Γιατί υπάρχουν άνθρωποι ανίκανοι να αγαπήσουν; – Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν την παρουσία ή την απουσία αγάπης στη ζωή ενός ατόμου;

Όλοι έχουμε την ανάγκη να μας αγαπάνε και να μας φροντίζουν.

Στην προσπάθειά μας να νιώσουμε πως αγαπιόμαστε, ωστόσο, οι περισσότεροι από εμάς δεν αναγνωρίζουμε τόσο εύκολα ότι έχουμε και μια παράλληλη ανάγκη: την ανάγκη να αγαπάμε και να φροντίζουμε κι εμείς τους άλλους. Αυτή η επιθυμία, είναι εξίσου ισχυρή με την ανάγκη να αγαπηθούμε και να φροντίσουμε.

Η αγάπη ορίζεται από εμπειρίες που απελευθερώνουν χημικές ουσίες – την ωκυτοκίνη (την ορμόνη της αγκαλιάς/φροντίδας), τη ντοπαμίνη (τη χημική ουσία της ευχαρίστησης), τη βαζοπρεσίνη (η ορμόνη για την έλξη) ή, μετά την εφηβεία, τα οιστρογόνα και την τεστοστερόνη της λαγνείας.

Η απόλαυση του να αισθάνεσαι αποδεκτός και πολύτιμος είναι μία ανάγκη που χρειάζεται πραγματικά να βιωθεί.

Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει ορισμένους ανθρώπους ανίκανους να αγαπήσουν;

Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, καλό θα ήταν να αναρωτηθούμε το απλό: «Γιατί οι άνθρωποι αγαπούν;».

Αν καταλάβουμε γιατί ως άνθρωποι οριζόμαστε από αυτό το συναίσθημα, τότε ίσως να μπορέσουμε να κατανοήσουμε και γιατί υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι που το στερούνται.

Από τη μία, σύμφωνα με την ανθρωπολόγο, Helen Fisher, οι άνθρωποι λειτουργούν βασικά με το ένστικτο. Νευροδιαβιβαστές, όπως η ωκυτοκίνη, η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη ή η βαζοπρεσίνη οδηγούν στην έλξη, στην επιθυμία για τον άλλον, στην ανάγκη για φροντίδα και στο μοίρασμα εμπειριών. Στην πραγματικότητα, είμαστε το αποτέλεσμα αυτού που υπαγορεύει ο εγκέφαλός μας.

Από την άλλη, η Dr. Elaine A. Aron (ψυχολόγος κλινικής έρευνας) ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι αγαπούν από την ανάγκη να διευρύνουν το «εγώ» τους. Αυτό σημαίνει ότι, πέρα από την έλξη, υπάρχει η επιθυμία να μοιραστούν τη ζωή τους με κάποιον, να αναπτυχθούν ως άνθρωποι δίπλα σε κάποιον άλλο που βιώνει την ίδια διαδικασία.

Εφόσον είμαστε κοινωνικά όντα και η αγάπη μας επιτρέπει να δημιουργούμε σταθερούς δεσμούς με τους οποίους μπορούμε να εξελισσόμαστε και να αισθανόμαστε ασφαλείς, τότε γιατί υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μοιάζει να είναι ανίκανοι να αγαπήσουν;

– Διαταραχή συναισθηματικής στέρησης

Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται όταν γίνεται λόγος για ανθρώπους που δεν ξέρουν ή δεν μπορούν να αγαπήσουν:

  • Πρόκειται για ανθρώπους που δεν διατηρούν οπτική επαφή.
  • Βιώνουν αισθήματα μοναξιάς. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, δεν τους αρέσει να κοινωνικοποιούνται.
  • Αισθάνονται συνεχώς ότι κρίνονται από τους άλλους και είναι δύσπιστοι.
  • Συχνά ισχυρίζονται ότι ποτέ δεν αγαπήθηκαν και ποτέ δεν θα αγαπηθούν. Για το λόγο αυτό, δεν είναι σε θέση να προσφέρουν οι ίδιοι στοργή.
  • Βιώνουν αισθήματα ενοχής και παρουσιάζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Αυτού του είδους τα χαρακτηριστικά τείνουν να εμφανίζονται συχνά σε άτομα με αυτισμό, αλλά και με διαταραχή αποθησαύρισης/παρασυσσώρευσης (όταν ένα άτομο βιώνει μια ψυχαναγκαστική παρόρμηση να αποκτήσει και να συσσωρεύσει υλικά αγαθά, μαζί με δυσκολία να απορρίψει την υπερβολική ακαταστασία).

– Παιδικά τραύματα

Αυτό που κρύβεται πίσω από την ανικανότητα ορισμένων ανθρώπων να αγαπήσουν, είναι ο φόβος. Ο φόβος να μην πληγωθεί κανείς. Είναι η δυσπιστία και η αγωνία για το φόβο να επαναλάβουν τα ίδια τραυματικά μοτίβα όπως στην παιδική τους ηλικία.

Πράγματι, συχνά πίσω από τις περιπτώσεις των ανθρώπων που δυσκολεύονται να αγαπήσουν και να αγαπηθούν κρύβονται παιδικά τραύματα. Αυτά μπορεί να αφορούν σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, εγκατάλειψη, σεξουαλική κακοποίηση κ.λπ.

Αυτό είναι κάτι που δυσκολεύει τους ανθρώπους όταν πρόκειται να δημιουργήσουν συναισθηματικές σχέσεις, διότι η αγάπη σημαίνει πάντα σύνδεση.

Ως εκ τούτου, αν το μόνο που έλαβαν στην πρώιμη ζωή τους ήταν ένα υποκατάστατο της αγάπης που τους προκάλεσε τεράστιο πόνο, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι τώρα αποφεύγουν κάθε είδους αγάπη και δυσκολεύονται με τη δέσμευση σε μια σχέση.

Πολλοί από τους ανθρώπους που υπέστησαν κακοποίηση ή κακομεταχείριση στην παιδική τους ηλικία είναι αποσυνδεδεμένοι από την αγάπη. Δεν μπορούν να τη συλλάβουν ή να την κατανοήσουν, επειδή δεν την έλαβαν ποτέ. Επιπλέον, φοβούνται να ανοιχτούν συναισθηματικά στους άλλους γιατί αυτό τους κάνει να νιώθουν ευάλωτοι. Αυτό το συναίσθημα τους θέτει σε συναγερμό και τους φοβίζει.

– Δεν καταλαβαίνω πώς αισθάνομαι, αλεξιθυμία

Η αλεξιθυμία ορίζει έναν τύπο συναισθηματικής μαθησιακής διαταραχής. Συχνά, πρόκειται για ένα νευρολογικό πρόβλημα που δυσκολεύει την κατανόηση και έκφραση των συναισθημάτων. Δηλαδή, το άτομο είναι ικανό να ερωτευτεί, αλλά δεν γνωρίζει με βεβαιότητα τι είναι αυτό το συναίσθημα και τι χρειάζεται να κάνει γι’ αυτό.

Δεν συμπάσχουν, δεν αντιδρούν στα συναισθήματα των άλλων και δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει μέσα τους.

Αυτή η εγκεφαλική διαταραχή ή αλλοίωση επηρεάζει αρκετούς ανθρώπους, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να δημιουργήσουν φιλίες και σχέσεις.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάσταση αυτή μπορεί να εμφανιστεί τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες με αυτισμό και με ψυχοπαθητική προσωπικότητα.

Παράγοντες που επηρεάζουν την παρουσία ή την απουσία αγάπης στη ζωή ενός ατόμου:

  1. Ατομικές διαφορές και χαρακτηριστικά προσωπικότητας:

Ορισμένα άτομα εκπέμπουν από τη φύση τους ιδιότητες που συμβάλλουν στη δημιουργία σχέσεων με τους άλλους, όπως είναι η ενσυναίσθηση, η καλοσύνη και το να είναι κανείς «ανοιχτός». Αντίθετα, όσοι δυσκολεύονται με τις διαπροσωπικές σχέσεις μπορεί να παρουσιάζουν χαρακτηριστικά όπως εσωστρέφεια, ντροπαλότητα ή δυσκολία στην έκφραση των συναισθημάτων.

  1. Τύπος δεσμού και παιδική ηλικία:

Οι ψυχολόγοι συχνά στέκονται στον τρόπο με τον οποίο έχει μεγαλώσει ένα άνθρωπος, ανατρέχοντας στην παιδική του ηλικία και επισημαίνοντας πως ο τύπος δεσμού που έχει διαμορφωθεί από την σχέση με τη μητέρα, επηρεάζει σημαντικά την ικανότητα του ατόμου να δημιουργεί και να διατηρεί ρομαντικές σχέσεις. Όσοι βίωσαν ασφαλείς δεσμούς στην παιδική ηλικία τείνουν να έχουν θετική προοπτική για τις σχέσεις, ενώ όσοι έχουν ανασφαλείς δεσμούς μπορεί να δυσκολεύονται να εμπιστευτούν και να συνδεθούν συναισθηματικά με τους άλλους.

  1. Κοινωνικές και Πολιτιστικές Επιρροές:

Οι εξωτερικοί παράγοντες παίζουν καθοριστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει και βιώνει κανείς την αγάπη. Οι νόρμες, οι κοινωνικές προσδοκίες και οι οικογενειακές επιρροές μπορούν είτε να διευκολύνουν, είτε να εμποδίσουν την ανάπτυξη των ουσιαστικών συνδέσεων. Για ορισμένους, οι πιέσεις της κοινωνίας μπορεί να οδηγήσουν σε αναγκαστικές σχέσεις, ενώ άλλοι μπορεί να δυσκολεύονται να συμμορφωθούν με τις συμβατικές προσδοκίες της σχέσης.

  1. Χρόνος και τυχαιότητα:

Η φύση της αγάπης είναι απρόβλεπτη. Τα άτομα μπορεί να συναντήσουν το έτερον ήμισυ κατά τη διάρκεια συγκεκριμένων φάσεων της ζωής ή τέλος πάντων όταν οι περιστάσεις λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο που η σύναψη ρομαντικών σχέσεων θα είναι ευκολότερη. Αντίθετα, άλλοι μπορεί να βρεθούν σε καταστάσεις, οι οποίες θα εμποδίσουν την ικανότητά τους να συναντηθούν με πιθανούς συντρόφους.

  1. Αυτοστοχασμός:

Ο αυτοστοχασμός είναι ένα αρκετά ισχυρό εργαλείο που μπορεί να μας βοηθήσει να αποκτήσουμε μία εικόνα για τις σκέψεις και τις επιθυμίες μας, ώστε να μπορούμε να πάρουμε τις σωστές αποφάσεις για τη ζωή μας. Όσοι άνθρωποι αφιερώνουν χρόνο στην κατανόηση και αποδοχή του εαυτού τους, έχουν περισσότερες πιθανότητες να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε μία σχέση και να βιώσουν την αγάπη, παρά τις προκλήσεις που συνοδεύουν τη διαμόρφωση και τη διατήρηση ουσιαστικών συνδέσεων.

Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως υπάρχουν διάφοροι λόγοι για τους οποίους κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να αγαπήσουν, καθώς και διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν την παρουσία ή την απουσία της αγάπης στη ζωή μας. Το πιο σημαντικό, όμως, είναι να κατανοήσουμε την βαθύτερη αιτία που κρύβεται πίσω από όλα αυτά και να προσπαθήσουμε να αφήσουμε τον εαυτό μας ελεύθερο να παρασυρθεί από τα κύματα της αγάπης, δίχως φόβο.

Όλοι μας αξίζουμε να μάθουμε να αγαπάμε και να νιώθουμε ότι μας αγαπούν!

Πηγές: Psychology Today, Exploring Your Mind

Σχετικά άρθρα