Εμμηνόπαυση και ορμονική υποκατάσταση: Πότε γίνεται και ποια τα αποτελέσματα

Η εμμηνόπαυση είναι η ορμονική αλλαγή που χαρακτηρίζεται από τη διακοπή της περιόδου και της πιθανότητας εγκυμοσύνης μιας γυναίκα με φυσιολογικό τρόπο. Οι αλλαγές που προκαλεί η εμμηνόπαυση ξεκινούν όταν οι ωοθήκες σταματούν να παράγουν ωάρια και ελαττώνουν την παραγωγή ορμονών τους. Οι βασικές ορμόνες που παράγουν οι ωοθήκες είναι τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, και αυτές βοηθούν στην διατήρηση της περιόδου κάθε μήνα.

Γράφει η Παρασκευή Μεντζελοπούλου, Ενδοκρινολόγος-Διαβητολόγος

Πριν την οριστική διακοπή της περιόδου, προηγείται μια περίοδος 4-5 χρόνων όπου αρχίζουν να πέφτουν σταδιακά τα επίπεδα των οιστρογόνων και η γονιμότητα μειώνεται σημαντικά. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή ως κλιμακτήριος. Στην περίοδο αυτή τα επίπεδα των ορμονών μπορεί να έχουν μεγάλες διακυμάνσεις και αρχίζουν σιγά σιγά να παρουσιάζονται τα πρώτα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης. Το σώμα της γυναίκας μπορεί να περάσει από διάφορες φάσεις και συμπτώματα την περίοδο αυτή.

Τα  πιο συχνά συμπτώματα που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες γυναίκες είναι οι εξάψεις και οι μεταπτώσεις στη διάθεση.

Οι εξάψεις μπορεί να ξεκινήσουν ακόμα και όταν υπάρχει ακόμα περίοδος, συνήθως όταν έχουν αρχίσει κάποιες διαταραχές στον κύκλο.

Άλλα συμπτώματα που αναφέρουν γυναίκες σε εμμηνόπαυση είναι:

  • Πνευματική σύγχυση
  • Διαταραχή στη μνήμη και τη σκέψη και τη συγκέντρωση
  • Κυκλοθυμία
  • Αίσθημα θλίψης και κάποιες φορές κατάθλιψη
  • Διαταραχή στον ύπνο
  • Απώλεια Libido ή ελαττωμένη επιθυμία για επαφή
  • Ξηρότητα στον κόλπο

Κάποιες γυναίκες αναφέρουν χειρότερα προεμμηνορρυσιακά συμπτώματα (PMS)

Πώς επηρεάζει το σώμα η εμμηνόπαυση;

Η εμμηνόπαυση μπορεί να επηρεάσει το σώμα και τα διάφορα όργανα και συστήματα με πολλούς τρόπους:

  • Αλλαγές στην λειτουργία των γεννητικών οργάνων (προβλήματα με ξηρότητα του κόλπου, φαγούρα τοπική, πόνος κατά την ερωτική επαφή, ερεθισμός της περιοχής του κόλπου, προβλήματα με την ούρηση όπως ακράτεια ή συχνουρία)
  • Διαταραχές στον σκελετό και τα κόκκαλα (απώλεια οστικής μάζας, οστεοπόρωση, απώλεια ύψους, κατάγματα)
  • Διαταραχές στον μεταβολισμό (σταδιακή αύξηση του βάρους, αύξηση στη χοληστερίνη και το σάκχαρο)
  • Διαταραχές στο καρδιαγγειακό σύστημα με αύξηση της αρτηριακής πίεσης, ανάπτυξη αθηρωμάτωσης και αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακές παθήσεις .

Τα 5 πρώτα χρόνια της εμμηνόπαυσης είναι συνήθως και τα πιο δύσκολα. Στην φάση αυτή η θεραπεία εξαρτάται από τον αν την ύπαρξη συμπτωμάτων, το είδος και την ένταση τους. Αν τα συμπτώματα είναι πολύ έντονα και  προκαλούν μεγάλη διαταραχή στην καθημερινότητα  και δεν έχετε κάποια σοβαρή αντένδειξη για τη λήψη ορμονών, τότε υπάρχει ένδειξη για ορμονική θεραπεία υποκατάστασης.

Τι είναι η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης;

Θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης είναι η θεραπευτική χρήση των ορμονών που φυσιολογικά παράγουν οι ωοθήκες (οιστρογόνα και προγεστερόνη) για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης.

Σημείο αντιπαράθεσης

Για πολλά χρόνια η θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα δινόταν σε όλες τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση ανεξαρτήτως ηλικίας και συμπτωμάτων για την πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων και οστεοπόρωσης. Μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2004, η WHI (Women’s Health Initiative) η οποία μελέτησε την επίδραση της θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης στην πρόληψη καρδιαγγειακών παθήσεων, οστεοπόρωσης και καρκίνου, άλλαξε τον τρόπο χρήσης των ορμονών.

Στη μελέτη αυτή φάνηκε ότι το όφελος από τη χρήση των ορμονών περιορίζεται στις νέες γυναίκες που έχουν μπει σε εμμηνόπαυση και ξεκινούν θεραπεία έως και 5 χρόνια μετά τη διακοπή της περιόδου. Αντίθετα, η μακροχρόνια λήψη τους φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού (χορήγηση πάνω από 5 χρόνια) και τον κίνδυνο για αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και θρομβώσεις. Μεγάλη αντιπαράθεση υπάρχει ακόμα καθώς η δόση και το είδος των ορμονών που δόθηκαν σε αυτή τη μελέτη φαίνεται να επηρέασαν  το αποτέλεσμα. Η μελέτη αυτή έβαλε νέα όρια στη χρήση της θεραπείας υποκατάστασης.

Βασικές ενδείξεις χορήγησης θεραπείας υποκατάστασης (HRT, Hormone Replacement Treatment) είναι:

  1. Σε γυναίκες με πρόωρη ωοθηκική ανεπάρκεια (αν δηλαδή η περίοδος σταματήσει πριν την ηλικία των 40 ετών)
  2. Σε γυναίκες με πρόωρη εμμηνόπαυση (αν η περίοδος σταματήσει πριν την ηλικία των 45 ετών)
  3. Σε γυναίκες που χρειάζεται να αφαιρέσουν τη μήτρα και τις ωοθήκες πριν την ηλικία των 50 ετών
  4. Σε γυναίκες με φυσιολογική εμμηνόπαυση μέχρι και 5 χρόνια μετά το τέλος της περιόδου για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης, όταν δεν υπάρχουν αντενδείξεις και για διάρκεια 2-5 ετών με σταδιακή μείωση τους.

Καταστάσεις στις οποίες η χρήση ορμονικών σκευασμάτων μπορεί να μην ενδείκνυται είναι:

  • Ιστορικό καρκίνου του μαστού
  • Ιστορικό καρκίνου της μήτρας
  • Ιστορικό θρόμβωσης ή γνωστή διαταραχή πηκτικότητας τους αίματος
  • Καρδιαγγειακή νόσος
  • Ιστορικό αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
  • Παχυσαρκία
  • Ηπατική νόσος

Είδη ορμονικής υποκατάστασης

Οι ορμόνες που δίνονται στην εμμηνόπαυση μπορούν να χορηγηθούν με διάφορους τρόπους:

  • Τοπική χρήση οιστρογόνων

Αν το βασικό σύμπτωμα είναι η κολπική ξηρότητα και ο κνησμός, μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά οιστρογόνα, σε χαμηλή δόση, που δεν συνδέονται με τους κινδύνους της συστημικής θεραπείας υποκατάστασης. Τα κολπικά οιστρογόνα μπορεί να είναι σε μορφή:

  • Κολπικής κρέμας,
  • Κολπικού δαχτυλίου
  • Πεσσών που τοποθετούνται μέσα στον κόλπο

Συστημική χρήση ορμονών

Αν η εμμηνόπαυση συνοδεύεται από έντονα αγγειοκινητικά συμπτώματα (εξάψεις, εφιδρώσεις), οστεοπόρωση, συμπτώματα ακράτειας, έντονη διαταραχή του ύπνου και του ψυχισμού ή αν η περίοδος σταματήσει σε νεαρή ηλικία τότε χρειάζεται η λήψη ορμονών.

Τα βασικά είδη ορμονικής υποκατάστασης είναι:

  • Οιστρογόνα: Μπορούν να χορηγηθούν από το στόμα ή με αυτοκόλλητο που κολλάει στο δέρμα. Τα οιστρογόνα χορηγούνται χωρίς την προσθήκη προγεστερόνης σε γυναίκες που έχουν υποστεί υστερεκτομή (χειρουργική αφαίρεση της μήτρας)
  • Συνδυασμός οιστρογόνων και προγεστερόνης: Σε γυναίκες που έχουν μήτρα θα πρέπει να γίνει συνδυαστική θεραπεία καθώς η αποκλειστική χρήση οιστρογόνων αυξάνει τον κίνδυνο για καρκίνο της μήτρας. Ο συνδυασμός μπορεί να γίνει είτε με τη συνεχή χορήγηση και των 2 ορμονών είτε με συνεχή χορήγηση οιστρογόνου και κυκλική χρήση προγεστερόνης για 10-14 ημέρες κάθε μήνα. Η προγεστερόνη μπορεί να χορηγηθεί και με τη μορφή ενδομήτριου σπειράματος.
  • Επιλεκτικοί τροποποιητές των οιστρογονικών υποδοχέων (SERMS), όπως η ραλοξιφαίνη και η βαζεδοξιφαίνη: Τα φάρμακα αυτά δρουν και ως αγωνιστές των υποδοχέων οιστρογόνων και ως ανταγωνιστές, ανάλογα με το κύτταρο και τον ιστό του σώματος. Τα φάρμακα αυτά έχουν ιδιαίτερα θετική επίδραση στον σκελετό ενώ δεν αυξάνουν τον κίνδυνο για καρκίνο του μαστού.
  • Συνθετικά στεροειδή με μεικτή ορμονική δράση (οιστρογονική, προγεσταγονική και ήπια ανδρογονική), όπως η τιμπολόνη: Τα φάρμακα αυτά πρέπει να χορηγούνται αφού έχει εγκατασταθεί εμμηνόπαυση για τουλάχιστον ένα χρόνο. Σχετίζονται με πιο αυξημένο κίνδυνο για θρόμβωση.

Η επιλογή του κατάλληλου σκευάσματος για κάθε γυναίκα δεν είναι πάντα εύκολη και πρέπει να εξατομικεύεται. Ανάλογα με τα συμπτώματα, την ηλικία, την προβλεπόμενη διάρκεια χορήγησης, το βάρος σώματος, τον κίνδυνο για επιπλοκές, την οστική ηλικία θα πρέπει να επιλεγεί το κατάλληλο σκεύασμα.

Πριν την έναρξη της θεραπείας θα πρέπει να γίνει λεπτομερής εργαστηριακός και κλινικός έλεγχος (γυναικολογική εξέταση, μαστογραφία, έλεγχος ορμονών και γενικών εξετάσεων). Η κάθε γυναίκα, σε συνεργασία με τον ιατρό της, πρέπει να συμμετέχει στην επιλογή της θεραπείας μετά από λεπτομερή ενημέρωση για τα υπέρ και τα κατά κάθε είδους ορμονικής υποκατάστασης.

Παρασκευή Μεντζελοπούλου

Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος

Αθήνα: Βασ. Σοφίας 102Α, 115 27

Τηλ. 210 7488801

[email protected]

Σχετικά άρθρα