Ο Θανάσης Λάλας μιλά για το μυθιστόρημα “Σινέ Λαύκος” του Δημήτρη Πιατά

Πριν από μια εβδομάδα, τη Δευτέρα 12 Νοεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Πιατά, “Σινέ Λαύκος” στο Public Συντάγματος.

Το βιβλίο αποτελεί ένα οδοιπορικό επιστροφής σ’ ένα εξοχικό σπίτι του 1875, στον Λαύκο Μαγνησίας, σ’ ένα χωριό μέσα στα χιόνια του χειμώνα.

Για το βιβλίο μίλησαν οι:

  • Θανάσης Λάλας / δημοσιογράφος, εικαστικός,
  • Ιεροκλής Μιχαηλίδης / ηθοποιός, σκηνοθέτης
  • Θεόδωρος Ρουσόπουλος / Καθηγητής Επικοινωνίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου-πρώην υπουργός

parousiasi sine laykos

Διαβάστε εδώ το κείμενο που εκφώνησε ο Θανάσης Λάλας στην παρουσίαση

Ο Λαύκος
Ένας ανοιχτός ορίζοντας
Ο Λαύκος το καλοκαίρι είναι το ίδιο
όπως το μόνος
Μέσα σε μια δροσερή μπανιέρα
γεμάτη ιστορίες

Για τον Δημήτρη

vivlio piatasΜία μικρή ευκαιρία ήταν η γραφή για αυτόν.
Την άρπαξε, όπως αρπάζει ο πεινασμένος ένα μήλο και κόβει μια γρήγορη δαγκωματιά.
Ο Δημήτρης είχε μάθει μέχρι τώρα να ξεγελά την πείνα του, αποστηθίζοντας ρόλους, αφηγήσεις άλλων.  Ήξερε μέχρι τώρα πια τον τρόπο να μπαίνει κάτω από το δέρμα ενός άλλου και τον υποδύεται σαν να ‘ναι αυτός ο άλλος.
Πάντα ήθελε ο Δημήτρης να μπει μέσα του, και να είναι ο ίδιος ο εαυτός του.
Πάντα ήθελε να τρυπώσει κάτω από το δέρμα του να κυλήσει παρέα με το αίμα του στις αρτηρίες του, να φτάσει στο κέντρο των αποφάσεων του, στους νευρώνες που ρυθμίζουν τα συναισθήματα του, αλλά πάνω από όλα, ήθελε να βρεθεί στους νευρώνες που οδηγούν στο δωμάτιο, στο απέραντο δωμάτιο της μνήμης του, να κλειστεί για λίγο μέσα εκεί και να χαζέψει αυτά που ζουν ακόμα φωτοστολισμένα και τα άλλα που άξιζαν να φωτοστολιστούν αλλά η καθημερινότητα τα έσπρωξε στα σκοτεινά για να διευκολυνθεί έτσι το ζητούμενο της επιβίωσης, της κοινωνικής αποδοχής, της υποχρέωσης σε αυτούς που αγάπησε σε αυτούς που και με δική του συμμετοχή υπήρξαν!

Ο Δημήτρης ήθελε να αφηγηθεί… Θα ήθελε να μπορεί να πονάει και να είναι η αφήγηση του δικού του πόνου του, να γελάει και να είναι η αφήγηση της δικής του χαράς, να θυμώνει και να είναι ο δικός του θυμός που αφηγείται, το δικό του αδιέξοδο, η δική του επιλογή, η επιρροή που τον τράβηξε από το μανίκι και τον πήγε από δω κι όχι από κει στα σταυροδρόμια της ζωής.

Αυτό ήθελε πάντα κι ας έκανε το άλλο. Και το άλλο το αγάπησε και με αυτό το άλλο πορεύτηκε. Για αυτό το άλλο τον τιμούμε, γιατί αυτό το άλλο το τιμούσε κι αυτός, αλλά όταν βρισκόταν σε αυτό το σπίτι στο Λαύκο, στο σπίτι που είχαν φτιάξει με την Λέλα του, για να κρύβονται από τον θόρυβο που έσερνε μαζί του το άλλο, ερχόταν σε επαφή με τον ήρωα που έκρυβε μέσα του ο Δημήτρης, κι ένιωθε αυτή τη ζεστασιά που νιώθουν όλοι οι άνθρωποι όταν αρχίζουν να συναναστρέφονται τον εαυτό τους, να τον κάνουν παρέα, και έτσι να ξανασυναντιούνται και με το οικείο, με αυτό που τους μεγάλωσε στη δική του αγκαλιά… τους γονείς, τις φωνές και τα κλάματα των παιδιών που μεγαλώνουν, τους φίλους και τους περαστικούς με τις συμφωνίες και τις διαφωνίες τους, όλα αυτά που αφήνουν ένα άρωμα σκέψης, ενδιαφέροντος και συναισθήματος, στις καρέκλες στα τραπέζια στους τοίχους στην αυλή στις πόρτες στα παράθυρα, στις φωτογραφίες, στα ποτηράκια του τσίπουρου, στο τζάκι…

Αυτό ήταν ο Λαύκος γι’ αυτόν. Αυτό είναι ο Λαύκος για τον Δημήτρη. Το δικό του μυθιστόρημα, οι δικοί του ήρωες, το “μέσα” του που είχαν πάντα ένα ροδί χρώμα, ένα χρώμα Ανατολής και Δύσης μαζί. Ήθελε πάντα να μιλήσει για αυτό, αλλά όταν θέλεις κάτι πολύ, δειλιάζεις, ο φόβος περπατάει μπροστά από σένα και εσύ τον ακολουθείς χωρίς να το θέλεις και το επιθυμητό για σένα θυσιάζεται και μένεις πάντα με μια αδοκίμαστη γλύκα. Ευτυχώς αυτή τη φορά ο Δημήτρης γύρισε την πλάτη στους φόβους του και έτσι κρατάμε στα χέρια μας το πολύτιμο αποτέλεσμα αυτής της ανθρώπινης απειθαρχίας του.

Ο Δημήτρης ήθελε να μιλήσει κάποια στιγμή και να πει και αυτό που έζησε κι όχι αυτό που έζησε κάποιος άλλος και άξιζε τον κόπο να το διηγηθεί αυτός για λογαριασμό του.

Ένιωθε ότι αυτό που ζούσε αυτός, είχε κι αυτό την δική του αξία.
Ένιωθε ότι αν κατάφερνε να το αφηγηθεί, το δικό του, αυτό που έζησε, ονειρεύτηκε, φαντάστηκε για λογαριασμό της δίκης του ζωής, θα ολοκλήρωνε τον μικρο κύκλο της δημιουργίας, θα έδινε την περιορισμένη αλλά ολοκληρωμένη για αυτόν απάντηση στο ερώτημα: «γιατί βρέθηκα εδώ; Ποιος ο λόγος που έζησα ό,τι έζησα; Γιατί αξίζει να κάνεις ό,τι κάνεις, ξέροντας ότι σε λίγο δεν θα υπάρχεις όπως ορίζει η μοίρα όλων μας»…

Ο Δημήτρης είναι ένας άνθρωπος εφαπτόμενος της ζωής μου τα τελευταία χρόνια, μέλος μιας Στενής παρέας, που μετά τα μικρά-μεγάλα γεγονότα της ζωής του καθενός της παρέας μας, καταλήγουμε μαζί σε μια ταβέρνα να τρώμε, να πίνουμε, να τραγουδάμε, να χορεύουμε και να μιλάμε για αυτό που ζήσαμε, τι σκεφτήκαμε, τι πήγε καλά, τι έφταιγε, αν κάτι δεν πήγε όπως έπρεπε… ‘Ολα… Με τον Δημήτρη έχω πιάσει τον εαυτό μου -και νιώθω ότι το ίδιο πιάνει κι αυτός τον εαυτό του- να αγωνιώ με την αγωνία του, να χαίρομαι με την χαρά του, να ζητωκραυγάζω μαζί τους την γέννηση του παιδιού τους. Είμαστε και οι δυο μας, μαζί με την Λέλα, την Αννούλα, την Έφη, τη Νικούλα, τον Βασίλη, την Εύα, τον Χρήστο, τον “Μοναμί” μας, παρόντες στη γιορτή. Όταν τον βλέπω πια στη σκηνή δεν νιώθω ότι παρακολουθώ έναν καλό ηθοποιό, αλλά ένα φίλο που δοκιμάζεται να ξεπεράσει τον εαυτό του κάθε φορά κάτω από αντίξοες συνθήκες τις περισσότερες φορές. Συνεχίζω να βιώνω την φιλία μας στις περισσότερες παραστάσεις του.

Το καλοκαίρι που πέρασε βρεθήκαμε πιο κοντά χωρίς πολλά λόγια, γιατί με ξενάγησε στον Λαύκο. Εκεί μου μίλησε για πρώτη φορά για το βιβλίο αυτό που σε λίγο θα κρατάτε κι εσείς στα χέρια σας. «Θέλω να είσαι στους ανθρώπους που θα πουν λίγα πράγματα στην παρουσίαση», μου είπε. Είδα τα μάτια του υγρά… Είχε αρχίσει να ανεβάζει θερμοκρασία, μιλούσε για κάτι που έκαιγε, αλλά η θερμή αυτή δε τον έκαιγε, τον λύτρωνε! Μία πυρκαγιά που δεν παρήγαγε στάχτες παρήγαγε ενέργεια! Ήμασταν στον πάνω όροφο του υπέροχου σπιτιού τους στον Λαύκο. «Εδώ σε αυτό το κρεβάτι μπορείς να έρχεσαι να ξαπλώνεις και να ονειρεύεσαι όποτε θέλεις», μου είπε! Ένιωσα ότι ο Λαύκος γι’ αυτόν ήταν ένα σπίτι που κατοικεί αυτό που είναι αυτός, ο εαυτός του, η Λένα του, τα παιδιά του, και οι φίλοι του. Μετά περπατήσαμε όλο το χωριό και μου διηγήθηκε ιστορίες για πρόσωπα και γεγονότα, ένιωσα το χωριό του  χωριό μου, σεβασμό που τους είπα φεύγοντας: «Αν βρεθεί ένα σπίτι θα ‘θελα να έχω ένα σπίτι εδώ να ζω κοντά σας».

Όταν πήρα το βιβλίο στα χέρια μου αισθάνθηκα όπως εκείνο το απόγευμα το περασμένο καλοκαίρι στον Λαύκο. Είχε νυχτώσει υπέροχα, σαν μέρα μέσα μας ήταν στην πλατεία του Λαύκου που δειπνήσαμε! Περπατήσαμε, θαυμάσαμε, γελάσαμε, παραλίγο να γλιστρήσουμε στα νερά που έτρεχαν σε ένα στενό δρομάκι, κάναμε δώρα ο ένας στον άλλον, ανασάναμε νέες γνωριμίες και φύγαμε γεμάτοι όλοι νομίζω!

Με αυτό το βιβλίο πριν λίγες ξενύχτησα γεμίζοντας με τα υπόλοιπα της ζωής που συχνά τα σπρώχνουμε έξω από την ζωή μας, αλλά χάριν όλων αυτών η ζωή μας κουβαλάει την αξιοσύνη που της αναλογεί.

Μου άρεσε πολύ σε αυτό το βιβλίο που η συγγραφή του Δημήτρη έχει την ησυχία μιας μεγάλης ψυχής, χορτασμένης. Μου άρεσε που μέσα από αυτό το βιβλίο γνώρισα σπουδαίους αγνώστους σε μένα… Μου άρεσε που μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου, ο Δημήτρης δεν προσπαθεί να δείξει κάτι άλλο από αυτό που βλέπουμε. Μία αφήγηση με τον σεβασμό ανθρώπου που τιμά αυτό που θαύμασε, αυτό που του έκλεψε την προσοχή, αυτού που του έμαθε τι αξίζει και τι κάνει το καλό, μεγάλο και το μεγάλο μύθο!

Καλή ανάγνωση, καλή απόλαυση!

Ανοιχτός ορίζοντας και Καλοτάξιδο!

Σας ευχαριστώ!

Θανάσης Λάλας

Διαβάστε σχετικά άρθρα:

Παρουσίαση του «Σινέ Λαύκος» του Δημήτρη Πιατά στο Public Café Συντάγματος

 

Σχετικά άρθρα