Ένα πρωί κοιτάχθηκα στον καθρέφτη και είδα τη μητέρα μου…

Η μητέρα μου ήταν πολύ όμορφη και πολύ έξυπνη, όπως όλες οι μαμάδες, γι’ αυτό την αγαπούσα και τη μισούσα συγχρόνως. Ξεκίνησα να τη μισώ όταν ήμουν στα 10. Καθώς την αγαπούσα τόσο πολύ, η ιδέα ότι μπορεί να την χάσω με κρατούσε σε μία διαρκή κατάσταση άγχους, έτσι για να ηρεμήσω τον εαυτό μου έπρεπε να την υποτιμήσω.

Κάποιες φορές μου φαινόταν τόσο όμορφη και έξυπνη, που θεωρούσα ότι όλοι γύρω μας θα με έβλεπαν σαν την άσχημη και ανόητη κόρη της. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα μόνη μου. Στο μυαλό μου στριφογύριζαν μόνο οι δικές τις σκέψεις. Ένιωθα τρομερά καταπιεσμένη από τη  μανία της για τάξη και τις ξεπερασμένες ιδέες στις περί σωστού και λάθους, δίκαιου και άδικου. Για καιρό πίστευα ότι ο μόνος τρόπος για να αγαπήσω τον εαυτό μου ήταν να σταματήσω ν’ αγαπώ εκείνη.

Ένα αορατό νήμα, που είναι αδύνατο να κοπεί, δένει το σώμα μας με εκείνο της μητέρας μας. Δεν υπάρχει τρόπος να απαγκιστρωθούμε, ή τουλάχιστον εγώ δεν το κατάφερα ποτέ. Είναι αδύνατο να μπω ξανά μέσα στο σώμα της, είναι δύσκολο να κινούμε στη σκιά της.

Έτσι γρήγορα ξεκίνησα να βάζω άλλα σώματα ανάμεσα στο δικό της και το δικό μου. Σώματα με τα οποία θα μπορούσα να τσακώνομαι, να κάνω έρωτα, να φαίνομαι σοφή ή ανόητη. Κατασκεύασα έτσι έναν κόσμο ξένο από τον δικό της. Επιθυμούσα να αισθανθεί άσχημα, αν απλά κοιτούσε σε αυτόν: αυτό έγινε αρκετές φορές με τη μητέρα μου να αναζητά καταφύγιο στη σιωπή.

Τα χρόνια πέρασαν και εκείνη «αποσύρθηκε». Έχασε την ομορφιά και την ευφυΐα της, σταμάτησε να επιβεβαιώνει την υπεροχή της σε όλα, και όσα έλεγε δε είχαν πλέον κανένα ειδικό βάρος.

Για ένα διάστημα αισθάνθηκα ελεύθερη. Μετά οι άνθρωποι ξεκίνησαν να μου λένε πράγματα όπως: «Όταν γελάς είσαι ίδια η μητέρα σου», «Είσαι πεισματάρα σαν τη μάνα σου», «Τα χέρια σου είναι ίδια με εκείνα της μαμάς σου». Ένα πρωί κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και είδα εκείνη: ήταν εκεί, μέσα στο σώμα μου. Και αυτό με ενοχλούσε όλο και λιγότερο, αν και περίμενα το αντίθετο. Σιγά-σιγά την ανακάλυψα στις αυθόρμητες χειρονομίες μου, στον τρόπο με τον οποίο εξέφραζα ή έκρυβα τα συναισθήματά μου, στη φωνή μου. Αν λοιπόν δεν ήταν δυνατό να ξαναγυρίσω μέσα στο σώμα της μάνας μου, ήταν πολύ πιθανό ότι την κουβαλούσα εγώ μέσα μου από τη στιγμή της γέννησής μου. Ήταν μέσα μου ακόμη και όταν πάλευα για να γλιτώσω από εκείνη ή ακόμη κι όταν πίστευα ότι είχα απελευθερωθεί.

Από τη στιγμή που κατάλαβα ότι το να βρω τον εαυτό μου, σημαίνει να βρω εκείνη, να τη δεχτώ και να την αγαπήσω όπως όταν ήμουν μικρό παιδί, μπόρεσα να βρω την ηρεμία. Κάποιες φορές η συμφιλίωση προϋποθέτει την ικανότητα να ξεχάσουμε τα λάθη, που μας έκαναν να υποφέρουμε. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν ισχύει στην περίπτωση της σχέσης μας με τη μητέρα. Συμφιλιώθηκα με τη μητέρα μου όταν συνειδητοποίησα ότι ατά τα λάθη – εκείνα που θεωρούσα εγώ λάθη – ήταν μέρος του εαυτού μου, απαραίτητα στοιχεία της εξέλιξής μου.

Κείμενο της ιταλίδας συγγραφέως Elena Ferrante για τον Guardian.

 

Διαβάστε σχετικά άρθρα:

Μπορεί η έλλειψη της μητρικής φιγούρας να επηρεάσει τις σεξουαλικές προτιμήσεις μίας γυναίκας;

Το παράπονο μιας κόρης: Η μητέρα μου με είχε πάντα για μαριονέτα της

Εκρηκτική σχέση μητέρας-κόρης: Πώς θα σβήσετε τις «φωτιές»;

Μητέρα-Νάρκισσος: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η μάνα μου δεν θέλει να είμαι ευτυχισμένη»

Οι  7 επιθυμίες μίας κόρης που δεν αγαπήθηκε

 

Σχετικά άρθρα