<div>
<div class="nH">
<div class="nH">
<div class="nH">
<div class="no">
<div class="nH nn">
<div class="nH">
<div class="nH">
<div class=" ar4 z aeI">
<div class="AO">
<div id=":4" class="Tm aeJ">
<div id=":2" class="aeF">
<div class="nH">
<div class="nH">
<div class="nH g id">
<table class="Bs nH iY" cellpadding="0">
<tbody>
<tr>
<td class="Bu">
<div class="nH if">
<div class="nH aHU">
<div class="nH hx">
<div class="nH">
<div class="h7 ie nH oy8Mbf">
<div class="Bk">
<div class="G3 G2">
<div id=":pj">
<div class="adn ads">
<div class="gs">
<div id=":ph" class="ii gt m1435224798c4c84c adP adO">
<div id=":pk">
<div>
<div>
<div>
<blockquote><strong>Πολλές ευχές σ' όλους μ' ένα διήγημα του Κώστα Βάρναλη για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.</strong><br /><br /></blockquote>
<blockquote>
<blockquote>(Ο Κώστας Βάρναλης έχει γράψει κι άλλα διηγήματα «εις ύφος </blockquote>
<blockquote>Παπαδιαμάντη», αλλά τούτο εδώ έχει το μοναδικό γνώρισμα ότι παρουσιάζει </blockquote>
<blockquote>ως ήρωα και τον ίδιο τον κυρ Αλέξανδρο. Εκτός αυτού, ο προσεκτικός </blockquote>
<blockquote>αναγνώστης θα δει μέσα στο κείμενο ξεσηκωμένες αυτούσιες φράσεις από </blockquote>
<blockquote>διηγήματα του Παπαδιαμάντη και θα ευφρανθεί με λέξεις παπαδιαμαντικές.) </blockquote>
<blockquote>-Κώστας Βάρναλης, «Τα Xριστούγεννα του Παπαδιαμάντη»: </blockquote>
<blockquote>«Ο ουρανός έβρεχε διαρκώς λεπτόν νερόχιονον, ο γραίος αδιάκοπος εφύσα </blockquote>
<blockquote>και ήτο ψύχος και χειμών τας παραμονάς των Χριστουγέννων του έτους. </blockquote>
<blockquote>Ο κυρ Αλέξανδρος είχε νηστεύσει ανελλιπώς ολόκληρον το Σαρανταήμερον </blockquote>
<blockquote>και είχεν εξομολογηθεί τα κρίματά του (Παπά-Δημήτρη το χέρι σου φιλώ!). </blockquote>
<blockquote>Και αφού εγκαίρως παρέδωσε το χριστουγεννιάτικον διήγημά του εις την </blockquote>
<blockquote>"Ακρόπολιν" και διέθεσεν ολόκληρον την γλίσχρον αντιμισθίαν του προς </blockquote>
<blockquote>πληρωμήν του ενοικίου και των ολίγων χρεών του, γέρων ήδη κεκμηκώς υπό </blockquote>
<blockquote>των ετών και της νηστείας, αποφεύγων πάντοτε την πολυάσχολον τύρβην, </blockquote>
<blockquote>αλλά φιλακόλουθος πιστός, έψαλεν, ως συνήθως, με την βραχνήν και </blockquote>
<blockquote>σπασμένην φωνήν του, πλήρη όμως ενθέου πάθους, ως αριστερός ψάλτης, εις </blockquote>
<blockquote>το παρεκκλήσιον του Αγίου Ελισσαίου τας Μεγάλας Ώρας, σχεδόν από </blockquote>
<blockquote>στήθους, και ότε επανήλθεν εις το πτωχικόν του δωμάτιον, δεν είχεν </blockquote>
<blockquote>ακόμη φέξει! </blockquote>
<blockquote>Ήναψε το κηρίον του και τη βοηθεία του κηρίου (και του Κυρίου!) έβγαλε </blockquote>
<blockquote>το υπόδημά του το αριστερόν, διότι τον ηνώχλει ο κάλος, και ημίκλιντος </blockquote>
<blockquote>επί της πενιχράς στρωμνής του, πολλά ρεμβάζων και ουδέν σκεπτόμενος, </blockquote>
<blockquote>ήκουε τας ορυγάς του κραταιού ανέμου και τους κρότους της βροχής και </blockquote>
<blockquote>έβλεπε νοερώς τον πορφυρούν πόντον να ρήγνυται εις τους σκληρούς </blockquote>
<blockquote>αιχμηρούς βράχους του νεφελοσκεπούς και χιονοστεφάνου Άθω. </blockquote>
<blockquote>Εκρύωνεν. Αλλά το καφενείον του κυρ Γιάννη του Αγκιστριώτη ήτο </blockquote>
<blockquote>κλειστόν. Αλλά και οβολόν δεν είχε να παραγγείλει: </blockquote>
<blockquote>- Πάτερ Αβραάμ, πέμψον Λάζαρον! (ένα ποτηράκι ρακή ή ρώμι). </blockquote>
<blockquote>Εκείνην την χρονιάν τα Χριστούγεννα έπεσαν Παρασκευήν. Τόσον το </blockquote>
<blockquote>καλύτερον. Θα νηστεύσει και πάλιν, ως το είχε τάμα να νηστεύει δια βίου </blockquote>
<blockquote>κάθε Παρασκευήν δια να εξαγνισθεί ο αμαρτωλός δούλος του Θεού από το </blockquote>
<blockquote>μέγα κρίμα της νεότητός του, που είδε τυχαίως από την κλειδαρότρυπαν </blockquote>
<blockquote>την νεαράν του εξαδέλφην να γδύνεται. </blockquote>
<blockquote>Έκαμε τον σταυρόν του κι εσκεπάσθη με την διάτρητον βατανίαν του, όπως </blockquote>
<blockquote>ήτο ντυμένος και με τα υποδήματα – πλην του αριστερού. </blockquote>
<blockquote>Και τότε ευρέθη εις την προσφιλήν του νήσον των παιδικών του χρόνων με </blockquote>
<blockquote>τα ρόδιν' ακρογιάλια, τας αλκυονίδας ημέρας, τας χλοϊζούσας πλαγιάς, με </blockquote>
<blockquote>τα κρίταμα, την κάππαριν και τας αρμυρήθρας των παραθαλασσίων βράχων </blockquote>
<blockquote>και με τους απλούς παλαιούς ανθρώπους, θαλασσοδαρμένους ή ναυαγούς, </blockquote>
<blockquote>ζωντανούς και κεκοιμημένους. </blockquote>
<blockquote>Και ήλθεν ο Χριστός με το τεθλιμμένον πρόσωπον, η Παναγία η </blockquote>
<blockquote>Γλυκοφιλούσα με το λευκόν και ένθεον Βρέφος της, ο Άγιος Στυλιανός, ο </blockquote>
<blockquote>φίλος και φρουρός των νηπίων, η Αγία Βαρβάρα και η Αγία Κυριακή με τους </blockquote>
<blockquote>σταυρούς και τους κλάδους των φοινίκων εις τας χείρας, ο όσιος Αντώνιος </blockquote>
<blockquote>και Ευθύμιος και Σάββας με τας γενειάδας και τα κομβοσχοίνιά των. και </blockquote>
<blockquote>ήλθε και ο όσιος Μωϋσής ο Αιθίοψ, "άνθρωπος την όψιν και θεός την </blockquote>
<blockquote>καρδίαν", η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια κρατούσα εις τας χείρας το </blockquote>
<blockquote>μικρόν της ληκύθιον, το περιέχον τα λυτήρια όλων των μαγγανειών και </blockquote>
<blockquote>επωδών, ο Άγιος Ελευθέριος, η Αγία Μαρίνα και είτα ο Άγιος Γεώργιος και </blockquote>
<blockquote>ο Άγιος Δημήτριος με τα χαντζάρια των, με τας ασπίδας και τους θώρακάς </blockquote>
<blockquote>των – ολόκληρον το Τέμπλον του παρεκκλησίου της Παναγίας της </blockquote>
<blockquote>Γλυκοφιλούσης εκεί επάνω εις τον βράχον τον μαστιζόμενον από θυέλλας </blockquote>
<blockquote>και λαίλαπας και λικνιζόμενον από το πολυτάραχον και πολύρροιβδον </blockquote>
<blockquote>κύμα.. </blockquote>
<blockquote>Φέγγος εαρινόν και θαλπωρή διεχύθησαν εντός του υγρού δωματίου και ο </blockquote>
<blockquote>κυρ Αλέξανδρος λησμονήσας τον κάλον του ανεσηκώθη να φορέσει και το </blockquote>
<blockquote>αριστερόν του υπόδημα δια ν' ασπασθεί ευλαβώς τους πόδας του Χριστού, </blockquote>
<blockquote>της Παναγίας και των αγίων. </blockquote>
<blockquote>Αλλ' η οπτασία εξηφανίσθη και ιδού ευρέθη εις τον Άι Γιάννην τον </blockquote>
<blockquote>Κρυφόν, που εγιάτρευε τους κρυφούς πόνους κι εδέχετο την εξαγόρευσιν </blockquote>
<blockquote>των κρυφών αμαρτιών. Πλήθος πιστών είχεν ανέλθει από την πολίχνην, </blockquote>
<blockquote>ζωντανοί και συγχωρεμένοι, να παρακολουθήσουν την Λειτουργίαν, την </blockquote>
<blockquote>οποία ετέλει ο παπά-Μπεφάνης βοηθούμενος από τον μπάρμπ' Αναγνώστην τον </blockquote>
<blockquote>Παρθένην. </blockquote>
<blockquote>Κατά περίεργον αντινομίαν των στοιχείων, ήτο καλοκαίρι κι η Λειτουργία </blockquote>
<blockquote>είχε τελειώσει και ήτον δεν ήτον τρίτη πρωϊνή, ότε η αμφιλύκη ήρχισε να </blockquote>
<blockquote>ροδίζει εις τον αντικρυνόν ζυγόν του βουνού. </blockquote>
<blockquote>Όλοι γείτονες, λάλοι και φωνασκοί, εκάθηντο κατά γης πέριξ εστρωμένης </blockquote>
<blockquote>καθαράς οθόνης. Τέσσερ' αρνιά, τρία πρόβατα, δύο κατσίκια, αστακοουρές, </blockquote>
<blockquote>κεφαλόπουλα καπνιστά της λίμνης, αυγοτάραχον και εγχέλεις αλατισμένοι, </blockquote>
<blockquote>πίττες, κουραμπιέδες, μπακλαβάδες, πορτοκάλια και μήλα – όλα τα </blockquote>
<blockquote>καλούδια, προϊόντα της μικρής και ωραίας νήσου, περιέμενον τους </blockquote>
<blockquote>συνδαιτυμόνας. </blockquote>
<blockquote>- Καλώς ώρισες κυρ Αλέξαντρε, κάτσε κ' η αφεντιά σου, του είπεν η θεια </blockquote>
<blockquote>η Αμέρσα. </blockquote>
<blockquote>Αλλά τι βλέπει γύρω του; Όλους τους ήρωας και τας ηρωίδας των </blockquote>
<blockquote>Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του. Εκεί ήτον η θεια-Αχτίτσα, φορούσα </blockquote>
<blockquote>καινουργή μανδήλαν και νέα πέδιλα, επιδεικνύουσα μετ' ευγνωμοσύνης το </blockquote>
<blockquote>συνάλλαγμα των δέκα λιρών, το οποίον μόλις έλαβε από τον ξενητευμένον </blockquote>
<blockquote>εις την Αμερικήν υιόν της. Δίπλα της εκάθητο κι ο Γιάννης ο Παλούκας, ο </blockquote>
<blockquote>προσποιηθείς τον Καλλικάντζαρον την Παραμονήν των Χριστουγέννων και </blockquote>
<blockquote>ληστεύσας τον Αγγελήν, τον Νάσον, τον Τάσον – όλα τα παιδιά τα οποία </blockquote>
<blockquote>κατήρχοντο από την Επάνω ενορίαν, αφού είχαν ψάλει τα Κάλανδα. Εσηκώθη </blockquote>
<blockquote>και παρέδωσεν εις τον κυρ Αλέξανδρον τας κλεμμένας πεντάρας -δεν είχε </blockquote>
<blockquote>πως να μεθύσει και εορτάσει τα Χριστούγεννα εκείνην την χρονιάν </blockquote>
<blockquote>(συχωρεμένος ας είναι!). </blockquote>
<blockquote>Ιδού κι ο Μπάρμπ' Αλέξης, ο Καλοκαιρής, που δεν είχεν ανάγκην του </blockquote>
<blockquote>πορθμείου του Χάρωνος δια να πηδήσει εις τον άλλον κόσμον. είχε το </blockquote>
<blockquote>ιδικόν του, υπόσαθρον πλοιάριον, αυτόχρημα σκυλοπνίχτην. Μαζί του ήτον </blockquote>
<blockquote>κι ο σύντροφός του ο Γιάννης ο Πανταρώτας ο ναυτολογημένος ως Ιωαννίδης </blockquote>
<blockquote>και διατελών εν διαρκεί απουσία κατά τας ώρας της εργασίας. </blockquote>
<blockquote>- Να φροντίσεις, του είπεν ο Πανταρώτας, να πάρω την σύνταξή μου! </blockquote>
<blockquote>Και λησμονών την ιερότητα της στιγμής εμούντζωσε το κενόν συνοδεύων την </blockquote>
<blockquote>άσεμνον χειρονομίαν με την ασεμνοτέραν βλασφημίαν: </blockquote>
<blockquote>- Όρσε, κουβέρνο! </blockquote>
<blockquote>Εκεί ήτον κι ο Μπάρμπα-Διόμας, ευτυχής διότι εγλύτωσεν από το ναυάγιον </blockquote>
<blockquote>και ερρόφησεν απνευστί επί του διασώσαντος αυτόν τρεχαντηρίου ολόκληρον </blockquote>
<blockquote>φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου δια να συνέλθει – ω πενιχρά, αλλ' </blockquote>
<blockquote>υπερτάτη ευτυχία του πτωχού! </blockquote>
<blockquote>Αλλ' ιδού έτρεξε να του σφίξη την χείρα και ο βοσκός ο Σταθ'ς του </blockquote>
<blockquote>Μπόζα, του οποίου δύο αίγες είχον βραχωθή εις τον κρημνόν υπεράνω της </blockquote>
<blockquote>αβύσσου, όπου έχαινεν ο πόντος και ήτο αδύνατον να σωθούν, αν δεν τον </blockquote>
<blockquote>κατεβίβαζαν δια σχοινίου εις τον βράχον με κίνδυνον της ζωής του. </blockquote>
<blockquote>- Την Ψαρή την έχω τάξει ασημένια στην Παναγιά. Τη Στέρφα (την άλλην </blockquote>
<blockquote>αίγα) θα την σφάξω για σένα, να την φάμε. </blockquote>
<blockquote>Και η Ασημίνα του μαστρο-Στεφανή του βαρελά, με τας τέσσαρας </blockquote>
<blockquote>κακοτυχισμένας θυγατέρας, τη Ροδαυγή, την Ελένη, τη Μαργαρώ και την </blockquote>
<blockquote>Αφέντρα, η Ασημίνα, που την μίαν ημέραν εώρτασε τους γάμους της </blockquote>
<blockquote>Αφέντρας με τον Γρηγόρη της Μονεβασάς και την άλλην ημέραν επένθησεν </blockquote>
<blockquote>τον θάνατον του υιού της του Θανάση. </blockquote>
<blockquote>Τέλος, ω! της εκπλήξεως, ενεφανίσθη και ο έτερος εαυτός του, ο </blockquote>
<blockquote>Αλέξανδρος Παπαδημούλης, ο πτωχαλαζών, ο ασχολούμενος εις έργα μη </blockquote>
<blockquote>κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος! </blockquote>
<blockquote>Ο κυρ Αλέξανδρος ησθάνθη τύψεις, ότι έπλασεν όλους αυτούς τους </blockquote>
<blockquote>ανθρώπους του λαού τόσον δυστυχείς και ταπεινούς ή τόσον αμαρτωλούς </blockquote>
<blockquote>(ουδείς αναμάρτητος!) και τον εαυτόν του τόσον επηρμένον!. </blockquote>
<blockquote>Αλλά την στιγμήν εκείνην τον διέκοψεν η οκταόκαδος τσότρα, η </blockquote>
<blockquote>περιφερομένη από χειρός εις χείρα. Δεν επρόλαβε να την εναγκαλισθή και </blockquote>
<blockquote>ήχησαν τα λαλούμενα (βιολιτζήδες ντόπιοι και τουρκόγυφτοι με κλαρινέτα) </blockquote>
<blockquote>και . εξύπνησεν. </blockquote>
<blockquote>Ποτέ ο κοσμοκαλόγηρος κυρ Αλέξανδρος δεν εξύπνησε τόσον χορτάτος, όσον </blockquote>
<blockquote>εκείνην την αγίαν ημέραν, ο νήστις του Σαρανταημέρου και ο νήστις όλης </blockquote>
<blockquote>της ζωής του! – ζωήν να έχει!» </blockquote>
</blockquote>
<blockquote><img src="https://mail.google.com/mail/u/0/?ui=2&ik=7bb91646a8&view=att&th=1435224798c4c84c&attid=0.1.1&disp=emb&zw&atsh=1" alt="" /></blockquote>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</td>
</tr>
</tbody>
</table>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>
</div>