Πώς εξηγείται ψυχαναλυτικά το άγχος του θανάτου;

«Στα τέλη της ζωής του ένας άνθρωπος αισθάνεται να τον πλησιάζει η απειλή του θανάτου. Ένα προαίσθημα ξεσηκώνεται μέσα του σαν ένα ανοίκειο κακό, ένας άγριος βόμβος. Ένας ήχος που δεν έρχεται από την θάλασσα… αλλά δείχνει να έρχεται από το βουνό, βουητό υπόκωφο, υπόγειο… Ο γερο-Shingo ανατριχιάζει σαν να του είχε αποκαλυφθεί η ώρα του θανάτου του… Ο θόρυβος μοιάζει με αυτόν μακρινού ανέμου, αλλά είναι ήχος μιας βαθιάς δύναμης, σαν ένας βρυχηθμός που βγαίνει από την καρδιά της γης».

Μετατοπίζοντας προς τα έξω το υπόκωφο βουητό, ο Yasunari Kawabata (Βραβείο Nobel του 1968) απαλλάσσεται από το να αναφερθεί στην ψυχική γη, αυτός που η ζωή του εγγράφηκε ακριβώς μέσα στην ιδεοληψία του θανάτου. Ωστόσο μιλάει για «απουσίες εαυτού»: να μην θυμάσαι, να μην επιζείς στην μνήμη, η μόνον λίγο, με μία κίνηση η ένα ψήγμα εικόνος που ξυπνάει στον άνθρωπο την σκιά του τρόμου… η εντύπωσις να αισθάνεσαι τη ζωή να ξεφεύγει.

«Είναι δυνατόν ένα βουνό να βρυχάται;» ρωτάει τον αγχωμένο άνθρωπο η Kikuko, η νύφη του. «Μια μέρα η μάνα μας διηγήθηκε ότι ακούσατε το βουνό να βρυχάται ακριβώς πριν από το θάνατο της αδελφής της». Αυτή την αδελφή ο Shingo την είχε αγαπήσει. Πανικοβλήθηκε και του φάνηκε ασυγχώρητο που είχε ξεχάσει… Ο βρυχηθμός του βουνού ήρθε πάλι ως εκείνον, αλλά δεν ξύπνησε την θύμηση.

Χωρίς θύμηση, ξεχασμένο, απωθημένο, αντικείμενο αποκλεισμού. Ο Freud, όπως ξέρουμε, δεν έδωσε στο άγχος του θανάτου άλλη θέση παρά εκείνη του αναλόγου του άγχους του ευνουχισμού.

Ανάλογο (λόγος ανά), λόγος επομένως που ξεχωρίζει όσα το άγχος του θανάτου έχει κοινά με το συμμετρικό άγχος του ευνουχισμού. Κατά τον Freud (1926, σ. 129-130) το άγχος θανάτου που εκφράζεται ως διαπεραστική ενασχόλησις περί του φυσικού θανάτου που πρόκειται να επέλθει, δεν είναι άλλο παρά μία μορφή συνειδητή και δευτερογενής εν σχέση προς το άγχος του ευνουχισμού, αφού το ασυνείδητο -σύστημα τοπικό και ένα από τα επίπεδα της λειτουργίας μας- αγνοεί τον θάνατο, την απουσία, και την άρνηση. Ο θάνατος δεν μπορεί να αναπαρασταθεί στο ασυνείδητο, επομένως το άγχος του θανάτου δεν είναι παρά μία μορφή του άγχους του ευνουχισμού.

Η Melanie Klein (1964, σ. 254-273) θα μιλήσει για φόβο του αφανισμού της ζωής που εγγράφεται στα πιο βαθιά επίπεδα του ψυχισμού και στις ασυνείδητες φαντασιώσεις ως κίνδυνος προερχόμενος από την ενόρμηση του θανάτου που μας δουλεύει εσωτερικά και που εδώ στρέφεται εναντίον εαυτού. Το άγχος του αφανισμού από έναν διώκτη είναι το αποτέλεσμα μιας επιθετικότητος που έχει απορροφηθεί από εσωτερικές εικόνες, οι οποίες αποτελούν μέρος του αρχαϊκού Υπερεγώ. Πρόκειται λοιπόν για δόσεις προερχόμενες από την καταστροφικότητα που υφαίνει την ψυχική ζωή μας και ο κίνδυνος έρχεται από την ίδια την καταστροφικότητα. Το άγχος θανάτου, αγωνιά εκμηδενισμού, είναι στον πυρήνα της υπάρξεως μας. Το άγχος, κατά την Μ. Klein, είναι ο τρόπος με τον οποίον το Εγώ αγωνίζεται εναντίον της ενορμήσεως του θανάτου που μας δουλεύει.

Στη συνέχεια της Μ. Klein, ο D. Winnicott και ο W. Bion έδωσαν τις δικές τους απόψεις για τις μορφές με τις οποίες το άγχος θανάτου εμφανίζεται μέσα μας. Αγωνίες καταστροφικές κατά τον Bion (1957, 1967), αγωνιά καταρρεύσεως κατά Winnicott (1974). Προβολή των καταστροφικών ενορμήσεων, λέει ο πρώτος, που έχουν σαν συνακόλουθα τρόμους χωρίς όνομα, εμπειρίες αφανισμού, διαχύσεως η πτώσεως ατέλειωτης. Λευκά της σκέψεως, θύμησις που λείπει ενός τραυματισμού ο οποίος συνέβη, όταν το Εγώ των αρχών της ζωής ήταν εκεί για να υποστεί τον τραυματισμό, αλλά ήταν ανέτοιμο να τον αντιμετωπίσει, λέει ο δεύτερος. H απειλή ενός ψυχικού θανάτου εισάγεται έτσι στην σκηνή.

Γράφοντας για την προβληματική του άγχους ο Fr. Pasche (1996, σ. 49-52) θεωρεί ότι το άγχος θανάτου είναι ψυχωτικής υφής, επειδή στον ψυχωτικό οι φαντασιώσεις εμπλέκουν το σώμα. Για τον νευρωτικό αυτό το άγχος αφορά την καταστροφή η την επιβίωση του Εγώ.

Αναφερόμενος σε όσα ο Freud υποστήριζε όταν έλεγε ότι η επένδυσις του αρνητικού δεν έχει θέση στο ασυνείδητο, ο Α. Green (1979, σ. 70 και 1990 σ. 59) υπογραμμίζει ότι ορισμένες απόεπενδύσεις εαυτού και των αντικειμένων πραγματώνουν εμπειρίες ρήγματος, κενών και διαπερνούν το ασυνείδητο εγκαθιστώντας επενδύσεις του κενού, του αρνητικού και αντιεπενδύσεις στο Εγώ.

Ίσως λοιπόν πρέπει να ξανασκεφτεί κανείς την θεματική του άγχους θανάτου και να επανέλθει στις πηγές και στις επιπτώσεις της.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Μονοπάτια θανάτου, στίξεις και αντιστίξεις» της ψυχαναλύτριας και διδάκτωρ της Φιλοσοφίας Άννας Ποταμιάνου. Ευχαριστούμε τις εκδόσεις Ίκαρος για την ευγενική παραχώρηση του υλικού.

Σχετικά άρθρα