Ναρκισσισμός και ψυχανάλυση: Πώς ένα χαρισματικό παιδί κινδυνεύει να γίνει ενήλικος νάρκισσος

Ναρκισσισμός και ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας

Τα άτομα που η δομή της προσωπικότητά τους επιβάλλει να αντλούν επιβεβαίωση από παράγοντες έξω από τον εαυτό τους ονομάζονται ναρκισσιστικά. Όλοι μας νιώθουμε ευάλωτοι σε θέματα που αφορούν το ποιοι είμαστε και πόση αξία έχουμε και προσπαθούμε να ζούμε με τέτοιο τρόπο τη ζωή μας ώστε να έχουμε θετικά συναισθήματα για τον εαυτό μας.

Γράφει ο Δημήτρης Σεφεριάδης, ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής

Η υπερηφάνεια που νιώθουμε για τον εαυτό μας αυξάνεται όταν οι σημαντικοί άλλοι μάς αποδέχονται και τραυματίζεται όταν μας απορρίπτουν. Ορισμένοι από εμάς προβληματιζόμαστε τόσο πολύ με τα ναρκισσιστικά μας εφόδια ή την εκτίμησή μας ώστε μπορεί να θεωρηθεί ότι ασχολούμαστε υπερβολικά με τον εαυτό μας.

Όροι όπως «ναρκισσιστική προσωπικότητα» και «παθολογικός ναρκισσισμός» αποδίδουν κατάλληλα αυτό το δυσανάλογο βαθμό του ενδιαφέροντος ορισμένων ατόμων για τον εαυτό τους και δεν αναφέρονται στη συνηθισμένη ανταπόκριση που εκφράζει ένα άτομο όταν γίνεται αποδεκτό από το περιβάλλον και στην ευαισθησία που επιδεικνύει απέναντι στην κριτική.

Ο κόσμος μεταβάλλεται ραγδαία, μετακινούμαστε συχνά, τα μέσα εκμεταλλεύονται τις ανασφάλειές μας και τρέφουν τη ματαιοδοξία και την απληστία μας, ο υλισμός καθιστά ανίσχυρες τις εσωτερικές νόρμες και παραδόσεις. Στις μαζικές κοινωνίες και σε εποχές ραγδαίας αλλαγής, η άμεση εντύπωση που προκαλεί ένα άτομο στους άλλους μπορεί να είναι πιο επιτακτική από την τιμιότητα και την ειλικρίνειά του, χαρακτηριστικά που εκτιμώνται σε μικρότερες και πιο σταθερές κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά ο ένας τον άλλο ώστε να κρίνουν ένα άτομο με βάση το παρελθόν και τη φήμη του.

Στις μέρες μας οι ναρκισσιστικοί ασθενείς βιώνουν συχνά το συναίσθημα της κενότητας. Με άλλα λόγια, ανησυχούν ότι δεν ταιριάζουν στο περιβάλλον τους, όχι ότι προδίδουν τις αρχές τους, και μπορεί να ασχολούνται επίμονα με στοιχεία που παρατηρούνται εύκολα από τους άλλους, όπως η ομορφιά, η φήμη, ο πλούτος ή η πολιτική ορθότητα, απ’ ό,τι με πτυχές της ταυτότητας και της ακεραιότητάς τους που είναι πιο προσωπικές. Η εικόνα αντικαθιστά την ουσία, και ο εαυτός που ένα άτομο επιδεικνύει στον κόσμο, θεωρείται πιο αξιόπιστη από το πραγματικό πρόσωπο ενός ατόμου.

Ο ναρκισσιστικός άνθρωπος παρουσιάζεται ως σίγουρος για τον εαυτό του, υπερόπτης, ενεργητικός, συχνά εντυπωσιακός στο παρουσιαστικό του και ο οποίος συνήθως προλαβαίνει κάθε επίθεση προς το πρόσωπό του, επιτιθέμενος ο ίδιος. Όμως όλα τα ναρκισσιστικά άτομα μοιράζονται μια εσωτερική αίσθηση τρόμου, ανεπάρκειας, ντροπής, αδυναμίας και κατωτερότητας. Οι αντισταθμιστικές συμπεριφορές τους μπορεί να διαφοροποιούνται πολύ, αποκαλύπτουν, όμως, παρόμοιες ενασχολήσεις. Έτσι άτομα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, εύλογα μπορεί να θεωρηθούν άτομα με ναρκισσιστική οργάνωση της προσωπικότητας.

Σε αντίθεση με τα αντικοινωνικά άτομα, τα οποία δημιουργούν προφανή και σοβαρά προβλήματα στην κοινωνία, τα ναρκισσιστικά άτομα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία, η ψυχοπαθολογία τους δεν είναι τόσο εμφανείς και δεν προκαλούν τόσο μεγάλη βλάβη. Τα ναρκισσιστικά άτομα που έχουν σημειώσει επιτυχίες σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, στρατιωτικό ή οποιοδήποτε άλλο επίπεδο, είναι πιθανό να αποτελούν αντικείμενο θαυμασμού και μίμησης από το περιβάλλον τους. Το εσωτερικό κόστος της ναρκισσιστικής τους πείνας για αναγνώριση, σπάνια γίνεται ορατό από τους παρατηρητές και τα τραύματα που προκαλούνται στους άλλους κατά την πραγματοποίηση των ναρκισσιστικών τους ενορμήσεων, είναι δυνατόν να εκλογικευτούν ως ασήμαντα ή ως απαραίτητες παρενέργειες, σύμφωνα με τη ρήση: «Δεν είναι δυνατόν να φτιάξει κανείς ομελέτα χωρίς να σπάσει αυγά».

Ντροπή και φθόνος: Τα βασικά συναισθήματα της ναρκισσιστικής προσωπικότητας

Τα βασικά συναισθήματα που συνδέονται με τη ναρκισσιστική προσωπικότητα είναι η ντροπή και ο φθόνος. Η προσωπική εμπειρία των ναρκισσιστικών ατόμων διακατέχεται από συναισθήματα ντροπής και φόβου ότι θα ντροπιαστούν μπροστά στους άλλους.

Πολλοί θεραπευτές υποτιμούν αυτά τα συναισθήματα θεωρώντας τα λανθασμένα ως ενοχές και πραγματοποιώντας ερμηνείες προσανατολισμένες στην ενοχή, τις οποίες οι ναρκισσιστικοί ασθενείς θεωρούν μη ενσυναισθητικές. H ενοχή είναι η πεποίθηση ότι ένα άτομο είναι αμαρτωλό ή ότι έχει διαπράξει κάποια σφάλματα. Σε ψυχαναλυτικό επίπεδο, η κατανόηση της ενοχής γίνεται σε σχέση με την ενεργοποίηση ενός επικριτικού γονέα που έχει εσωτερικευθεί. Η ντροπή είναι η αίσθηση ότι το άτομο γίνεται αντιληπτό από τους άλλους ως κακό και ότι έχει σφάλει. Σε αυτή την περίπτωση το κοινό που παρακολουθεί βρίσκεται έξω από τον εαυτό του ατόμου. Η ενοχή ενέχει την έννοια μιας ενδεχομένως κακής πράξης, ενώ η ντροπή έχει την έννοια του αβοήθητου, της ασχήμιας και της ανικανότητας.

Η ευαλωτότητα του ναρκισσιστικού ατόμου στον φθόνο, είναι επίσης, ένα σχετικό φαινόμενο. Εάν εγώ, ως άτομο, πιστεύω μέσα μου ότι είμαι ελλιπής κατά κάποιον τρόπο και ότι υπάρχει ο κίνδυνος αποκάλυψης των ανεπαρκειών μου, τότε πιθανότατα θα φθονώ οποιονδήποτε θεωρώ ότι έχει αυτά που δεν έχω εγώ ή που έχει πλεονεκτήματα τα οποία πιστεύω ότι θα αντιστάθμιζαν αυτά που μου λείπουν. Ο φθόνος μπορεί, επίσης, να είναι η ρίζα της επικριτικής διάθεσης προς τον εαυτό και τους άλλους. Εάν αισθάνομαι ελλιπής και θεωρώ ότι εσείς τα έχετε όλα, ίσως προσπαθήσω να καταστρέψω αυτά που έχετε, περιφρονώντας ή κατακρίνοντας αυτά τα αγαθά.

Εξιδανίκευση, υποτίμηση και τελειοθηρία

Οι ψυχικοί αμυντικοί μηχανισμοί που χρησιμοποιούν οι ναρκισσιστικοί ασθενείς είναι κυρίως η εξιδανίκευση και η υποτίμηση. Αυτές οι διεργασίες είναι συμπληρωματικές. Όταν ο εαυτός του ατόμου εξιδανικεύεται ταυτόχρονα υποτιμάται ο εαυτός των άλλων ατόμων και αντιστρόφως. Υπάρχει μια σταθερή διεργασία ταξινόμησης την οποία τα ναρκισσιστικά άτομα χρησιμοποιούν για να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε θέμα τους απασχολεί: «Ποιος είναι ο καλύτερος γιατρός;», «Ποιο είναι το καλύτερο σχολείο;», «Πού γίνεται η πιο αυστηρή εκπαίδευση;» Τα αντικειμενικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα μπορεί να παραμερίζονται εντελώς από σκέψεις που αφορούν μόνο την αίγλη που θα έχουν τα άτομα και οι δομές της επιλογής τους.

Μια άλλη αμυντική θέση που παγιδεύονται τα ναρκισσιστικά άτομα είναι η τελειοθηρία. Επιδιώκουν μη ρεαλιστικά ιδανικά, είτε πείθουν τον εαυτό τους ότι έχουν επιτύχει τους στόχους τους (μεγαλειώδες αποτέλεσμα), είτε αντιδρούν στην αποτυχία τους νιώθοντας ατελείς και όχι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι που κάποιες φορές μπορεί και να αποτυγχάνουν (καταθλιπτικό αποτέλεσμα). Στα πλαίσια μιας θεραπευτικής σχέσης, πιθανόν να έχουν την προσδοκία ότι με αυτόν τον τρόπο θα τελειοποιήσουν τον εαυτό τους και όχι ότι θα τον κατανοήσουν και θα ανακαλύψουν αποτελεσματικότερους τρόπους αντιμετώπισης των αναγκών τους.

Η απαίτηση για τελειότητα εκφράζεται με χρόνια κριτική του εαυτού ή των άλλων, με αποτέλεσμα την ανικανότητα να βρει χαρά μέσα στη ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Μερικές φορές τα ναρκισσιστικά άτομα χειρίζονται το πρόβλημα της αυτοεκτίμησης θεωρώντας κάποιο άλλο πρόσωπο -ένα δάσκαλο, έναν εραστή, ένα φίλο, έναν ήρωα- τέλειο και στη συνέχεια αισθάνονται υπέρμετρη υπερηφάνεια, ταυτιζόμενοι με το πρόσωπο αυτό. Μερικά άτομα έχουν μακροχρόνια πρότυπα εξιδανίκευσης κάποιου ατόμου και στη συνέχεια όταν αυτό το άτομο επιδείξει κάποια ατέλεια, το ρίχνουν από το βάθρο που του έχουν στήσει. Οι τελειοθηρικές λύσεις ουσιαστικά οδηγούν σε ματαίωση. Αυτό σημαίνει ότι το άτομο δημιουργεί υπερμεγέθη ιδανικά για να αντισταθμίσει τις ατέλειες που αντιλαμβάνεται στον εαυτό του, ο οποίος βιώνεται τόσο περιφρονητέος ώστε τίποτα άλλο εκτός από την τελειότητα δεν θεωρείται δυνατό να τις αναπληρώσει.

Ωστόσο, από τη στιγμή που κανένας δεν είναι τέλειος, αυτή η στρατηγική είναι καταδικασμένη και η υποτίμηση του εαυτού του κάνει πάλι την επανεμφάνισή της.

Το παιδί ως ναρκισσιστική προέκταση της οικογένειας

Πολλές οικογένειες εκμεταλλεύονται ασυνείδητα τα φυσικά ταλέντα ενός παιδιού με σκοπό τη διατήρηση της δικής τους αυτοεκτίμησης και αυτό το παιδί μεγαλώνει μέσα σε σύγχυση σχετικά με το ποιου τη ζωή θα ζήσει: τη δική του ή της οικογένειάς του. Το πιθανότερο είναι ότι τέτοια χαρισματικά παιδιά αντιμετωπίζονται ως ναρκισσιστικές προεκτάσεις των άλλων και έτσι έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν ναρκισσιστικοί ενήλικοι.

Όλοι μας θέλουμε για τα παιδιά μας, όσα έλειπαν από εμάς, και αυτή είναι μια ακίνδυνη επιθυμία στον βαθμό που δεν τους ασκούμε πίεση να ζήσουν τη ζωή τους για χάρη μας.

Οι περισσότεροι γονείς αντιμετωπίζουν τα παιδιά τους μέσα από ένα μείγμα προσωπικών ναρκισσιστικών αναγκών και αληθινής ενσυναίσθησης. Κάθε παιδί θεωρείται σε κάποιο βαθμό ναρκισσιστική προέκταση, και όταν αυτό γίνεται με μέτρο, τα παιδιά χαίρονται να τους φέρονται με αυτόν τον τρόπο.

Πότε το παιδί γίνεται νάρκισσος;

Μια από τις μεγαλύτερες χαρές των παιδιών είναι να κάνουν τους γονείς να αισθάνονται περήφανοι, να γίνονται και οι ίδιοι οι γονείς αντικείμενο θαυμασμού, όταν το παιδί τους απολαμβάνει την εκτίμηση των γύρω του. Ως συνήθως, αυτό είναι ζήτημα βαθμού και ισορροπίας. Όμως λαμβάνει και το παιδί την προσοχή των γονιών του είτε οι στόχοι τους εξυπηρετούνται είτε όχι; Μια πτυχή της ανατροφής των ατόμων που γίνονται ναρκισσιστικά, είναι μια οικογενειακή ατμόσφαιρα συνεχούς αξιολόγησης. Εάν ένας γονέας πιστεύει ότι το παιδί του είναι ζωτικής σημασίας για τη δική του αυτοεκτίμηση, τότε κάθε φορά που το παιδί θα τον απογοητεύει, ο γονέας θα του ασκεί κριτική είτε άμεσα, είτε καλυμμένα. Δεν υπάρχει γονέας που να μην ασκεί κριτική στο παιδί του. Όμως το μήνυμα ότι ένα παιδί δεν είναι αρκετά καλό, έτσι γενικά και αόριστα, είναι εντελώς διαφορετικό από τη συγκεκριμένη κριτική του γονέα για μια ενοχλητική συμπεριφορά.

Μια ατμόσφαιρα συνεχούς επαίνου και επευφημίας, την οποία συναντά κανείς σε ορισμένες οικογένειες με ναρκισσιστικά παιδιά, είναι εξίσου καταστρεπτική για την ανάπτυξη ρεαλιστικής αυτοεκτίμησης. Το παιδί πάντα έχει επίγνωση όταν υφίσταται κριτική, ακόμη και όταν η κριτική των γονέων είναι θετική. Αναγνωρίζει, ως ένα βαθμό, ότι υπάρχει κάτι ψεύτικο στη στάση του σταθερού θαυμασμού από μέρους του γονέα, και παρότι συνειδητά, λόγω του τρόπου που ανατράφηκε, μπορεί να αισθάνεται ότι έχει μόνο δικαιώματα, στην πραγματικότητα ανησυχεί για την απάτη και καταλαβαίνει ότι δεν αξίζει αυτή τη λατρεία η οποία δεν αναφέρεται στον πραγματικό χαρακτήρα. Αυτό που δεν αποτελεί θέμα για έναν γονέα είναι κεντρικής σημασίας για έναν άλλο.

Όλοι μας θέλουμε για τα παιδιά μας όσα έλειπαν από εμάς, και αυτή είναι μια ακίνδυνη επιθυμία στον βαθμό που δεν τους ασκούμε πίεση να ζήσουν τη ζωή τους για χάρη μας. Σε διαφορετική περίπτωση το μήνυμα που εκπέμπεται στο παιδί, ότι αντίθετα με μας, εσύ μπορείς να τα έχεις όλα, είναι εξαιρετικά καταστροφικό, και αυτό γιατί κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα. Κάθε γενιά θα έρχεται αντιμέτωπη με τους δικούς της περιορισμούς. Η εξάρτηση της αυτοεκτίμησης ενός ατόμου από έναν τόσο εξωπραγματικό στόχο είναι μια κατάρα που κληρονομεί το παιδί.

Υποχονδρία και θανατοφοβία

Έχω ήδη αναφερθεί στον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τον εαυτό τους τα ναρκισσιστικά άτομα. Έχουν μια αίσθηση ακαθόριστης εξαπάτησης, ντροπής, φθόνου, κενότητας, ασχήμιας και κατωτερότητας ή τα αντισταθμιστικά στοιχεία αυτών των αισθημάτων: πιστεύουν ότι έχουν πάντα δίκιο και νιώθουν υπερηφάνεια, περιφρόνηση, αμυντική αυτάρκεια, ματαιοδοξία και αίσθημα υπεροχής. Οι μοναδικές επιλογές που έχει ένα ναρκισσιστικό άτομο για να οργανώσει την εσωτερική του εμπειρία είναι αυτή ενός μεγαλειώδους, ολοκληρωτικά καλού εαυτού ή ενός υποβιβασμένου, ολοκληρωτικά κακού εαυτού. Η αίσθηση ενός ατόμου ότι είναι αρκετά καλό δεν περιλαμβάνεται στις εσωτερικές του κατηγορίες.

Τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν ως ένα βαθμό επίγνωση της ψυχολογικής τους ευθραυστότητας. Φοβούνται ότι θα καταρρεύσουν, ότι θα χάσουν τη συνοχή του εαυτού τους, κυρίως όταν δέχονται κριτική. Αισθάνονται ότι η ταυτότητά τους είναι πάρα πολύ εύθραυστη για να μπορέσει να διατηρήσει τη συνοχή της και να αντέξει τις έντονες δοκιμασίες. Συχνά, ο φόβος του θρυμματισμού του εσωτερικού τους εαυτού μετατίθεται σε μία υπερβολική ενασχόληση με τη σωματική τους υγεία. Έτσι, τα άτομα αυτά είναι επιρρεπή στην υποχονδρία και τη θανατοφοβία. Η μεταμέλεια και η ευγνωμοσύνη είναι στάσεις τις οποίες τα ναρκισσιστικά άτομα έχουν την τάση να αρνούνται.

Η μεταμέλεια ενός ατόμου, για κάποιο προσωπικό του σφάλμα ή ζημιά που διέπραξε, ενέχει την παραδοχή μιας προσωπικής ατέλειας και η ευγνωμοσύνη για τη βοήθεια που δέχτηκε από κάποιο άλλο άτομο, την αναγνώριση ότι έχει ανάγκες. Επειδή το ναρκισσιστικό άτομο προσπαθεί να οικοδομήσει μια θετική αίσθηση του εαυτού του πάνω στην αυταπάτη ότι δεν έχει ατέλειες και ότι δεν βρίσκεται σε κατάσταση ανάγκης, φοβάται ότι η παραδοχή ενοχής ή εξάρτησης από τους άλλους φανερώνει κάτι που είναι πραγματικά αξιοκαταφρόνητο. Η ειλικρινής συγγνώμη και το εγκάρδιο ευχαριστώ, οι εκφράσεις μεταμέλειας και ευγνωμοσύνης, μπορούν έτσι να αποφευχθούν ή να υποτιμηθούν από τα ναρκισσιστικά άτομα, με αποτέλεσμα την απογύμνωση των σχέσεων με τους συνανθρώπους τους.

Η σχέση του ναρκισσιστή με τον θεραπευτή

Οι ναρκισσιστικοί ασθενείς εκδηλώνουν έντονες αντιδράσεις προς το θεραπευτή. Μπορεί να τον υποτιμήσουν ή να τον εξιδανικεύσουν με έντονο τρόπο. Ωστόσο παραμένουν αδιάφοροι για το νόημα αυτών των αντιδράσεων και βρίσκονται σε σύγχυση ως προς τον λόγο για τον οποίο ο κλινικός επικεντρώνεται σε αυτές. Συνήθως, οι μεταβιβάσεις τους είναι τόσο συντονικές με το Εγώ τους, ώστε είναι δύσκολο να ανιχνευθούν. Ένας ναρκισσιστικός ασθενής πιστεύει ότι υποτιμά τον θεραπευτή του επειδή είναι πραγματικά άτομο δεύτερης κατηγορίας, ή τον εξιδανικεύει επειδή θεωρεί ότι αντικειμενικά είναι υπέροχος. Εάν ο θεραπευτής που έχει υποτιμηθεί από τον ασθενή του, αναφερθεί στην επικριτική στάση του ασθενή προς τον θεραπευτή, θα γίνει αντιληπτός ως αμυντικό άτομο. Εάν πάλι ένας θεραπευτής που έχει εξιδανικευτεί από το ναρκισσιστικό άτομο, σχολιάσει την υπερτίμηση στο πρόσωπό του, ο ασθενής θα τον εξιδανικεύσει ακόμα περισσότερο, ως ένα άτομο που η τελειότητά του περιλαμβάνει και αξιοθαύμαστη ταπεινοφροσύνη.

Άλλα σχετικά φαινόμενα αντιμεταβίβασης είναι οι αντιδράσεις πλήξης, ευερεθιστότητας, υπνηλίας και μιας ακαθόριστης αίσθησης του θεραπευτή ότι τίποτα δεν συμβαίνει στη θεραπεία. Η ψυχαναλυτική εξήγηση που δίνεται γι’ αυτά τα φαινόμενα σχετίζεται με το ιδιαίτερο είδος της μεταβίβασης των ναρκισσιστικών ασθενών. Αντί να προβάλουν στο θεραπευτή ένα συγκεκριμένο εσωτερικό αντικείμενο, όπως έναν γονέα, τα άτομα αυτά καθρεφτίζουν πάνω του μια πτυχή του εαυτού τους. Δηλαδή αντί να αισθανθούν ότι ο θεραπευτής είναι σαν τη μητέρα τους ή τον πατέρα τους, παρόλο που μερικές φορές είναι ορατές και τέτοιου είδους μεταβιβάσεις, προβάλουν στον θεραπευτή τη μεγαλειώδη ή την υποτιμημένη πλευρά του εαυτού τους. Με αυτό τον τρόπο ο θεραπευτής γίνεται ένα δοχείο που καλείται να εμπεριέχει την εσωτερική διεργασία διατήρησης της αυτοεκτίμησης του ναρκισσιστικού ασθενή.

Ο θεραπευτής μπορεί να θορυβηθεί ή ακόμη και να χάσει το ηθικό του βλέποντας ότι ο ασθενής τον χρησιμοποιεί για να διατηρήσει την αυτοεκτίμησή του και ότι δεν τον αντιλαμβάνεται ως ξεχωριστό άτομο. Ωστόσο, οι περισσότεροι θεραπευτές αναφέρουν ότι μπορούν να αντέχουν, να ελέγχουν και να αντλούν ενσυναίσθηση από τέτοιες αντιδράσεις, από τη στιγμή που τις αντιμετωπίζουν ως γνώριμα και αναμενόμενα χαρακτηριστικά της θεραπείας των ναρκισσιστικών ασθενών. Η τάση του θεραπευτή να αισθάνεται ελαττωματικός στον ρόλο του, καθρεφτίζει με πραγματικά αναπόφευκτο τρόπο τα κεντρικά προβλήματα ενός ναρκισσιστικού ασθενή με την αυτοαξία του. Σε αυτή την περίπτωση είναι ανακουφιστικό για τον θεραπευτή να αναθεωρήσει τη διαγνωστική του εκτίμηση και να πάψει να αναρωτιέται συνεχώς τι κάνει λάθος στη θεραπεία.

Ένας θεραπευτής που είναι ικανός να βοηθήσει ένα ναρκισσιστικό άτομο να αποδεχτεί τον εαυτό του χωρίς να υπερτιμήσει ή να υποτιμήσει τους άλλους, έχει πετύχει κάτι καλό και ταυτόχρονα δύσκολο. Βασική προϋπόθεση για την αντιμετώπιση της ναρκισσιστικής παθολογίας είναι η υπομονή. Κανένας θεραπευτής που θέτει ως στόχο του την γρήγορη αλλαγή της ψυχολογίας των ναρκισσιστικών ασθενών δεν το έχει κατορθώσει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μολονότι η τροποποίηση οποιασδήποτε δομής του χαρακτήρα είναι μια μακροχρόνια διαδικασία, η απαίτηση για υπομονή είναι εντονότερη για τους ναρκισσιστικούς ασθενείς απ’ ό,τι με άλλες διαγνωστικές κατηγορίες ασθενών, επειδή ο θεραπευτής θα πρέπει να ανεχτεί τις αντιμεταβίβαστικές αντιδράσεις της ανίας και της αποθάρρυνσης.

Δημήτρης Σεφεριάδης
Ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής
Λ. Αλεξάνδρας 209, T.K. 11523 ΑΘΗΝΑ
τηλ: 2106462030
κιν: 6973537970
email: [email protected]
www.dimseferiadis.com

Σχετικά άρθρα