Μια στιγμή που άλλαξε τη ζωή της: ο σύντροφός της έφυγε και την άφησε – «Στη μοναξιά βρήκα την αυτοπεποίθησή μου» – «Ανακάλυψα ότι μπορούσα να εμπιστευτώ ξανά τον εαυτό μου»

Πριν από σχεδόν μια δεκαετία, ξάπλωσα ανάσκελα στο πάτωμα. Μέσα από το ανοιχτό παράθυρο, άκουγα τον άνεμο. Ήμουν μόνη, πράγμα που σήμαινε -αν και δεν το ήξερα ακόμα- ότι είχα ξεπεράσει τα χειρότερα χρόνια της ζωής μου.

Ένα χρόνο νωρίτερα, καταθλιπτική και σε κατάσταση αυξημένου άγχους που προκαλούσε η δυστυχισμένη σχέση που είχα, είχα ψάξει για κάτι που θα σταθεροποιούσε το μυαλό μου. Λάτρης του Μεσαίωνα, είχα ασχοληθεί με τη ζωγραφική εικονογραφημένων χειρογράφων και έβρισκα φανταστικές εντολές, μία από τις οποίες έλεγε: «Αν όλα τα άλλα αποτύχουν, ξάπλωσε στο πάτωμα και περίμενε να συμβεί κάτι».

Ένιωθα κολλημένη σε αυτή την κατάσταση για πολύ καιρό. Προσπαθούσα να παρηγορήσω τον εαυτό μου ότι το να ζω σε απόγνωση ήταν απλώς κάτι που το σώμα μου υπέμενε, ενώ η ψυχή μου ήταν ασφαλής κάπου αλλού, σε ένα καλύτερο, παράλληλο σύμπαν. Αλλά δεν πείστηκα. Είχα χάσει το μυαλό μου και, όλο και περισσότερο, τη θέλησή μου να ζήσω.

Όταν η σχέση της κατέρρευσε

Ο σύντροφός μου έφυγε και εγώ έμεινα μόνη μου στο σπίτι που νοικιάζαμε. Έμεινα χωρίς αυτοπεποίθηση, χωρίς αυτοκίνητο και χωρίς μαγαζιά γύρω μου. Η αντίδρασή μου δεν ήταν αυτή που ίσως περίμενα – δεν σχεδίαζα την απόδρασή μου. Η επιλογή να μείνω μόνη μου ήταν ενστικτώδης.

Έπεσα στη μοναξιά με ευχαρίστηση. Μόνη, ανακάλυψα ότι ήταν ασφαλές να είμαι πλήρως εστιασμένη στο παρόν. Άρχισα να βιώνω τη ζωή με τέτοια ένταση που ήταν σαν να σκοντάφτω. Κρατούσα το χέρι μου σε χαλαζοπτώσεις μέχρι να μελανιάσει. Κοίταζα τα αρνιά στο χωράφι. Έμεινα ξύπνια ακούγοντας τον άνεμο να «τραγουδάει» μέσα από τα τηλεφωνικά καλώδια. Στιγμές θλίψης και ομορφιάς ήταν μόνο δικές μου, δεν τις μοιραζόμουν με κανέναν. Η δυνατότητα μιας ήρεμης ζωής, μιας νέας ζωής στην οποία θα μπορούσα να υπάρχω χωρίς δυστυχία, άνοιξε μπροστά μου. Η μοναξιά με διαπέρασε σαν μια φωτιά που λειτούργησε θετικά στη ζωή μου.

Το να είμαι μόνη δεν ήταν πάντα εύκολο, εξ’ αρχής. Έπρεπε να περάσω από μια διαδικασία επούλωσης από τη ζωή που είχα ζήσει, μια διαδικασία αυτο-ανανέωσης που δεν θα μπορούσε να συμβεί με την παρουσία άλλων. Αρχικά, τα όνειρα έφεραν στην επιφάνεια πράγματα που εξακολουθούσαν να με στοιχειώνουν. Στη συνέχεια ήρθαν οι αναδρομές στο παρελθόν. Κάποιες από αυτές τις αναμνήσεις τις κράτησα μέσα μου, ενώ κάποια άλλα ήταν λιγότερο ευπρόσδεκτα, όπως εμπειρίες που θα προτιμούσα να είχα αφήσει θαμμένες, αλλά έπρεπε να τις ξανασυναντήσω για να εξιλεωθώ, να θρηνήσω ή να θάψω στο χώμα.

Καθώς δεν μπορούσα να ταξιδέψω λόγω της έλλειψης δημόσιων συγκοινωνιών, εκμεταλλεύτηκα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους περιορισμένους πόρους και ανέλαβα απομακρυσμένες δουλειές συγγραφής για να επιβιώσω. Όσο πιο πολύ αποτραβιόμουν, τόσο καλύτερα παρατηρούσα τους ανθρώπους.

Έμαθα να βασίζομαι στον εαυτό μου, πράγμα που σήμαινε ότι ανακάλυψα ότι μπορούσα να εμπιστευτώ ξανά τον εαυτό μου. Ξέχασα την ανάγκη για εξωτερική επιβεβαίωση. Καθόμουν σε χωράφια και δάση, παρατηρώντας, και έχανα την αίσθηση του εαυτού μου – ποια ήμουν ή ποια έπρεπε να είμαι. Μακριά από τις προσδοκίες της κοινωνίας, ένιωθα ελεύθερη.

Η στιγμή που έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι στο οποίο έμενε

Το φθινόπωρο έγινε χειμώνας και μετά ήρθε η άνοιξη. Έπρεπε να εγκαταλείψω το ακίνητο, καθώς το ενοίκιο ανέβαινε και δεν μπορούσα να το αντέξω οικονομικά. Ήθελα όμως να παραμείνω μόνη μου. Κατά τύχη, μου πρότειναν να νοικιάσω ένα εξοχικό σπίτι δίπλα στη θάλασσα, το οποίο είχα καθαρίσει στο παρελθόν ως οικονόμος. Από εκεί, κοίταζα ένα νησί στον ορίζοντα που ονομαζόταν Lundy.

Μετά από περίπου ένα χρόνο, ο ιδιοκτήτης μου ήθελε πίσω το εξοχικό. Ήθελα να μείνω μόνη μου, αλλά αυτό δεν ήταν εφικτό οικονομικά. Χωρίς εγγυητή, το εισόδημά μου ήταν πολύ χαμηλό για να νοικιάσω μόνη μου. Έτσι, έκανα sofa surfing (όταν ένα άτομο μετακινείται από σπίτι σε σπίτι, κοιμάται σε οποιονδήποτε ελεύθερο χώρo, συχνά σε καναπέ ή πάτωμα, γενικά μένει λίγες μέρες πριν μετακομίσει στο επόμενο σπίτι), το οποίο με οδήγησε στο Λονδίνο. Έκανα οικονομίες για να νοικιάσω. Μέχρι τότε, διάβαζα για το πτυχίο και σπούδαζα για ένα μεταπτυχιακό στη δημιουργική μη μυθοπλασία. Είχα επίσης γνωρίσει τον άνδρα που θα γινόταν ο σύζυγός μου.

Ένιωθα περιορισμένη στο Λονδίνο και επιθυμούσα την απομόνωση. Με το σύζυγό μου ζήσαμε στο Lundy για εννέα μήνες, τέσσερις από τους οποίους ήταν κατά τη διάρκεια του lockdown στην Αγγλία, το 2021. Ήταν ένα απόκοσμο μέρος εκείνους τους μήνες, σαν ένα ταξίδι του μέλιτος στην άκρη του χρόνου.

Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασα ξαπλωμένη στο πάτωμα, αλλά ήταν σαν να πέρασε μια ολόκληρη ζωή εκείνη τη στιγμή – σαν να έσπασε επιτέλους ένα μοτίβο που επαναλάμβανα, απλά και μόνο με το να ξαπλώνω εκεί. Βρήκα μια αίσθηση του ανήκειν στο τοπίο και ο εαυτός μου έγινε το ασφαλές μέρος στο οποίο μπορούσα πάντα να επιστρέφω. Τώρα, αυτό το διακοσμημένο χειρόγραφο κρέμεται στο σπίτι μας στο Ντέβον ως υπενθύμιση του τόπου από τον οποίο προήλθε αυτή η νέα ζωή.

Σχετικά άρθρα