας: Μπορεί η κύηση να μειώσει τα συμπτώματα της νόσου;

Τι είναι η σκλήρυνση κατά πλάκας;

Η σκλήρυνση κατά πλάκας είναι μια αυτοάνοση πάθηση που πλήττει το κεντρικό νευρικό σύστημα, δηλαδή τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό.

Γράφει ο Δρ. Χρήστος Ιαβάτσο, Μαιευτήρας-Χειρουργός-Γυναικολόγος-Ογκολόγος

Στη σκλήρυνση κατά πλάκας, η βλάβη στην επικάλυψη μυελίνης γύρω από τις νευρικές ίνες στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στις ίδιες τις νευρικές ίνες παρεμβαίνει στην μετάδοση των νευρικών σημάτων μεταξύ του εγκεφάλου, του νωτιαίου μυελού και του υπόλοιπου σώματος.

Αυτά τα προβληματικά νευρικά σήματα προκαλούν τα συμπτώματα της σκλήρυνσης κατά πλάκας, τα οποία διαφέρουν από το ένα άτομο στο άλλο και με την πάροδο του χρόνου αλλάζουν για τον κάθε ασθενή ανάλογα με το πού και πότε λαμβάνει χώρα η βλάβη.

Οι περισσότεροι άνθρωποι με σκλήρυνση κατά πλάκας διαγιγνώσκονται μεταξύ των ηλικιών 20 και 50 ετών με τουλάχιστον τις γυναίκες να είναι δύο έως τρεις φορές πιο πιθανό να διαγνωστούν με τη νόσο σε σύγκριση με τους άντρες. Οι γυναίκες έχουν συνήθως πιο ήπια συμπτωματολογία και κατά μέσο όρο καλύτερη πορεία από αυτή των αντρών.

Σκλήρυνση και εγκυμοσύνη

Η κύηση προκαλεί πολύπλοκες αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα, μερικές από τις οποίες σχετίζονται με την ανοσοκαταστολή και την ανεκτικότητα του μητρικού οργανισμού.

Η σκλήρυνση κατά πλάκας δεν έχει κάποια επίδραση στην πορεία και στο αποτέλεσμα της κύησης. Από έρευνες που έχουν γίνει δεν φαίνεται να συμβάλλει στις αυτόματες αποβολές, στους πρόωρους τοκετούς, στη γονιμότητα ή ακόμα και στις περιπτώσεις τοξιναιμίας.

Η έλλειψη ζωτικότητας, το αίσθημα κόπωσης είναι συμπτώματα τα οποία αποτρέπουν τις γυναίκες από το να γίνουν μητέρες. Για αυτό το λόγο οι γυναίκες που έχουν μικρότερο βαθμό ανικανότητας είναι πιθανότερο να επιλέξουν την εγκυμοσύνη από τις υπόλοιπες ασθενείς.

Άλλοι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την απόφαση των ασθενών είναι κατά πόσο η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να συνεχιστεί κατά τη διάρκεια της κύησης, αν έχει συνέπειες στο έμβρυο, αν η ασθενής θα είναι σε θέση να φροντίσει το βρέφος.

Στις περισσότερες έρευνες που έχουν γίνει έως σήμερα, εξετάζεται η συχνότητα των υποτροπών κατά τη διάρκεια της κύησης και της επιλόχειας περιόδου.

Ο αριθμός των υποτροπών μειώνεται αισθητά κατά την κύηση και ιδιαίτερα το τελευταίο τρίμηνο αυτής, ενώ αυξάνεται σημαντικά το πρώτο εξάμηνο μετά τον τοκετό και ιδιαίτερα τους πρώτους 3 μήνες.

Ο κίνδυνος υποτροπής το πρώτο εξάμηνο μετά τον τοκετό είναι διπλάσιος έως τριπλάσιος αυτού πριν την εγκυμοσύνη. Η ένταση των υποτροπών κατά τη διάρκεια της κύησης είναι ηπιότερη. Αντίθετα, οι υποτροπές κατά τη διάρκεια της επιλόχειας περιόδου είναι πιο σοβαρές.

Η αυξημένη συχνότητα των υποτροπών κατά την επιλόχεια περίοδο δύναται να επηρεάσει την σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της μητέρας και του βρέφους. Μια μητέρα που πάσχει από πολλαπλή σκλήρυνση μπορεί να είναι παροδικά λιγότερο ικανή να φροντίσει το βρέφος της στην περίπτωση μιας σοβαρής υποτροπής.

Θετική η επίδραση της εγκυμοσύνης

Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της εγκυμοσύνης στην πορεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας, από τα αποτελέσματα των ερευνών δε διαπιστώθηκε αύξηση των επιπέδων ανικανότητας εξαιτίας της εγκυμοσύνης.

Αντιθέτως, η εγκυμοσύνη φαίνεται να επιδρά θετικά. Η εγκυμοσύνη μειώνει τον κίνδυνο της μετάπτωσης από υποτροπιάζουσα σε δευτεροπαθή χρόνια προϊούσα μορφή, για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την εγκυμοσύνη.

Όσον αφορά τον κίνδυνο εμφάνισης σκλήρυνσης κατά πλάκας διαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο της κύησης η πιθανότητα είναι μικρότερη από αυτή στην επιλόχεια περίοδο, ή σε περίοδο που η γυναίκα δεν εγκυμονεί.

Παράλληλα, οι άτοκες γυναίκες εμφανίζουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν τη νόσο σε σχέση με αυτές που έχουν μείνει έγκυες κάποια στιγμή στη ζωή τους.

Τα σύγχρονα δεδομένα αδυνατούν να δείξουν ότι η εγκυμοσύνη επιδρά αρνητικά στη συνέχεια κατά πλάκας.

Αντιθέτως, οι γυναίκες που απέκτησαν παιδιά τόσο πριν όσο και μετά την εμφάνιση της νόσου έχουν αλλάξει την πορεία της νόσου σε ηπιότερη μορφή.

Συνολικά πάντως, η εγκυμοσύνη συμβάλλει θετικά τόσο στην βραχυπρόθεσμη, όσο και στην μακροπρόθεσμη πορεία της νόσου.

Χρήστος Ρ. Ιαβάτσο, MD, MSc, PhD
Μαιευτήρας Χειρουργός Γυναικολόγος
Γυναικολόγος Ογκολόγος
Επιμελητής Β’ Γυναικολογικής Κλινικής Ε.Α.Ν.Π. «Μεταξά», Πειραιάς
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Τηλ. Επικοινωνίας: 6980898988
www.driavazzo.gr

Σχετικά άρθρα