Ένα απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Ν. Θέμελη

<p style="text-align: justify;"><strong>Ακόμα και τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 2011,</strong> ο Νίκος Θέμελης έγραφε. Δυόμισι χρόνια μετά τον θάνατό του, τα χειρόγραφά του γίνονται το τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «Η Αναχώρηση». Για μια ακόμα φορά ο Θέμελης γίνεται προφητικός. Με αφορμή την ελληνική επανάσταση, μιλάει για τις εμφύλιες συγκρούσεις που ακόμα και σήμερα ταλαιπωρούν αυτόν τον τόπο. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο».</p>
<p class="rtecenter" style="text-align: justify;"><img class="imagecache-Look-moda-280×460" title="image" src="http://www.athensvoice.gr/sites/default/files/imagecache/Look-moda-280×460/article/63900-141561.jpg" alt="image" /></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Η Ελένη Μπούρα, φίλη και επιμελήτρια των βιβλίων του </strong>γράφει ένα συγκινητικό σημείωμα για την περιπέτεια του βιβλίου.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>«Αυτό είναι ένα συναισθηματικό σημείωμα</strong> για τη μικρή ιστορία του χειρογράφου που η Μαριάννα Θέμελη ανέσυρε απ’ τον υπολογιστή του συγγραφέα και έφτασε στα χέρια μου.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Με τον Νίκο Θέμελη συνεργάστηκα</strong> ως επιμελήτρια στην έκδοση όλων των βιβλίων του – απ’ την Αναζήτηση (Κέδρος 1998) έως τη Συμφωνία των ονείρων (Μεταίχμιο 2010).</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Από την έκδοση της Συμφωνίας </strong>και μέχρι τον Ιούλιο του 2011 τηλεφωνικά άκουγα κάποιες σκέψεις του για τον καινούργιο κόσμο στον οποίο έμπαινε συγγραφικά: για την Επανάσταση του ’21 – και πώς οι σύγχρονοι καιροί αρχίζουν να παίρνουν σχήματα του παρελθόντος. Μόλις όμως τολμούσα να ψελλίσω: «Θα μου δώσεις να διαβάσω», μου απαντούσε: «Μόλις θα είμαι έτοιμος». Ποτέ δεν μου έδινε να διαβάσω κάτι πριν να έχει μια σχεδόν ολοκληρωμένη μορφή.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Τέλη Ιουλίου του 2011</strong> ήταν να συναντηθούμε για την καινούργια νουβέλα – όλη εκείνη η περίοδος όμως ήταν αρκετά επώδυνη για κείνον εξαιτίας της αρρώστιας του. Δεν συναντηθήκαμε τότε, μπήκε στο νοσοκομείο όπου τον συνάντησα στις 18 Αυγούστου και δύο μέρες αργότερα, στις 20, πέθανε. <br />Εκείνες τις μέρες είχαμε ξεχάσει όλοι ότι υπήρχε βιβλίο του μέχρι που κάτι γράφτηκε στον Τύπο μετά τον θάνατό του, στις 28 Αυγούστου. Όταν το συζητήσαμε με τη Μαριάννα Θέμελη, μου απάντησε ότι θα το δούμε αργότερα – πού μυαλό και διάθεση να σκεφτεί το βιβλίο. Δεν την ξαναενόχλησα για το θέμα. Θεώρησα ότι όταν εκείνη θα αισθανόταν έτοιμη να ασχοληθεί θα το κουβεντιάζαμε. Το φθινόπωρο του 2013 μου το εμπιστεύτηκε.</p>
<p style="text-align: justify;"><img src="http://www.athensvoice.gr/sites/default/files/imagecache/image-477×305/article/63900-141562.jpg" alt="n" /></p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ειλικρινά το να πάρω στα χέρια μου</strong> και να επιμεληθώ το βιβλίο που ήξερα ότι ο Νίκος Θέμελης είχε γράψει ήταν ό,τι δυσκολότερο είχα αντιμετωπίσει. Από την πρώτη στιγμή που πήρα το αρχείο του υπολογιστή του παρόντος βιβλίου μέχρι την έκδοσή του, διάβασα λέξη λέξη το κείμενο άπειρες φορές. <br />Αποφασίσαμε με τη Μαριάννα πως θα το δουλέψω όπως όλα τα προηγούμενα βιβλία, δηλαδή, όπου το κείμενο έχει ανάγκη – σε παραγράφους, ορθογραφικές ή άλλες διορθώσεις, αβλεψίες, αντιφάσεις. Απλώς δεν θα τον είχα απέναντί μου να συζητάμε και την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια. Αυτή τη φορά είχα δίπλα μου τη Μαριάννα. Σ’ εκείνη απηύθυνα ερωτήματα. Και στον ιστορικό Βασίλη Παναγιωτόπουλο, από τον οποίο ζήτησα να γράψει και το Επίμετρο. Τον συμβουλεύτηκα, κι η κριτική του σκέψη, εκτός των άλλων, ήταν καθοριστική στην επιμέλεια.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Κι όπως πάντα, το φρόντισα εκδοτικά: </strong>Από το εξώφυλλο –ένας από τους πίνακές του– έως την τυπογραφική του μορφή.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Στο δεύτερο κεφάλαιο, διέκρινα πίσω</strong> από τις λέξεις της μυθοπλασίας και τη δική του, την πραγματική αναχώρηση». </p>
<p style="text-align: justify;"><strong><span style="text-decoration: underline;">Διαβάστε πρώτοι ένα απόσπασμα</span></strong></p>
<hr />
<p style="text-align: justify;"><strong>[…] Εκείνο το βράδυ των Χριστουγέννων του 2009 </strong>ήταν σίγουρος ότι είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, την απόσταση από το αλλιώς βιωμένο παρελθόν του, πριν βγει στη σύνταξη, για την ακρίβεια πριν πάρει την απόφαση για την αναχώρησή του. Έτσι κι αλλιώς, από τους εντεταλμένους είχε ζητήσει να αναχωρήσει μόνος.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Άνοιξε το σημειωματάριό του</strong> και ξαναδιάβασε τι είχε γράψει, κάνοντας κάθε τόσο μορφασμούς σαν να μην ήταν βέβαιος ότι αποτύπωνε αυτό που ήθελε να εκφράσει:</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Έφηβος ταξίδευα συνεπαρμένος </strong>από την επιθυμία της περιπέτειας, την έλξη που ασκεί το άγνωστο, όταν δεν το φοβάσαι, από τη γοητεία της ψευδαίσθησης ότι μπορείς να είσαι μέσα στο όνειρο κάποιος άλλος, διευρύνοντας αψήφιστα τα όρια της ελευθερίας και αλόγιστα του πάθους. Όταν μεγάλωσα έφευγα για άλλα μέρη αναζητώντας την αλήθεια και τη γνώση. Όσα δεν μου ’δινε ο τόπος μου, οι άνθρωποί του και οι κλειστοί τους δρόμοι. Ματώνοντας και μαθαίνοντας επίπονα να παίρνω αποστάσεις από παρορμήσεις και στιγμιαίους ή εφήμερους συναισθηματισμούς που σε ξοδεύουν και σε απαξιώνουν. Ώριμος, τέλος, αναχωρούσα συνήθως από την ανάγκη μιας ακαθόριστης φυγής. Μετρούσε πιο πολύ η απόδραση από το συγκεκριμένο, από τη ρουτίνα ή τη φθορά, παρά οι αναζητήσεις μου στους ανοιχτούς ορίζοντες.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Ταξίδευα μόνος ή με συντροφιά, </strong>με έρωτες και με φιλίες. Αν χρειαζόταν τρέχοντας από πίσω τους κι άλλοτε απομακρυνόμενος διακριτικά, καμιά φορά με βία.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Τώρα, ξένος πια στον τόπο μου τον ίδιο, </strong>απόρριμμα της κουλτούρας του που κυβερνάει, και πάλι ταξιδεύω, χωρίς κάτι από όλα αυτά που μ’ έσπρωχναν παλιά να είναι φανερό ή τόσο δυνατό για να με καθορίζει. Ταξιδεύω σαν να ’ναι αυτό ένας τρόπος αυτοεξορίας που χτίσθηκε, όπως θα έλεγε ο ποιητής, κατά μικρόν και ανεπαισθήτως.</p>
<p style="text-align: justify;"><strong>Μόνο που τώρα με δυσκολεύει αφόρητα</strong> το αναπηρικό μου καροτσάκι. Να σκαρφαλώνω σε τρένα και βαπόρια, να ανεβαίνω σε αεροπλάνα. Να στήνομαι σε ουρές, να κατεβαίνω σκάλες, να στριμώχνομαι σε ασανσέρ, να μην το βάζω κάτω. Να τρεκλίζω, να χάνω την ισορροπία μου, να προσπαθώ τις πιο πολλές φορές μόνος και αβοήθητος να συρθώ στα γόνατα για να πιαστώ από κάπου. Ίσως γιατί δεν έχω συμβιβασθεί με την ιδέα –και δεν θέλω να συμβιβασθώ από τον φόβο μήπως και παραιτηθώ– ότι δεν έχω συνηθίσει που τα πόδια μου έχουν βιδωθεί στον άξονα που κρατά του καροτσιού τις ρόδες, ενώ τα χέρια μου τρέχουν γύρω τους σαν να ’τανε φθαρμένοι ιμάντες. Όμως λέω πάλι καλά, έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να πω μια καλημέρα, ένα ευχαριστώ σε κάποιους, να τους χαμογελάσω. Άλλωστε πρέπει να παραδεχθώ ότι εκτός ατυχήματος ελάχιστοι και σπάνια παρατηρούν αυτήν μου την αναπηρία. Δύο φορές μάλιστα έτυχε κάποιοι όλο απορία να με ρωτήσουν «Μα για ποιο καροτσάκι μιλάτε; Δεν βλέπουμε κάποιο καροτσάκι!» κι απόμειναν αμήχανοι να περιμένουν την αντίδρασή μου στην ένστασή τους. Δεν έχω καταλήξει αν αυτή η αδυναμία ή αδιαφορία των άλλων πιο πολύ με ανακουφίζει ή με πικραίνει.[…]</p>

Σχετικά άρθρα