Η ψυχολογία του πολέμου: Τι γίνεται όταν το ατομικό «εγώ» των ηγετών αποκτά συλλογική διαστασή- Μπορούμε τελικά να ζούμε ειρηνικά;

Κάθε χρονική περίοδος της ιστορίας περιλαμβάνει ένα χρονικό διάστημα που γίνονται πόλεμοι είτε μεταξύ κρατών, είτε μεταξύ των πολιτών του ίδιου λαού. Η τελευταία φορά που ένας πόλεμος συντάραξε την Ευρώπη ήταν πριν από 80 χρόνια όταν κηρύχθηκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αν μελετήσει κανείς από ιστορικής πλευράς τα γεγονότα θα δει πως είναι η πρώτη φορά που για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, σχεδόν ενός αιώνα, δεν υπήρξε μεγάλης κλίμακας πολεμική σύρραξη.

Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήρθε για να υπενθυμίσει πως τα περιθώρια μεταξύ ειρήνης και πολέμου είναι ρευστά το ίδιο και οι αντοχές των υπολοίπων κρατών. Δεν αποδεικνύει μόνο αυτά. Ο πόλεμος όταν συμβαίνει έρχεται να φέρει στην επιφάνεια τις ελλείψεις μίας κοινωνίας αλλά και την ψυχοπαθολογική πλευρά των ατόμων της. Με άλλα λόγια, τα κράτη εκδηλώνουν μία συμπεριφορά που στα άτομα θα μπορούσε να ονομαστεί ψυχοπαθολογική και χρήζει ανασκόπησης.

Τελικά μπορούμε να ζούμε ειρηνικά;

Εν καιρό ειρήνης ο άνθρωπος προσπαθεί εκτός από το προσωπικό του «εγώ» να ικανοποιήσει και τις ανάγκες των ανθρώπων που ανήκουν στην δική του κοινωνική ομάδα. Ανιδιοτελώς προσπαθεί να επιφέρει το καλό δίχως να απαιτεί την προσωπική του εξασφάλιση και ανταμοιβή. Ξεφορτώνεται, δηλαδή, τον δικό του εαυτό και απελευθερώνεται.

Αυτή η αντίληψη γίνεται κοινωνική συνείδηση και σιγά- σιγά όλα τα άτομα εργάζονται προς το κοινό όφελος και νιώθουν χαρούμενοι για αυτό ανεξαρτήτως από τις δυσκολίες. Όμως αυτό δεν αποτυπώνει την εξάλειψη του προσωπικού «εγώ» αλλά την μετατόπισή του στο συλλογικό γίγνεσθαι.

Γίνεται ένα δημόσιο «εγώ» που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το προσωπικό. Ίδια είναι η ανάγκη για αναγνώριση, επιβεβαίωση και επίδειξη δύναμης. Έτσι, εν ελθέτω χρόνω η ομάδα θα αναζητήσει την σύγκρουση με άλλες ομάδες –κράτη, εθνικότητες, θρησκείες- για να εδραιώσει την ταυτότητά της και να επεκτείνει τα όριά της.

Παρ’ όλα αυτά το ερώτημα είναι τι έπεται όταν ανακουφίζεται κάθε εγωιστική ανάγκη; Τα μέλη της ομάδας θα βιώσουν τις επιπτώσεις των πράξεών τους που θα επιφέρουν θλίψη, φόβο, αβεβαιότητα και υποβάθμιση του βιωτικού επιπέδου. Τότε σειρά έχει μία νέα μορφή συνειδητοποίησης που αφορά την κατανόηση πως η συλλογικότητα που έχουν δημιουργήσει ενέχει μεγάλη δόση παραλογισμού. Αυτή είναι μία επώδυνη διαδικασία για τα άτομα που συμμετέχουν στην ομάδα αφού πρέπει να συμφιλιωθούν με την ιδέα πως ότι έκαναν κατέρρευσε.

Τα άτομα μετά γίνονται κυνικές προσωπικότητες που αλλάζουν τον χαρακτήρα τους για να ανταπεξέλθουν στις νέες συνιστώσες. Έτσι, η μάζα μετενσαρκώνονται σε όχλο που είναι διατεθιμμένος να χρησιμοποιήσει βία για να επιτύχει τον σκοπό του. Μέσα σε αυτόν θα βρεθούν μέλη που θα θεωρήσουν πως έχουν την υποχρέωση να διαδώσουν την νέα τάξη πραγμάτων. Μόνο που αυτά τα μέλη που θα αναλάβουν την ηγεσία της ομάδας θα αποσπάσουν τον εγωιστικό εαυτό τους από εκείνον τον υπολοίπων για να μπορέσουν να ηγηθούν.

Θα προσπαθήσουν όμως να διατηρήσουν την ταυτότητα της υπόλοιπης ομάδας για να μπορέσουν να διαδώσουν και να εδραιώσουν την νέα πραγματικότητα που θεωρούν σωστή. Φτιάχνουν δηλαδή συλλογικότητες –και με την μορφή κρατών- που θεωρούν πως έχουν το χρίσμα να κηρύξουν και να θεμελιώσουν τις νέες φωτισμένες ιδέες που πρεσβεύουν.

Πώς μπορεί να εξηγηθεί ως ψυχοπαθολογική αυτή η συμπεριφορά;

Σύμφωνα με τους εξελικτικούς ψυχολόγους σε ορισμένες περιπτώσεις είναι φυσικό ανθρώπινες ομάδες να διεξάγουν πόλεμο εξαιτίας των εγωιστικών γονίδιων που θέλουν να αναπαραχθούν. Άρα είναι φυσικό, τα κράτη να θέλουν να αποκτήσουν πόρους και εδάφη που δεν τους ανήκουν γιατί παλεύουν με άλλες ομάδες αποδεικνύοντας την δύναμή τους και τις ικανότητές τους καθησυχάζοντας το «εγώ» τους. Από την άλλη πλευρά, οι χώρες που καλούνται να αμυνθούν πρέπει αποκρινόμενες και εκείνες στο εγωιστικό τους αίσθημα και στον ανταγωνισμό που δημιουργείται.

Από βιολογικής άποψης οι άνδρες είναι βιολογικά ρυθμισμένοι για να πολεμούν λόγω της τεστοστερόνης που περιέχουν, αφού αυτή η ορμόνη αυξάνει την επιθετικότητά της. Και ενώ ο πόλεμος μπορεί να εξηγηθεί βιολογικά, αυτά τα ξεσπάσματα βίας δείχνουν πολλά περισσότερα από αυτό. Οργανώνεται και προγραμματίζεται με μεγάλη ακρίβεια και κυρίως σε μη βίαιες καταστάσεις που δεν απαιτούν πολεμική δραστηριότητα, όπως συνέβη και με τα γεγονότα που εκτυλίσσονται τώρα.

Ο πρώτος ψυχολόγος που ερεύνησε τον πόλεμο ως ψυχολογικό φαινόμενο ήταν ο William James στο δοκίμιό του «The Moral Equivalent of War» το 1910. Ο πόλεμος όταν συμβαίνει δείχνει τα σαθρά θεμέλια μίας κοινωνίας που αναζητά επιβεβαίωση μέσα της βίας και της επίδειξης δύναμης. Αρχικά, ο James επεσήμανε πως μέσω του πολέμου δημιουργούνται θετικές ψυχολογικές επιδράσεις τόσο στο άτομο όσο και ευρύτερα στην κοινωνία.

Σε κοινωνικό επίπεδο, προσφέρεται μία αίσθηση ενότητας και εθνικής ταυτότητας απέναντι σε μία κοινή, συλλογική απειλή. Φέρνει πειθαρχία και αίσθηση συνοχής για να επιτευχθούν κοινοτικοί στόχοι. Εμπνέει τους πολίτες, στρατιώτες και μη, να συμπεριφερθούν έντιμα και ανιδιοτελώς για την απόκτηση ενός ανώτερου αγαθού.

Μία από τις θετικές επιδράσεις στο άτομο είναι ότι το κάνει να νίωθει πιο ζωντανό και ενεργό για να διεκδικήσει και τελικά να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Κατά τα λόγια του James «εξαγοράζει την ζωή από τον επίπεδο εκφυλισμό». Πιο συγκεκριμένα, δίνει νόημα και σκοπό σε μία μονότονη καθημερινότητα. Είναι όμως αυτά που επιθυμεί να καταφέρει η πλευρά του ισχυρού; Όχι αυτά είναι τα παρελκόμενα της επιθετικής στρατηγικής που γεννώνται υποσυνείδητα από τον απειλούμενο για να ανταπεξέλθει και να αμυνθεί.

Το θέμα της ενσυναίσθησης είναι σημαντικό και εδώ. Μία από τις πιο επικίνδυνες πτυχές της ομαδικής ταυτότητας είναι αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν ηθικό αποκλεισμό. Αυτό συμβαίνει όταν αποσύρονται τα ηθικά και ανθρώπινα δικαιώματα άλλων ομάδων και τους αρνούνται το σεβασμό και την ελευθερία που άλλοτε είχαν. Τα ηθικά πρότυπα εφαρμόζονται μόνο στα μέλη της δικής τους ομάδας.

Όπως ένα άτομο επιθυμεί να επιβληθεί μέσω της βίας και της εξουσίας στον αδύναμο έτσι και ένα ισχυρό κράτος κυρίως οικονομικά προσπαθεί να επιβληθεί στο λιγότερο δυνατό. Πρώτος και προφανέστερος παράγοντας πολεμικής σύγκρουσης είναι η εδαφική επέκταση και η αύξηση του πλούτου. Συνήθως, είναι μία κυβέρνηση που αποφασίζει να επιτεθεί ασχέτως της άποψης του λαού. Η ομάδα, λοιπόν, αυτή προσπαθεί με την δύναμη που έχει τόσο να την επιβεβαιώσει όσο και να την επεκτείνει ταπεινώνοντας την αντίπαλη ομάδα. Η παρούσα σύγκρουση μπορεί να ερμηνευθεί με αυτούς τους όρους καθώς η άμεση επιθυμία της Ρωσίας είναι να ανακτήσει τα περασμένα μεγαλεία της τεράστιας Σοβιετικής χώρας που διελύθη το 1991.

Σχετικά άρθρα