Η ιερή σχέση θεραπευτή-θεραπευμένου: Η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια και οι κόκκινες γραμμές

Το σημαντικότερο εργαλείο στην ψυχοθεραπεία είναι η καλή θεραπευτική σχέση. Μόνο μέσα από την εμπιστοσύνη και την ασφάλεια που θα νιώσει ο θεραπευόμενος μπορεί να ξεκινήσει να είναι αποδοτική η θεραπεία. Είναι τόσο σημαντικός αυτός ο δεσμός που είναι βασικό μέρος της διδασκαλίας στις σχολές.

Γράφει η ψυχοθεραπεύτρια, Δήμητρα Φιλοπούλου:

Πολλές ώρες μαθήματος αφιερώνονται στο πώς χτίζουμε την εμπιστοσύνη και στο πώς δημιουργούμε ένα περιβάλλον όπου ο θεραπευόμενος θα μπορέσει να νιώσει ασφαλής για να είναι ανοιχτός απέναντί στον θεραπευτή. Με λίγα λόγια, αν δεν υπάρχει καλή σχέση, δεν μπορεί να υπάρξει θεραπεία.

Η σχέση αυτή διαφέρει από τις υπόλοιπες στη ζωή μας. Εκείνη τη μία ώρα την εβδομάδα, έχουμε απέναντι μας έναν άνθρωπο που μας ακούει, μας καταλαβαίνει και μας αποδέχεται γι’ αυτό που είμαστε. Σπάνια μας κρίνει, συζητάει τα πάντα με υπομονή, και μας αφήνει να βγάλουμε από μέσα μας ό,τι μας βασανίζει. Όταν θα μιλήσει θα είναι για να μας παρακινήσει να ανοιχτούμε περισσότερο. Ποτέ δεν θα επιβάλλει την άποψη του (αν την εκφράζει), και πάντα θα έχει ένα ενθαρρυντικό λόγο να μας πει κλείνοντας τη συνεδρία. Μία μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες σχέσεις (κοινωνικές/ερωτικές/φιλικές) είναι πως η σχέση μοιάζει να είναι μονόπλευρη. Πολύ σπάνια κάποιος θεραπευτής θα μιλήσει για τον εαυτό του. Η αυτό-αποκάλυψη (το να μιλάει ο θεραπευτής για τον εαυτό του) αντιμετωπίζεται διαφορετικά από την κάθε σχολή ψυχοθεραπείας. Σε ορισμένες προσεγγίσεις ο θεραπευτής είναι ερμητικά κλειστό βιβλίο που δεν θα απαντήσει ούτε στην ερώτηση «που θα πάτε για διακοπές», και σε άλλες ενθαρρύνεται, αρκεί η πληροφορία που θα δώσει ο θεραπευτής να έχει να προσφέρει κάτι στη θεραπεία. Για εκείνη τη μία ώρα το επίκεντρο της προσοχής του θεραπευτή είναι ο θεραπευόμενος και όλη η ώρα είναι αφιερωμένη σε εκείνον και τα όποια θέματα φέρνει στη θεραπεία. Μία ολόκληρη ώρα με κάποιον που σε νοιάζεται, σε ακούει με προσοχή, σε αποδέχεται και που φαίνεται να σε ξέρει καλύτερα και από οποιοδήποτε άλλο.

 

Η θεραπεία πατάει πολύ πάνω στον ανθρώπινο παράγοντα – και του θεραπευτή. Γι’ αυτό τον λόγο οι θεραπευτές είναι σχεδόν απαραίτητο να κάνουν δύο πράγματα πέρα από την εκπαίδευση τους: προσωπική θεραπεία και εποπτεία. Η προσωπική θεραπεία βοηθάει στο να δουλέψουμε πάνω σε δικά μας θέματα, έτσι ώστε και να τα γνωρίζουμε, αλλά και να τα λύσουμε. Άλυτα προσωπικά θέματα μπορεί να σταθούν εμπόδιο σε μία αποτελεσματική θεραπεία. Για παράδειγμα, αν ένας θεραπευόμενος μου θυμίζει έντονα μία κακοποιητική σχέση που είχα, τα προσωπικά μου αρνητικά συναισθήματα μπορεί να έρθουν στην επιφάνεια. Έτσι, άθελα μου, κρίνω άδικα κάποιον και του στερώ το βασικότερο κομμάτι της θεραπευτικής σχέσης, την άνευ όρων αποδοχή. Από την άλλη, η εποπτεία είναι μία διαδικασία κατά την οποία ο θεραπευτής μιλάει με ένα πιο έμπειρο θεραπευτή (εκπαιδευμένο ειδικά για να παρέχει εποπτείες) για τους θεραπευόμενους του. Κατά τη διάρκεια της ο θεραπευτής μπορεί να αναστοχαστεί, να συζητήσει προβληματισμούς του, τις τεχνικές που χρησιμοποιεί, τα συναισθήματα που μπορεί να βιώνει σε σχέση με αυτούς. Ο ρόλος του επόπτη είναι συμβουλευτικός. Οι ώρες εποπτείας συνήθως μειώνονται όσο ο θεραπευτής αποκτά εμπειρία, όμως η ανάγκη για αυτήν δεν παύει για όσο ο θεραπευτής κάνει αυτό το επάγγελμα.

Η ανάπτυξη έντονων συναισθημάτων του θεραπευόμενου προς τον θεραπευτή είναι από τα πιο γνωστά και αναμενόμενα φαινόμενα στη θεραπεία. Η μεταβίβαση συμβαίνει όταν ο θεραπευόμενος μεταφέρει ασυνείδητα συναισθήματα που συνδέονται με άλλες σημαντικές φιγούρες στη ζωή του στο πρόσωπο του θεραπευτή του. Στη θεραπεία, ειδικά στην ψυχανάλυση, πρόκειται για ένα από τα πλέον σημαντικά φαινόμενα και θεωρείται εξαιρετικό εργαλείο για την εξέλιξη της θεραπείας. Η ερωτική μεταβίβαση (η ανάπτυξη ερωτικών/σεξουαλικών επιθυμιών για τον θεραπευτή) είναι επίσης συχνό φαινόμενο. Μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους και για αυτό είναι σημαντικό να υπάρχει ειλικρίνεια στη θεραπευτική σχέση ώστε να μπορεί ο θεραπευόμενος να μιλήσει γι’ αυτό.

Υπό ιδανικές συνθήκες, ο θεραπευόμενος μιλάει ανοιχτά γι’ αυτά του τα συναισθήματα και μαζί με τον θεραπευτή διερευνούν το πώς και το γιατί γεννήθηκαν αυτά. Γιατί ερωτεύτηκε κάποιον που εξ ορισμού δεν είναι διαθέσιμος; Του συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις; Για μερικούς ανθρώπους η εμπειρία του να έχεις κάποιον να σε ακούει και να σε αποδέχεται γι’ αυτό που είσαι είναι πρωτόγνωρη και γι’ αυτό μεταφράζεται σε έρωτα. Στόχος του θεραπευτή γίνεται τότε το να δει ο θεραπευόμενος τι είναι αυτό που έχει ανάγκη και πώς μπορεί να το βρει στις σχέσεις του εκτός γραφείου. Για όλους αυτούς τους λόγους, ενθαρρύνουμε πάντα τους θεραπευόμενους να είναι ειλικρινείς με αυτά που νιώθουν, όσο ντροπιαστικά κι αν θεωρούν πως είναι. Το ίδιο ισχύει και με αρνητικά συναισθήματα, τα οποία είναι το ίδιο αποκαλυπτικά. Γι’ αυτό το λόγο, ότι και να νιώσετε για το πρόσωπο του θεραπευτή, μη διστάσετε να το μοιραστείτε. Ένας έμπειρος θεραπευτής θα σας βοηθήσει να δείτε τι σημαίνουν, και σε καμία περίπτωση δεν θα σας παρεξηγήσει.

Η σχέση μεταξύ θεραπευόμενου και του θεραπευτή είναι ιερή. Γι’ αυτό και προστατεύεται από τον κώδικα δεοντολογίας του επαγγέλματος. Ο κάθε σύλλογος ψυχολόγων ή ψυχοθεραπευτών έχει ένα σύνολο κανόνων ώστε να διασφαλίζεται η σωστή και ηθική παροχή υπηρεσιών από τα μέλη του. Ο κώδικας συνήθως συμπεριλαμβάνει όρους για την προστασία της εμπιστευτικότητας, για τη συμπεριφορά των θεραπευτών και για τις υποχρεώσεις τους απέναντι τόσο στο επάγγελμα όσο και προς τους θεραπευόμενους τους.  Κατά τη Βρετανική Ένωση Ψυχοθεραπευτών (BACP) οι σχέσεις (επαγγελματικές, κοινωνικές, φιλικές ή ερωτικές) θεραπευτών-θεραπευόμενων απαγορεύονται. Ακόμα και οι σχέσεις με άτομα του περιβάλλοντος του θεραπευόμενου είναι εκτός ορίων. Επιτρέπονται μόνο όταν έχει περάσει αρκετό διάστημα από το τέλος της θεραπείας (εννοούν χρόνια) και μετά από ενδελεχή συζήτηση του θεραπευτή με τον επόπτη του, καθώς και με έμπειρους συναδέλφους του. Επίσης, θα πρέπει να έχει «λυθεί» η θεραπευτική σχέση και οι δυναμικές που τη συνοδεύουν. Από προσωπική μου εμπειρία μπορώ να πω πως αυτό δύσκολα συμβαίνει. Άπαξ και δεις κάποιον θεραπευτικά, ακόμα και αν περάσουν χρόνια, για τον θεραπευτή ο άνθρωπος αυτός παραμένει για πάντα θεραπευόμενος του. Ακόμα και άτομα που μπορεί να είδα για δύο φορές, πριν χρόνια.

Μπορεί όμως ένας θεραπευτής να ερωτευτεί έναν θεραπευόμενο; Φυσικά. Η διαφορά θεραπευτή και θεραπευόμενου όμως είναι πως ο πρώτος ξέρει τι οφείλει να κάνει με αυτά τα συναισθήματα. Ο θεραπευτής ξέρει πως πρόκειται για κάτι σοβαρό και πιθανά επιβλαβές για τη πορεία του θεραπευόμενου του. Γνωρίζει επίσης ότι είναι αντανάκλαση δικών του άλυτων θεμάτων και πως σπάνια είναι αποτέλεσμα καθαρής έλξης για το άτομο του θεραπευόμενου του. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τα συζητήσει αμέσως με τον επόπτη του. Ξέρει επίσης ότι είναι αντιδεοντολογικό. Γνωρίζει πως πρέπει να δουλέψει πάνω σε αυτά και ξέρει πως αν δεν τα λύσει είναι υποχρεωμένος να λήξει τη θεραπεία με το θεραπευόμενο του και να τον παραπέμψει άμεσα σε κάποιον συνάδελφο του. Ο θεραπευτής γνωρίζει πως έχει τεράστια επίδραση στον θεραπευόμενο και πως μία τέτοια σχέση θα ήταν προϊόν «εκμετάλλευσης» αυτής της επίδρασης αλλά και προδοσία της εμπιστοσύνης του θεραπευόμενου. Ο επαγγελματικός κώδικας δεοντολογίας, αλλά κυρίως η προσωπική έννοια ηθικής του κάθε θεραπευτή καθιστούν τέτοιου είδους σχέσεις ταμπού.

Η θεραπεία είναι μία ιδιαίτερη και πολλές φορές δύσκολη διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της ερχόμαστε αντιμέτωποι με σκέψεις και συναισθήματα που μας παραξενεύουν. Όμως, ακόμα και αυτά, είναι ένας δρόμος προς την αυτογνωσία και εν συνεχεία προς την αυτό-βελτίωση.

Δήμητρα Φιλοπούλου
Ψυχοθεραπεύτρια MSc
Παπαδιαμάντη 7, Άνω Πατήσια
Τηλ.: 213 0 292167, 6956 297109
Facebook: facebook.com/dimitraefilopoulou

Σχετικά άρθρα