Οι κάτοικοι στο Μάτι συγκλονίζουν: «Σαν να γινόταν πόλεμος»!

Ένας χρόνος έχει περάσει από την τραγωδία στο Μάτι… Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες των διασωθέντων αλλά και των συγγενών των θυμάτων…

Θα καούμε ή θα πνιγούμε;

«Ήμασταν επί 4 ώρες στη θάλασσα μαζί με τα παιδιά μας. Τραγικές καταστάσεις. Τι να σας πω, ότι λέγαμε ή θα καούμε ή θα πνιγούμε; Χαιρετηθήκαμε οικογενειακώς ο ένας με τον άλλο γιατί το είχαμε σίγουρο ότι θα πεθάνουμε».

Η φωνή της κ. Πόπης Δ. σπάει καθώς ανακαλεί στη μνήμη της τις δραματικές εκείνες ώρες της 23ης Ιουλίου του 2018, όταν η ίδια, οι δικοί της, καθώς και όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι –κάτοικοι και επισκέπτες- βρέθηκαν μια ανάσα μακριά από βέβαιο θάνατο.

Γύρω στις 6 το απόγευμα, θυμάται, αντιλήφθηκε ξαφνικά πως οι φλόγες είχαν κατέβει από τον Νέο Βουτζά, είχαν φθάσει στην ακτή και είχαν περικυκλώσει το ίδιο της το σπίτι.

Μόνιμος κάτοικος της περιοχής εδώ και χρόνια είδε να απειλούνται όλα τα υπάρχοντά της. Όμως δεν είχε κανένα περιθώριο να κάτσει να το σκεφθεί. Άρπαξε από το χέρι την 10χρονη κόρη της και τον 13χρονο γιο της και όπως ήταν, ξυπόλητοι με ένα ρούχο πάνω τους, έτρεξαν προς τη θάλασσα διασχίζοντας το στενό κατηγορικό δρομάκι που οδηγεί σε έναν από τους κολπίσκους.

«Δεν μπορούσες να φύγεις από πουθενά»

«Η φωτιά ερχόταν από πάνω (σ.σ. δείχνει προς τον Νέο Βουτζά) και από την παραλία (σ.σ. εννοεί από βόρεια διεύθυνση, παράλληλα με την ακτογραμμή). Ο σύζυγός μου είχε μείνει πίσω και πίστευα ότι δεν θα προλάβει, ότι θα εγκλωβιστεί. Και πράγματι παραλίγο να συμβεί αυτό».

Η κατάσταση που επικρατούσε τριγύρω ήταν επιεικώς χαοτική, λέει. «Όποιος μπορούσε έφευγε. Καμία οργάνωση, σκέτη κόλαση. Εδώ ο δρόμος που βλέπεις (σ.σ. η οδός Δημοκρατίας στο Κόκκινο Λιμανάκι) ήταν γεμάτος από αυτοκίνητα γιατί η αστυνομία τα έστελνε όλα εδώ. Δεν μπορούσες να φύγεις από πουθενά», συνεχίζει να περιγράφει τις κρίσιμες εκείνες ώρες.

Έχει γίνει λόγος πολύς για την εγκληματική αμέλεια, την ανικανότητα, ή την έλλειψη οργάνωσης που επέδειξαν τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής το μοιραίο απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018. Ελάχιστα όμως έχουν ειπωθεί για την στάση του Λιμενικού.
«Το Λιμεναρχείο δεν απάντησε ποτέ στις κλήσεις μας»

«Καλούσαμε στο Λιμεναρχείο της Ραφήνας επί ώρες αλλά δεν σήκωνε το τηλέφωνο κανείς. Δεν ήλθαν ποτέ να μας πάρουν. Μείναμε επί 4 ώρες στη θάλασσα, με την ατμόσφαιρα αποπνικτική και τις σπίθες να πετάγονται πάνω μας και τελικά ήλθαν κάποια ψαροκάικα ιδιωτών και μας πήραν, αναφέρει η ίδια και η φωνή της σπάει.

«Μας πήγαν στο λιμεναρχείο της Ραφήνας και έτσι όπως ήμασταν, χωρίς παπούτσια, ταλαιπωρημένους επί ώρες στη θάλασσα, και μάλιστα μας έβαλαν να διασχίσουμε ξυπόλητοι όλη τη διαδρομή μέχρι να φθάσουμε στο λιμεναρχείο όπου είχαν στήσει ένα τραπέζι για να καταγράψουν τα στοιχεία μας».

«Τόση αδιαφορία δηλαδή; Δεν μπορούσαν έστω να φέρουν το τραπέζι στο λιμάνι, αλλά έπρεπε να μας ταλαιπωρήσουν επιπλέον;» αναρωτιέται και συνεχίζει:

«Κι εκεί μόνο ένα μπουκάλι νερό μας έδωσαν. Ζήταγα καμιά αμπούλα για να μπορέσει να ανασάνει ο γιος μου που έχει πρόβλημα υγείας και δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε καν λίγο χαρτί, ούτε μια χαρτοπετσέτα… Τραγική ανοργανωσιά. Δεν είναι κράτος αυτό».

«Σαν να γινόταν πόλεμος»

«Μπήκαμε στη θάλασσα για να μην καούμε και μείναμε επί 4,5-5 ολόκληρες ώρες μέσα στο νερό. Είμασταν περίπου 25 άτομα σε εκείνο το σημείο, οι μισοί παιδιά», συνεχίζει τη συγκλονιστική αφήγηση.

«Συνεχώς ακούγαμε ισχυρές εκρήξεις από τα αυτοκίνητα που τυλίγονταν στις φλόγες… Σαν να γινόταν πόλεμος… Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική αλλά ευτυχώς μου έκοψε και πήρα μια πετσέτα που την έβρεξα και την έβαλα στο πρόσωπο. Χάρη σε αυτήν κατάφερα να μην πεθάνω από ασφυξία, τόσες ώρες υπό τέτοιες συνθήκες».

«Κάποτε ήλθαν καΐκια και μας πήραν. Μας πήγαν Ραφήνα αλλά εγώ δεν πήγα στο λιμεναρχείο για την καταγραφή. Δεν άντεχα. Κοίταξα πώς θα βρω λεωφορείο να φύγω. Κάποια στιγμή μετά από ώρες κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μου στην Αγία Παρασκευή».

«Σκέτη κόλαση»

«Έλειπα στην Αθήνα για δουλειές. Επέστρεψα στις 11 παρά. Τι να περιγράψω… Φωτιές παντού, καίγονταν οι κορμοί των δέντρων, η ατμόσφαιρα πολύ βαριά, καπνοί παντού, ήταν σκέτη κόλαση», αναφέρει η κ. Ιωάννα, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μετακομίσει μαζί με τον σύζυγό της μόνιμα στην Ανατολική Αττική.

«Άφησα το αυτοκίνητό μου πιο πάνω και κατέβηκα με τα πόδια αφού εξήγησα στους αστυνομικούς πως έχω το σπίτι μου εδώ. Και με άφησαν… Μια γιαγιά στην απέναντι πολυκατοικία ήταν νεκρή από ασφυξία στην πυλωτή».

Πηγή: in.gr

Διαβάστε σχετικά άρθρα:

Τραγωδία στο Μάτι: Ο Μητσοτάκης στο ετήσιο μνημόσυνο των 102 νεκρών

 

Σχετικά άρθρα